Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η ακινησία κοστίζει στην οικονομία

Η κατάσταση στην αγορά και στην οικονομία εξομαλύνεται, ωστόσο οι ουσιαστικές κινήσεις απουσιάζουν. Γιατί δεν επιβεβαιώνεται η λογική του πιεσμένου ελατηρίου. Οι τράπεζες, ο χαμένος χρόνος και οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν.

Η ακινησία κοστίζει στην οικονομία

Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι γενικά η κατάσταση στην οικονομία και στην αγορά είναι σε πολύ καλύτερη φάση απ’ ό,τι πριν από 2 ή 3 χρόνια. Όμως, η εικόνα, η αίσθηση αυτή, όσο και να δίνει πόντους στην αισιοδοξία ότι τα καλύτερα έρχονται, είναι παραπλανητική σε ένα σημαντικό σημείο: λείπει η θρυαλλίδα που θα δώσει ουσιαστική ώθηση στην ανάπτυξη που θα διαχυθεί και θα αφορά όλους ή όσο το δυνατόν περισσότερους. Με αυτήν την έννοια, ο χρόνος είναι διπλά πολύτιμος και οι κινήσεις σε συγκεκριμένα μέτωπα πρέπει να είναι σύντονες και αποφασιστικές.

«Το φετινό καλοκαίρι έχει μια ιδιαιτερότητα σε σύγκριση με τα προηγούμενα των τελευταίων οκτώ ετών: Ο κόσμος θα κάνει σχετικά ήσυχες διακοπές, χωρίς να περιμένει ένα "κρίσιμο φθινόπωρο" ή έναν "καυτό χειμώνα". Ποιος δεν θυμάται την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου να επιβάλει το περιβόητο χαράτσι στα ακίνητα Σεπτέμβριο μήνα κατά τη διάρκεια της ΔΕΘ ή την κυβέρνηση Τσίπρα που ψήφισε το τρίτο μνημόνιο λίγο πριν από τον Δεκαπενταύγουστο; Αντίθετα, το φετινό καλοκαίρι θα είναι πολύ πιο ήρεμο. Για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια δεν θα μας απασχολεί πότε θα κλείσει η αξιολόγηση και πότε θα εισπράξουμε την επόμενη δόση. Δεν συζητάμε επίσης για το αν θα επιτευχθούν τα απαιτούμενα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα ή για ενδεχόμενα συμπληρωματικά φορολογικά μέτρα.

Αντίθετα, η προσεχής ΔΕΘ θα συνδεθεί με προεκλογικού τύπου υποσχέσεις για φοροαπαλλαγές και διαφόρων ειδών κοινωνικά μερίσματα, τη στιγμή που το Δημόσιο έχει αρκετά διαθέσιμα, έτσι ώστε να μην αγωνιά για την άμεση χρηματοδότησή του».

Αυτά δήλωσε γνωστός παράγοντας της αγοράς προκειμένου να δείξει τη σταδιακή επιστροφή της οικονομίας στην ομαλότητα, προσθέτοντας όμως και έναν ακόμη λόγο που τον κάνει πιο αισιόδοξο: «Θυμάμαι προ δύο ετών, υψηλόβαθμο τραπεζικό στέλεχος να συναντιέται με επιχειρηματία που όφειλε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ και να τον απειλεί πως μετά τις διακοπές του Αυγούστου θα του έπαιρνε την εταιρεία αν δεν έβαζε το χέρι στην τσέπη.

