Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Το “πράσινο φως” που έδωσαν οι ηγέτες των κρατών μελών του ΝΑΤΟ για την αύξηση των ετήσιων αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ τους, ξεδιπλώνει μία τεράστια ευκαιρία για την ευρωπαϊκή και βεβαίως την ελληνική αμυντική βιομηχανία.
Κυριότερα, όμως, αυτή η ευκαιρία αφορά συνολικά στον κλάδο της βιομηχανίας, υπό το φως της πολλαπλασιαστικής επίδρασης που θα έχουν οι επενδύσεις στην άμυνα και ευρύτερα στα έργα που εντάσσονται στην αμυντική θωράκιση μίας χώρας, ακόμη κι αν είναι οδικά ή αφορούν υποδομές.
Εάν συνδυαστεί, δε, αυτή η έγκριση αύξησης των αμυντικών δαπανών των κρατών μελών του ΝΑΤΟ, με τα εξοπλιστικά προγράμματα που προωθούνται από την ΕΕ στο πλαίσιο του ReArm Europe, με άμεσα δάνεια ύψους 150 δισ. ευρώ (SAFE) και κινητοποίηση έως και 800 δισ. ευρώ, καθώς και με τα επιμέρους εθνικά εξοπλιστικά προγράμματα όπως της Γερμανίας ή ακόμη και της Ελλάδας, ύψους έως και 25 δισ. ευρώ την επομένη 12 ετία, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις όχι μόνον για τον επανεξοπλισμό, όσο κυριότερα την αναβίωση της αμυντικής και λοιπής βιομηχανίας, τόσο στην Ευρώπη όσο ειδικά στη χώρα μας.
Αρκεί, φυσικά, αυτή η διαδικασία “αξιοποίησης” κοινοτικών και λοιπών πόρων να μην ακολουθήσει τον δρόμο που ακολούθησαν τόσες άλλες πριν από αυτήν, με κύρια χαρακτηριστικά την χαμηλή αποτελεσματικότητα και την υψηλή αδιαφάνεια.
Δεδομένου τόσο του ελληνικού εξοπλιστικού προγράμματος, όσο και των ευκαιριών συνεργασιών που αναδύονται ελληνικών με ευρωπαϊκές εταιρίες του αμυντικού και ευρύτερα τεχνολογικού χώρου είναι επίσης σαφές ότι η χώρα μας δεν πρέπει να επαναλάβει τα λάθη ακόμη και του πρόσφατου παρελθόντος της, όπως αυτά που σημειώθηκαν με το ιδιαίτερα χαμηλό έως και ανύπαρκτο ποσοστό εγχώριας συμμετοχής στα προγράμματα απόκτησης αεροσκαφών Rafale και των φρεγατών FDI HN.
Για την ακρίβεια, η Ελλάδα οφείλει να αποσαφηνίσει, όπως ζητούν και οι εταιρίες του αμυντικού χώρου (ΣΕΚΠΥ) δύο τινά: Πρώτον, το ποσοστό συμμετοχής που θα θεσμοθετήσει για οποιαδήποτε νέα σύμβαση προμήθειας εξοπλιστικού υλικού.
Δεύτερον, εάν θα δημιουργήσει, όπως κυρίες ζητούν οι εταιρείες του χώρου, έναν ειδικό κρατικό φορέα, είτε με την μορφή υφυπουργείου, είτε γενικής γραμματείας, που θα κατευθύνει ως προς το είδος των εξοπλισμών που θα πραγματοποιηθούν εκ μέρους της χώρας μας, ανοίγοντας τον δρόμο για την ορθή αξιοποίηση των επενδυτικών κεφαλαίων των εταιρειών του κλάδου.
Δίχως αυτήν την διττή πυξίδα, της ελληνικής συμμετοχής και του κεντρικού συντονιστικού φορέα, το ενδεχόμενο αναβίωσης της αμυντικής βιομηχανίας και κατά προέκταση, συνολικά, της βιομηχανίας στην Ελλάδα, θα είναι σημαντικά δυσχερέστερο.
Αντίθετα, η αποσαφήνιση αυτών των δυο παραμέτρων θα προσφέρει συνθήκες όχι μόνον ανάπτυξης αλλά και βιωσιμότητας στις εταιρείες του αμυντικού χώρου, καθώς θα αποτελέσει κίνητρο επενδύσεων και συνεργασιών με το εξωτερικό.
Πρόκειται για μία ευκαιρία η οποία σπάνια αναδύεται για οποιαδήποτε οικονομία. Η Ευρώπη παρέμεινε – επί της ουσίας - εκτός αμυντικών δαπανών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καλυπτόμενη υπό την ομπρέλα ασφαλείας που προσέφεραν οι ΗΠΑ. Πλέον – όπως διαφαίνεται – συνειδητοποιεί ότι πρέπει να επανεξοπλιστεί και εμφανίζεται πρόθυμη να βάλει το χέρι στην τσέπη για αυτόν τον σκοπό.
Ας μην κλωτσήσουμε την… καρδάρα με το γάλα ακόμη μία φορά. Δεν γνωρίζουμε εάν θα υπάρξει άλλη.