Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Γραφείο Βουλής: Αποσπασματικές οι μεταρρυθμίσεις

Πρόοδος στο δημοσιονομικό μέτωπο αλλά αποσπασματικές, ελλιπείς και χωρίς σαφή κριτήρια οι μεταρρυθμίσεις. Η πόλωση του πολιτικού κλίματος θέτει σε κίνδυνο την επιστροφή στην ανάπτυξη. Προσοχή στην έξοδο στις αγορές. Όλη η έκθεση.

Γραφείο Βουλής: Αποσπασματικές οι μεταρρυθμίσεις

Την σημαντική πρόοδο που έχει επιτύχει η χώρα, αλλά και τα προβλήματα που προκύπτουν από τον αποσπασματικό και ελλιπή χαρακτήρα με τον οποίο έχουν δρομολογηθεί οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις καταγράφει στην τριμηνιαία έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. 

Η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο, τονίζει, υπογραμμίζοντας τη σημαντική βελτίωση στους δημοσιονομικούς δείκτες, μέσα σε ένα περιβάλλον αβεβαιοτήτων και με υψηλό κοινωνικό κόστος. Η δημοσιονομική σταθεροποίηση έχει συμβάλει στη μείωση της αβεβαιότητας και τη βελτίωση επιχειρηματικού κλίματος και έχει εδραιώσει τη θέση της χώρας μας στην ευρωζώνη.

Ωστόσο, όπως αναφέρει η έκθεση, ενώ η δημοσιονομική προσαρμογή, δηλαδή ο πρώτος πυλώνας του προγράμματος, χαρακτηρίζεται από σημαντική πρόοδο, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τον δεύτερο πυλώνα που είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές σχετίζονται με τις ριζικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του κράτους, στη γραφειοκρατία, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, στην αγορά, στη δικαιοσύνη, στην παιδεία, στην πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής.

«Μολονότι αναγνωρίζουμε την πρόοδο που έχει επιτευχθεί σε πολλούς επιμέρους τομείς, όπως άλλωστε αυτό αντανακλάται στη βελτίωση της θέσης της χώρας μας στις διεθνείς κατατάξεις, θεωρούμε ότι ο χαρακτήρας των μεταρρυθμίσεων είναι ελλιπής, περιστασιακός και αποσπασματικός. Για παράδειγμα, ο στόχος της εσωτερικής υποτίμησης επιδιώχθηκε σχεδόν αποκλειστικά μέσω των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και κυρίως με τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας ενώ αγνοήθηκε (ή δεν επιδιώχθηκε επιτυχώς) η ταυτόχρονη μεταρρύθμιση στην αγορά αγαθών. Έτσι οι τιμές δεν έπεσαν επαρκώς, ένα μικρό μέρος της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας διαβρώθηκε από την ανατίμηση του ευρώ και το βιοτικό επίπεδο των καταναλωτών μειώθηκε δραματικά.

Η αναντιστοιχία ουσιαστικής προόδου στον τομέα των μεταρρυθμίσεων σε σχέση με τον δημοσιονομικό τομέα, είχε σαν αποτέλεσμα τη διαφαινόμενη σταθεροποίηση μεν της οικονομίας, με ταυτόχρονη όμως εξασθένιση των μακροχρόνιων προοπτικών για ανάκαμψη, τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και τη διόγκωση της ανεργίας σε πρωτοφανή επίπεδα: προβλήματα τα οποία μπορούν να εξελιχθούν σε κινδύνους για την μετέπειτα πορεία της χώρας.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού τονίζει ότι οι μεταρρυθμίσεις του προγράμματος προχωρούν μεν έστω και αργά, πλην όμως επιλεκτικά, με ανακολουθίες, αμφιταλαντεύσεις και χωρίς σαφή κριτήρια ως προς την κατανομή των βαρών. Αυτό, σημειώνει, θα μπορούσε να αποδοθεί τόσο στη στάση της κοινής γνώμης όσο και στην ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Το "αγκάθι" της εξόδου στις αγορές 

Όπως αναφέρει η έκθεση, η επιδιωκόμενη άμεση έξοδος στις αγορές για νέα δάνεια, έχει μεν κάποια λογική, πλην όμως θα επιβαρύνει τη δημοσιονομική προσαρμογή τα επόμενα χρόνια για έναν απλό λόγο: Τα επιτόκια θα είναι πολύ υψηλότερα από εκείνα που θα μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθεροποίησης (ΕΜΣ).