Τελικά, επρόκειτο για μια από τις τόσες απειλές που είχαν εκτοξευθεί χωρίς αντίκρισμα, καθώς το συγκεκριμένο μέτωπο παραμένει ανοιχτό έως και τώρα. Η μεγάλη διαφορά είναι πως σήμερα οι τράπεζες έχουν ξεκινήσει να τρέχουν με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα σε σχέση με το παρελθόν την υπόθεση των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων, εξετάζοντας το θέμα σε πιο ρεαλιστική βάση, δεχόμενες να φορτωθούν μεγαλύτερα κουρέματα και γνωρίζοντας πως το βασικό ζητούμενο είναι να μπει φρέσκο χρήμα στα ταμεία τους και να αποκατασταθεί η ομαλότητα στην αγορά. Άκουσα φίλο διευθύνοντα σύμβουλο εισηγμένης εταιρείας, που ενδιαφέρεται να εξαγοράσει μια υπερχρεωμένη επιχείρηση, πως είναι πολύ πιθανόν να τον αναγκάσουν οι τράπεζες να επιστρέψει από τις διακοπές του μέσα στον Αύγουστο προκειμένου να υπογράψουν. Γενικότερα πιστεύω πως, έστω με καθυστερήσεις και λάθη, το νερό έχει αρχίσει να μπαίνει στο αυλάκι και πως η οικονομική ομαλότητα έχει αρχίσει σταδιακά να επανέρχεται».

Τα δύσκολα σημεία

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, δεν φαίνεται να επιβεβαιώνονται μέχρι τώρα όσοι υποστηρίζουν πως η Ελλάδα έχει μπει σε μια μακροχρόνια φάση ισχυρής ανάπτυξης, καθώς η οικονομία αναμένεται να λειτουργήσει με τη λογική του πιεσμένου ελατηρίου και η χώρα θα εκμεταλλευθεί τα σημαντικά της συγκριτικά πλεονεκτήματα.

Έτσι, όσο κι αν λέγεται πως από τον προσεχή Αύγουστο η ελληνική οικονομία μπαίνει σε μια νέα εποχή (τη μεταμνημονιακή), οι αγορές μπορεί βέβαια να δείχνουν πως δεν ανησυχούν, αλλά από την άλλη πλευρά δεν δείχνουν και να πανηγυρίζουν. Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων βρίσκονται περίπου στα επίπεδα των αρχών του έτους, ενώ ο πολύ χαμηλός όγκος των συναλλαγών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας αποδεικνύει πως οι ξένοι θεσμικοί… δεν στριμώχνονται για να αγοράσουν ελληνικές μετοχές. Επίσης, οι αναλυτές έχουν περιορίσει για φέτος τις προβλέψεις τους για το μέγεθος της ανάπτυξης, μιλώντας πλέον για μια αύξηση του ΑΕΠ μεταξύ του 1,5% και του 2%, αρκετά χαμηλότερα από τις προβλέψεις του προϋπολογισμού.

Επιπλέον, όλοι αντιλαμβάνονται πως η πολυετής κρίση μπορεί τυπικά να έχει περάσει (η οικονομία επιτυγχάνει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης), αλλά σε κάθε περίπτωση θα έχει και τα… απόνερά της. Στην Κύπρο για παράδειγμα, που φέτος διάγει το τρίτο κατά σειρά έτος με ισχυρή ανάπτυξη, ο δείκτης του δημόσιου χρέους ανέβηκε κατά 13 μονάδες (στο 110%) λόγω της κίνησης του κράτους να εξυγιάνει τη Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα.

Στην Ελλάδα τώρα, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει μια νέα (εθελοντική έστω) αύξηση κεφαλαίου μέσα στο 2019 από τις συστημικές τράπεζες, με τη χρηματιστηριακή αγορά να δείχνει πως ήδη έχει προεξοφλήσει σε μεγάλο βαθμό μια τέτοια κίνηση. Πονοκέφαλο επίσης προκαλεί και η υπόθεση της ΔΕΗ, καθώς εκεί θα πρέπει να ληφθούν σοβαρές πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις σε ένα… μάλλον προεκλογικό κλίμα. Και αυτό το ζήτημα έχει αποτυπωθεί στο ταμπλό του Χ.Α., με τη μετοχή της ΔΕΗ να έχει υποχωρήσει κατά 70% την τελευταία πενταετία και την τρέχουσα αποτίμηση της Επιχείρησης να περιορίζεται κοντά ή και χαμηλότερα από τα 450 εκατ. ευρώ…

