Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Ούτε στο «Καραμανλής ή τανκς» της περιόδου 1974-75 είμαστε, ούτε αντιμετωπίζουμε τις οριακές καταστάσεις του 2010-2012 «κοιτώντας» την άβυσσο της χρεοκοπίας κατά πρόσωπο.
Η χώρα, κατά το κυρίαρχο -κυβερνητικό- αφήγημα, εμφανίζει από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, έχει μειώσει την ανεργία από το 18% στο 8% και δανείζεται με επιτόκια χαμηλότερα ακόμη και εκείνων της -εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσας- Γαλλίας.
Από του σημείου αυτού, όμως, έως το να πετάξουμε από το παράθυρο την όποια πολιτική σταθερότητα διαθέτει -και έχει ανάγκη- ο τόπος, ώστε να «φύγει ο Μητσοτάκης» και να υπάρξει πολιτική αλλαγή την οποία ευαγγελίζεται ο Νίκος Ανδρουλάκης, πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ακόμη και με μία ψήφο διαφορά, υπάρχει απόσταση.
Όπως θα έλεγαν και στη βαθιά Ρούμελη, “it’s like throwing the baby out with the water” (είναι σαν να πετάγαμε το μωρό μαζί με το νερό που το πλύναμε)... ένα πράγμα.
Διότι είναι ενδεχομένως πολιτικά θεμιτό να λες, δεν συνεργάζομαι με κανέναν και γυρνώ την πλάτη στους πάντες -εάν δεν συναινούν στο πρόγραμμά μου-, όμως στην πράξη, έτσι έρχονται στην επιφάνεια δύο τινά: πρώτον, ότι τρέφεις πλήρη αδιαφορία για την κατεύθυνση που θα πάρει η χώρα την επομένη των εκλογών, εάν δεν εξευρεθεί συναινετικό σχήμα διακυβέρνησης και δεύτερον, ότι αδιαφορείς και για τη λοιπή λαϊκή ετυμηγορία, η οποία τίμησε και κάποια άλλα κόμματα πλην του δικού σου. Απλό δεν είναι;
Ιδίως εάν οι δημοσκοπήσεις που έρχονται στη δημοσιότητα φέρουν κόκκο αληθείας και όντως η απόσταση μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος είναι «διπλά λεφτά» (double money), όπως επίσης είθισται να λέγεται στη Ρούμελη και αλλαχού.
Για την ακρίβεια, με μόνη την εξαίρεση του κυβερνώντος κόμματος, ο πρόεδρος του οποίου (και πρωθυπουργός της χώρας) Κυριάκος Μητσοτάκης άφησε προ εβδομάδος από το βήμα της ΔΕΘ μία χαραμάδα ενδεχόμενης μετεκλογικής συνεργασίας, στη βάση της λαϊκής ετυμηγορίας του 2027, ουδείς άλλος εκ των πολιτικών πρωταγωνιστών της χώρας εμφανίζεται συναινετικός ως προς αυτό το ενδεχόμενο. Μόνο σημείο συμφωνίας όλων είναι «να φύγει ο Μητσοτάκης».
Δεν θα διαφωνήσουμε: ας φύγει. Τότε όμως γεννάται το ερώτημα: Αν όχι ο Μητσοτάκης, τότε ποιος; Εδώ είναι δε που αρχίζουν τα δύσκολα. Διότι εάν παρακάμψουμε τη μάλλον άχαρη συζήτηση του «τι έκανες και τι δεν έκανες» τα χρόνια που κυβέρνησες και μπούμε κατευθείαν στο «ψητό», που είναι αυτή η ρημάδα η λαϊκή ετυμηγορία, τότε οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ακόμη και έτσι που έχουν σήμερα τα πράγματα, μετά από 6-7 χρόνια στην εξουσία, η ΝΔ προηγείται με 10-14 μονάδες του ΠΑΣΟΚ και ότι ουδείς εχέφρων αμφισβητεί ότι θα έρθει πρώτο κόμμα στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Όπως επίσης ελάχιστοι είναι εκείνοι που πραγματικά πιστεύουν ότι θα εξασφαλίσει και αυτοδυναμία. Πλην ενδεχομένως Μητσοτάκη, αν και για αυτό δεν παίρνω όρκο.
Έτσι, λοιπόν, σε μία συγκυρία εξακολουθητικά κρίσιμη (ας μην ξεχνάμε και την πραγματική κατάσταση, τόσο της καθημερινότητας όσο και των ευρύτερων συνθηκών υπό τις οποίες διαβιοί η χώρα), το να αποκλείεις μετεκλογικές συνεργασίες, εάν ο συνομιλητής σου δεν αποδεχθεί εκ των προτέρων την υπεροχή και το ακαταμάχητο του πολιτικού σου προγράμματος, προσφέρει ένα μέτρο αλαζονείας.
Ιδίως, όταν έχεις «κρατήσει» μία κάποτε μεγάλη παράταξη, στα επίπεδα που αυτή βρίσκεται σήμερα.