Επιπλέον, τονίζει, ο δανεισμός από τις αγορές συνδέεται με μικρότερη περίοδο ωρίμανσης και αυτό συνεπάγεται βραχυχρόνια, αυξημένες χρηματοδοτικές ανάγκες δεδομένου ότι δεν προβλέπεται να υπάρξει και περίοδος χάριτος.

Οι αβεβαιότητες 

Άλλες αβεβαιότητες, τονίζει η έκθεση, σχετίζονται με την πολιτική σταθερότητα. Η ενδιάμεση έκθεση της ΤτΕ για τη νομισματική πολιτική αναφέρει ότι το πολιτικό κλίμα, που παρουσιάζει στοιχεία πόλωσης, δημιουργεί προβλήματα σε μια περίοδο μάλιστα που απαιτούνται ευρύτερες συναινέσεις στο εσωτερικό.

Με άλλα λόγια, τονίζει, διακυβεύεται η επιστροφή στην ανάπτυξη. Η πολιτική αντιπαράθεση μπορεί μάλιστα να οξυνθεί τους επόμενους μήνες λόγω των επικείμενων εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Στην ευρωπαϊκή συζήτηση το ζήτημα μιας ελάχιστης εσωτερικής συναίνεσης συνδέεται προφανώς με την ανάγκη για συνέχεια των βασικών στοιχείων της οικονομικής πολιτικής τουλάχιστον τα επόμενα δύο χρόνια. Εξάλλου, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι ευρύτατες μεταρρυθμίσεις, όπως αυτές που απαιτούνται στη χώρα μας, απαιτούν και ευρύτατες κοινωνικές συναινέσεις.

Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι δύο, τονίζει η έκθεση: Μπορεί η κυβέρνηση να προτείνει αλλαγές στην τρέχουσα πολιτική -χωρίς να εγκαταλείψει τη γενική κατεύθυνση- που να απαντούν στις ανησυχίες και την κριτική της αξιωματικής κυρίως αντιπολίτευσης αλλά και Ευρωπαϊκών και Διεθνών θεσμών (πχ. Ευρωκοινοβούλιο, ΔΝΤ, κλπ.) χωρίς να εξαιρέσουμε και την συζήτηση που διεξάγεται στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής κοινότητας;

Και, από την άλλη πλευρά, μπορεί η αξιωματική αντιπολίτευση να αποδεχθεί συγκλίσεις με βάση τη διακηρυγμένη θέση της ότι δεν επιδιώκει την έξοδο της Ελλάδας από τη Ζώνη του Ευρώ;

Η εμπειρική έρευνα βρίσκει ότι υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα σε οικονομική και πολιτική σταθερότητα. Η βαθιά ύφεση εντείνει την κοινωνική αναταραχή και αυτή ασκεί πιέσεις στην πολιτική μέσα από πολλούς διαύλους. Και είναι γεγονός ότι η βαθιά ύφεση οξύνει τα κοινωνικά προβλήματα: η ανεργία έχει αναρριχηθεί σε απαράδεκτα ύψη, η ανασφάλεια διογκώθηκε, η φτώχεια το ίδιο και οι ανισότητες διευρύνονται.

Αυτό είναι το κοινωνικό-οικονομικό υπόβαθρο της πολιτικής πόλωσης και εκεί πρέπει να συγκροτηθούν κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις για να αναζητηθούν λύσεις, καταλήγει.

 

 

 

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v