Μια άλλη ανησυχία είναι μήπως από το 2019 αρχίσει να διαφοροποιείται ένα πολύ θετικό εξωτερικό περιβάλλον που είχε δημιουργηθεί κατά τα τελευταία χρόνια για την ελληνική οικονομία. Υπάρχουν για παράδειγμα οι ανησυχίες από ορισμένους πως ο τουρισμός δεν θα μπορέσει του χρόνου να επαναλάβει τις φετινές του επιδόσεις, λόγω και της ομαλοποίησης της κατάστασης σε άλλες ανταγωνιστικές αγορές, όπως η Τουρκία και η Αίγυπτος. Επίσης, πολλοί επιχειρηματίες δεν θα έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι το σενάριο ανάκαμψης του ευρώ έναντι του δολαρίου, καθώς πιστεύουν πως η πολιτική Ντράγκι για πιο χαλαρό ευρώ τους έχει ευνοήσει σημαντικά.

Ο χαμένος χρόνος

Ωστόσο, ο μεγαλύτερος φόβος είναι μήπως αρχίσει να περιορίζεται η μεγάλη υπάρχουσα διεθνής ρευστότητα που επιτρέπει σε μια σειρά από funds να ανιχνεύουν και συχνά να επενδύουν στην Ελλάδα. «Το κακό για την Ελλάδα είναι ότι καθυστέρησε πολύ και, όλα αυτά τα χρόνια όπου… έβρεχε επενδυτικό χρήμα από το εξωτερικό, άλλοτε ψαχνόταν για το ποιο νόμισμα θα υιοθετήσει και άλλοτε οι τράπεζες δεν δέχονταν να ακούσουν προτάσεις εξαγοράς εταιρειών που μιλούσαν για κουρέματα. Ο φόβος είναι μήπως τώρα που εμείς δείχνουμε να βάζουμε μυαλό, αλλάξουν τα πράγματα στον έξω κόσμο. Συνεχίζουμε να καθυστερούμε για παράδειγμα την επένδυση στο Ελληνικό, χωρίς παράλληλα να σκεφτόμαστε αν σε κάποια χρόνια από σήμερα η διεθνής κατάσταση θα επιτρέπει την προσέλκυση τόσων δισ. ευρώ, προκειμένου αυτά να τοποθετηθούν στη συγκεκριμένη επένδυση.

Τέλος, ένας μόνιμος κίνδυνος για τη χώρα είναι ο πολιτικός ή, καλύτερα, ο μικροπολιτικός. Το οξύμωρο είναι πως την ίδια περίοδο που τα μεγαλύτερα κόμματα συμφωνούν στα βασικότερα σημεία (π.χ. ευρωπαϊκός προσανατολισμός, παραμονή στο ευρώ, ανάγκη για προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, θετικά δημοσιονομικά μεγέθη) επικρατεί στη χώρα ένα οξύτατο πολιτικό κλίμα, ικανό να προκαλέσει ζημιά ανά πάσα στιγμή στη χώρα και στην οικονομία της».

Η ώρα του stock picking

Σ’ αυτό το ιδιαίτερα σύνθετο κλίμα, ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν πως σε ένα διεθνές περιβάλλον στο οποίο σπανίζουν οι επενδυτικές ευκαιρίες, τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία (assets) μπορούν να αποδειχτούν επικερδή σε βάθος χρόνου.

Οι… οπαδοί των κρατικών και των εταιρικών ομολόγων θεωρούν πως μετά την επιτυχημένη περίοδο 2013-2017, το 2018 θα εξελιχθεί σε μια ακόμη χρονιά που θα τους αποφέρει κέρδη. Και σε ό,τι αφορά το Χ.Α., υποστηρίζουν πως όπως «ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει», έτσι και δεν μεταβάλλεται η επιτυχημένη συνταγή των τελευταίων ετών: επιλογή υγιών και υποσχόμενων εταιρειών με μεσομακροπρόθεσμη προοπτική».

