Εάν υπάρχει ένα συμπέρασμα από το πρόσφατο κτύπημα των ΗΠΑ κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, αυτό αφορά στην επιβεβαίωση της επικράτησης, για ακόμη μία φορά, του δίκαιου του ισχυροτέρου, στην διεθνή σκακιέρα.
Ανεξαρτήτως της αντικειμενικής θεώρησης των πραγμάτων, εάν δηλαδή η ενέργεια των ΗΠΑ συνάδει με το διεθνές δίκαιο, που κατά πάσα βεβαιότητα αποτελεί κραυγαλέα παραβίασή του ή της άποψης του καθενός, εάν είχαν δίκιο να κτυπήσουν το πυρηνικό πρόγραμμα ενός θεοκρατικού και απολυταρχικού καθεστώτος, όπως αυτό των μουλάδων του Ιράν, ενδεχομένως επικίνδυνου για την Δύση, το δια ταύτα της υπόθεσης είναι ότι οι ΗΠΑ προχώρησαν στο συγκεκριμένο κτύπημα επειδή μπορούσαν.
Διέθεταν δηλαδή κατά την συγκεκριμένη χρονική συγκυρία -και προφανώς εξακολουθούν – την απόλυτη στρατιωτική υπεροχή και την τεχνολογία ώστε να επιχειρήσουν ένα κτύπημα το οποίο οι Ιρανοί δεν θα ήταν σε θέση να ανταποδώσουν.
Έναντι των κτυπημάτων του Ισραήλ στο έδαφός τους, οι Ιρανοί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, δηλαδή, είτε με βαλλιστικούς πυραύλους, είτε με drones, μπορούσαν να ανταποδώσουν, με βαρύ φόρο αίματος στην πλευρά του Ισραήλ.
Μπορεί να πιθανολογεί κανείς ως προς τις δυνατότητές τους να πραγματοποιούν αυτά τα κτυπήματα σε εύρος χρόνου, έως πότε, δηλαδή, θα διαθέτουν επαρκή πυραυλικά αποθέματα, όμως έως τώρα παρέμεναν «στο παιχνίδι». Έναντι της υπερδύναμης που ακούει στο όνομα ΗΠΑ, ωστόσο, είναι σαφές ότι μπορούν να πετύχουν πολύ λιγότερα.
Ενδεχομένως θα «απαντήσουν» στο συγκεκριμένο κτύπημα με άλλους τρόπους, όμως αυτό είναι μία συζήτηση που μόλις ανοίγει και εν πάση περιπτώσει δεν είμαστε ακόμη εκεί.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, και εν αναμονή της όποιας συνδρομής κατορθώσουν να αντλήσουν οι Ιρανοί από τη Ρωσία ή αλλού, έχουμε μία ξεκάθαρη επικράτηση του δίκαιου του ισχυροτέρου. Κατά τους Αμερικανούς του φίλτατου προέδρου Τράμπ, ο στόχος, που ήταν η εξάλειψη των πυρηνικών δυνατοτήτων του Ιράν, επετεύχθη. Όχι διαμέσου διαπραγματεύσεων ή διπλωματίας, αλλά διαμέσου ωμής βίας.
Πρόκειται ακριβώς για την ίδια εξίσωση με την οποία βρέθηκε αντιμέτωπη η Ευρώπη κατά τα πρώτα χρόνια του Β’ Π.Π. αντιμετωπίζοντας την ναζιστική επίθεση και σε αυτήν απάντησε, με την βοήθεια των ΗΠΑ, που στέκονταν ωστόσο, τότε, υπέρ των αδυνάμων.
Έκτοτε, τόσο η Ευρώπη όσο και ειδικά η χώρα μας, ελάχιστα άντλησαν ως συμπέρασμα αυτής της άσκησης. Αντίθετα, πίστεψαν ότι υπό την ασφάλεια που παρείχε ο διεθνής χωροφύλακας των ΗΠΑ και υπό την προστασία της αμυντικής του ομπρέλας, θα ήταν δυνατή η επικράτηση του διεθνούς δικαίου, διαμέσου των διεθνών οργανισμών που συστάθηκαν για ακριβώς αυτόν τον σκοπό, με κυριότερους τον ΟΗΕ, τα διεθνή δικαστήρια, κ.ά.
Αυτή η ψευδαίσθηση, διότι πλέον μόνον ως τέτοια μπορεί μόνον να χαρακτηριστεί, δεν υφίσταται πλέον. Ανεξαρτήτως, της όποιας πεποίθησης έχει ο καθένας ή των όσων ορίζει το διεθνές δίκαιο σε σχέση με αυτήν την περίσταση, ουδεμία αμφιβολία υφίσταται ότι οι ΗΠΑ προχώρησαν στο συγκεκριμένο κτύπημα επειδή μπορούσαν και επειδή έκριναν ότι βρίσκονται στην πλευρά του ισχυροτέρου.
Εάν, λοιπόν, η χώρα μας επιθυμεί όντως να εξαγάγει κάποιο συμπέρασμα από όλην αυτήν την υπόθεση αυτό, δίχως άλλο αφορά, στην κρισιμότητα που έχει για την διατήρηση της κυριαρχίας της και των κυριαρχικών της δικαιωμάτων -ή εντέλει και για την επιβίωσή της – η επιτάχυνση και περαιτέρω ενίσχυση τόσο του εξοπλιστικού της προγράμματος, όσο και της αμυντικής της βιομηχανίας, όπως βεβαίως και η ενίσχυση των όποιων συμμαχιών της.
Κυριότερα, όμως, όποια κι αν είναι η αμυντική της ισχύ, οφείλει -και εδώ δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν εκπτώσεις οποιουδήποτε είδους – να πείσει ότι είναι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει αυτήν την αποτρεπτική ικανότητα. Διότι έως τώρα μάλλον επιδιώκει το αντίθετο,
Δίχως ισχύ, πραγματική ισχύ, μετρήσιμη στο πεδίο και ικανή να ανταποκριθεί στο ζητούμενο, και δίχως πειστικότητα ως προς την αποφασιστικότητά μας να την χρησιμοποιήσουμε μέχρις εσχάτων, θα βρισκόμαστε πάντα στο έλεος των όποιων συμμάχων μας. Ακριβώς όπως τώρα κάνει το Ιράν με την Ρωσία.
Αυτό συνέβη στην Ουκρανία, αυτό συμβαίνει σήμερα και στην Μέση Ανατολή. Οφείλουμε να το αντιληφθούμε.