Εάν παραμερίσουμε, προς στιγμήν και χάριν συζητήσεως, την απεύθυνση του κ. Α. Σαμαρά στην ευρύτερη κεντροδεξιά παράταξη, με έμφαση στο δεξιά και τις συνακόλουθες αναφορές στη θρησκεία, την οικογένεια, τον πατριωτισμό, τα εθνικά θέματα, την αντι-woke ατζέντα, το μεταναστευτικό και το δημογραφικό αλλά και όλα τα λοιπά συναφή, τι μένει από τη μαραθώνια συνέντευξη που παραχώρησε χθες ο πρώην πρωθυπουργός και προέβαλε ο ΑΝΤ1;
Η πιθανή ίδρυση ενός νέου κόμματος. Αν και δηλώνει ότι ακόμη σταθμίζει αυτό το ενδεχόμενο και ότι όταν λάβει τις αποφάσεις του θα τις εξηγήσει «καθαρά και ξάστερα στον μόνο σταθερό σύμμαχο της πορείας μου, εδώ και 50 σχεδόν χρόνια: στον ελληνικό λαό», η επίγευση της χθεσινής του τηλεοπτικής παρουσίας είναι ότι βρισκόμαστε ενώπιον ακόμη μίας ίδρυσης κόμματος εκ μέρους του.
Υπό τις παρούσες, δε, συνθήκες αδυναμίας του κυβερνώντος κόμματος να εξασφαλίσει αυτοδυναμία στις επικείμενες εκλογές, τουλάχιστον σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις και της αντίστοιχης αδυναμίας της αντιπολίτευσης να εμφανίσει μία πειστική και βιώσιμη πρόταση διακυβέρνησης, βελτιώνοντας έτσι τις επιδόσεις της στο ερώτημα της «πρόθεσης ψήφου», είναι σχεδόν βέβαιον ότι οδηγούμεθα σε μία περίοδο πιθανώς προεκλογικών αλλά βεβαίως και μετεκλογικών πολιτικών διεργασιών ή και πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων για την ανάδειξη της νέας κυβέρνησης του τόπου.
Σε αυτή τη διαδικασία, ο κ. Σαμαράς χθες «έπιασε στασίδι» ή μάλλον θα πιάσει, με την επίσημη ανακοίνωση του κόμματός του, «Νέα Αρχή» ή όπως αλλιώς θα λέγεται, εάν το αποτέλεσμα της παραπάνω στάθμισης είναι όντως καταφατικό ως προς αυτό.
Ακόμη και αν το 16% που δηλώνει ότι δίνει στο -εισέτι μη ιδρυθέν - κόμμα του μία εκ των δημοσκοπήσεων φαίνεται σχετικώς αισιόδοξο, ας μην αμφιβάλλουμε ότι ο πολιτικός φορέας του οποίου θα ηγηθεί δύναται να εξασφαλίσει ένα μονοψήφιο -ενδεχομένως και διψήφιο- ποσοστό της προτίμησης του εκλογικού σώματος και άρα να εισέλθει στη Βουλή. Στιγμή κατά την οποία αυτοδικαίως θα εισέλθει και στη διελκυστίνδα των διερευνητικών εντολών και των ενδεχόμενων συζητήσεων για κυβέρνηση συνεργασίας.
Προ της ιδίας διαδικασίας, εξάλλου, εμφανίζεται να βρίσκεται και ο φίλτατος Α. Τσίπρας, με τη φερόμενη ως επικείμενη ίδρυση και του δικού του πολιτικού φορέα, ώστε να συμμετάσχει και αυτός σε ακριβώς την ίδια διαδικασία «παζαρέματος» για την εξουσία. Υπ’ αυτό το πρίσμα αλλά και ως απόρροια του πολιτικού παρελθόντος μεταξύ των δύο ανδρών, είναι απολύτως κατανοητά τα βέλη που εξαπέλυσε χθες ο επίσης φίλτατος Σαμαράς κατά του Α. Τσίπρα. Αυτό, όμως, είναι μία άλλη ιστορία.
Το ερώτημα που προκύπτει από τη σημερινή ιστορία αφορά κυρίως τις επιδόσεις τις οποίες πλέον μπορεί να προσδοκά το κυβερνών κόμμα και οι παρόντες ένοικοι του Μ. Μαξίμου από την επόμενη κοινοβουλευτική αναμέτρηση και βεβαίως, ποιο θα είναι το μέλλον των πολιτικών δυνάμεων που κείνται δεξιότερα της ΝΔ, σε περίπτωση που όντως υλοποιηθεί το κόμμα Σαμαρά, καθώς εκτιμάται ότι θα «απορροφηθούν» σε μεγάλο βαθμό από αυτό. Τουλάχιστον σε επίπεδο εκλογικού σώματος, αν όχι και κομματικών σχηματισμών.
Όπως επίσης προκύπτει ένα μεγάλο ερώτημα -το οποίο και πάλι δεν είναι της παρούσης- ως προς τη σύνθεση και άρα και την κατεύθυνση ενός πιθανού σχήματος συνασπισμού και τις -επερχόμενες, σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις- διεργασίες περί τα εθνικά θέματα, ιδίως εκείνα που σχετίζονται με τη γείτονα.
Μέχρι στιγμής, πάντως, το μόνο απολύτως σαφές είναι ότι το «τραπέζι» στήνεται. Τόσο στο πολιτικό πεδίο όσο και στα εθνικά, εάν κρίνουμε εξ όσων διημείφθησαν την προηγουμένη εβδομάδα στο Ζάππειο Μέγαρο και το ενεργειακό φόρουμ το οποίο διεξήχθη εκεί.