«Ανάπτυξη χωρίς δυναμική στην Ελλάδα»

Με αφορμή την εκπνοή του τρίτου προγράμματος προσαρμογής στις 20 Αυγούστου, το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW) του Βερολίνου δημοσίευσε έκθεση για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, η οποία δείχνει ότι τα επόμενα χρόνια η ανάπτυξη θα είναι χωρίς δυναμική.

Στην έκθεση τονίζεται ότι οι μεταρρυθμίσεις επικεντρώθηκαν κυρίως στην απορρύθμιση της αγοράς εργασίας αντί να δημιουργήσουν ένα κλίμα φιλικό για επενδύσεις, καταπολεμώντας παράλληλα τη γραφειοκρατία και συνδέοντας τους τομείς της παιδείας και της έρευνας με την οικονομία.

Αναφερόμενη στις εξελίξεις και τις προοπτικές της ιδιωτικής οικονομίας η έκθεση του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου αναφέρει ότι η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ) μειώθηκε από το ξεκίνημα της κρίσης μέχρι το 2014 κατά 42%. Παρά την ανάκαμψη των τελευταίων ετών, εξακολουθεί να βρίσκεται 38% χαμηλότερα από το 2008, δηλαδή προ κρίσης. Κατά συνέπεια ο επικεφαλής συντάκτης της έκθεσης, ο οικονομολόγος Αλέξανδρος Κρητικός, δήλωσε στην παρουσίαση στο Βερολίνο ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί τα επόμενα χρόνια μόλις κατά 1%-2%.

Σύμφωνα με το DIW, δύο τομείς είναι σε θέση να συμβάλουν μελλοντικά στην ανάπτυξη. Η ελληνική οικονομία διαθέτει γρήγορα αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις κυρίως στον τομέα των Logistics, αλλά και της παροχής υπηρεσιών στον τομέα της πληροφορικής.

Όπως μετέδωσε η Deutsche Welle, η έκθεση του γερμανικού ινστιτούτου τονίζει ότι η Ελλάδα διαθέτει ένα ισχυρό σύστημα παιδείας και έρευνας, τα οποία ωστόσο σπανίως αξιοποιούνται από νεοφυείς εταιρίες ή μεγάλες επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, ενώ ο αριθμός επιστημονικών δημοσιεύσεων είναι μεγάλος, ο αριθμός καταθέσεων ευρεσιτεχνίας βρίσκεται 86% κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο!

Οι όποιες δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας δεν είναι ωστόσο σε θέση να αποδώσουν χωρίς το κατάλληλο πλαίσιο που είναι σε θέση να παράσχει η ελληνική κυβέρνηση με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να τονωθεί η προσφορά. Η έκθεση παρατηρεί εκτός αυτού ότι το ελληνικό Δημόσιο οφείλει να στηρίξει την ανάπτυξη εταιριών, με ριζικές μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση, τη δικαιοσύνη και το φορολογικό σύστημα.

Ο οικονομολόγος, Αλέξανδρος Κρητικός, δήλωσε στο Βερολίνο ότι «Η κρίση χαρακτηρίζεται συχνά ως ευκαιρία για μια νέα αρχή. Με την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος όμως σταματούν οι πιέσεις για μεταρρυθμίσεις. Δυστυχώς η ελληνική κυβέρνηση απέτυχε να αξιοποιήσει την κρίση ως ευκαιρία για να θέσει τα θεμέλια για μια βιώσιμη ανάπτυξη. Σε περίπτωση που η χώρα εκμεταλλευόταν τις υπάρχουσες δυνατότητες, θα ήταν εφικτή μια οικονομική ανάπτυξη έως και 5%».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v