Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Μπορεί ο διάβολος να κρύβεται στις λεπτομέρειες της κάθε συμφωνίας, όμως στην περίπτωση αυτής που σύναψε η ΕΕ με τις ΗΠΑ για τους εμπορικούς δασμούς, αρκεί και το περίγραμμά της ώστε να καταστεί αντιληπτό ότι η ζυγαριά δεν γέρνει προς την πλευρά της Ευρώπης.
Η ΕΕ, χάριν της σταθερότητας των εμπορικών της συναλλαγών με τις ΗΠΑ, ακόμη και με δασμούς 15% σε ορισμένους από τους κυριότερους βιομηχανικούς της κλάδους, συμφώνησε να επενδύσει στην Αμερική 600 δισ. δολ. και δεσμεύτηκε να αγοράσει προϊόντα του κλάδου ενέργειας 750 δισ. δολ., τη στιγμή κατά την οποία χρειάζεται η ίδια επενδύσεις 800 δισ. ευρώ ετησίως, σύμφωνα με την έκθεση Ντράγκι. Αποφάσισε, δηλαδή, να στηρίξει τις ΗΠΑ αντί του εαυτού της.
Ακόμη περισσότερο, συμφώνησε να εξαρτάται ενεργειακά από τις ΗΠΑ, όταν δεν είναι σαφές εάν η Αμερική μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτόν τον ενεργειακό όγκο ή εάν η ΕΕ μπορεί να τον απορροφήσει κατά τρόπο ομαλό. Όπως επίσης είναι ασαφές πώς ακριβώς προτίθεται η Κομισιόν να πείσει τον ιδιωτικό τομέα στην ΕΕ να επενδύσει στις ΗΠΑ αυτά τα μυθώδη ποσά για τα οποία δεσμεύτηκε. Διότι, τουλάχιστον προς το παρόν, η ΕΕ δεν διαθέτει οικονομία σοβιετικού τύπου.
Ας μην αναφερθούμε καν στην δέσμευσή της για την αγορά «τεράστιων ποσοτήτων στρατιωτικού εξοπλισμού», τη στιγμή κατά την οποία επιχειρεί να αναβιώσει τη δική της αμυντική βιομηχανία, μέσω του προγράμματος ReArm Europe, συνολικού ύψους 800 δισ.ευρώ.
Ακόμη, λοιπόν, κι αν ξεπεράσουμε όλες αυτές τις εγγενείς αντιφάσεις που εμπεριέχει η συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ, ένα στοιχείο αναδεικνύεται ως απολύτως σαφές σε αυτήν την υπόθεση και το εκστόμισε χθες ο φίλτατος Γάλλος Πρόεδρος Εμμ. Μακρόν: Την Ευρώπη δεν την φοβούνται.
«Για να είσαι ελεύθερος, πρέπει να σε φοβούνται. Δεν μας φοβήθηκαν αρκετά» φέρεται να ανέφερε απευθυνόμενος προς μέλη της γαλλικής κυβέρνησης. Προφανώς, δε, είχε δίκιο, δεδομένου του ειδικού βάρους τόσο της ΕΕ όσο και της “επικεφαλής” της, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Για ποιο λόγο θα έπρεπε να φοβάται μία τρίτη χώρα και πολύ περισσότερο μία υπερδύναμη όπως οι ΗΠΑ, την ΕΕ, ακόμη κι αν στην παλάντζα μπουν τα εκατέρωθεν οικονομικά τους μεγέθη;
Η ΕΕ χαρακτηρίζεται από τερατώδεις αντιφάσεις στο πεδίο της παραγωγής, της μεταποίησης και του πρωτογενούς τομέα και είναι άρα αναγκασμένη να συγκεράζει ετερόκλητα οικονομικά και κατ’ επέκταση εθνικά συμφέροντα.
Κυριότερα, όμως, χαρακτηρίζεται από την απουσία ενιαίας εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, γεγονός που καθίσταται προδήλως σαφές στην περίπτωση της χώρας μας και της Κύπρου. Όχι μόνον η Ευρώπη παραμένει με “σταυρωμένα τα χέρια” έναντι της κατοχής του 37% της Κύπρου και της απειλής πολέμου που έχει διατυπώσει η Τουρκία κατά της Ελλάδας σε περίπτωση που ασκήσουμε τα νόμιμα δικαιώματά μας στο Αιγαίο αλλά πλέον, εμφανίζεται να επαφίεται και στην τουρκική αμυντική βιομηχανία για τις στρατιωτικές της προμήθειες.
Έτσι, λοιπόν, όταν η κα. Φον Ντερ Λάϊεν κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον “πλανητάρχη” Τραμπ, σε ένα κλαμπ του γκολφ στη Σκωτία, -με προφανή σημειολογία για τον ίδιο τον Τραμπ – ποιο είναι το ηγετικό βάρος που την συνοδεύει; Ότι πρέπει να συγκεράσει τις απόψεις των 27 κρατών μελών της ΕΕ πριν πάρει οποιαδήποτε απόφαση ή ότι ακόμη η Ευρώπη επαφίεται στην αμυντική ομπρέλα των ΗΠΑ για την ασφάλειά της;
Όσο δε παραμένει ως μια χαλαρή τελωνειακή -και εν μέρει νομισματική – ένωση, δίχως να προσανατολίζεται σε ένα ποιοτικό άλμα, όπως θα ήταν η δημοσιονομική ενοποίηση με στόχο την συγκρότηση ομοσπονδίας, ώστε να ξεπεράσει τα σημερινά ελλείμματά της, ελάχιστες πιθανότητες έχει να εντοπίσει κάποιον να την… φοβάται, καθώς άπαντες γνωρίζουν ότι ως έχει σήμερα, εμετρήθη και ευρέθη ελλιποβαρής.