Το εάν η Ευρώπη θα καταφέρει τελικά να επιστρέψει στην ανάπτυξη το 2026 εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη Γερμανία, μεταδίδουν οι Financial Times.
Συγκεκριμένα το Βερολίνο σχεδιάζει να δαπανήσει περίπου 1... τρισ. ευρώ στην άμυνα και τις υποδομές, κάτι που αναμένεται να τονώσει την οικονομία της χώρας. Καθώς όμως η Γερμανία αποτελεί τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, τυχόν ανάκαμψη της πρώτης, θα επιδρούσε θετικά στο μπλοκ γενικότερα.
Σύμφωνα με έρευνα των Financial Times, η ανάπτυξη στην Eυρωζώνη αναμένεται να επιβραδυνθεί κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες το 2026, υποχωρώντας στο 1,2%, πριν επανέλθει στο 1,4% το 2027. Η εκτίμηση αυτή συμπίπτει σε γενικές γραμμές με τις τελευταίες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Αξίζει να αναφερθεί ωστόσο ότι τα δεδομένα αυτά αποτελούν απλώς εκτιμήσεις και όχι αδιάψευστα στοιχεία. Στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζεται ότι πέρυσι οι οικονομολόγοι προέβλεψαν ανάπτυξη 0,9% για το 2025, η οποία τελικά έφτασε το 1,4%.
Η εξέλιξη αυτή εκλήφθη μεν θετικά, ωστόσο διίστανται οι απόψεις για το κατά πόσο τα καλύτερα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα που σημείωσε η ΕΕ, θα αξιοποιηθούν ως μοχλός για την τόνωση των οικονομιών της Ένωσης ή απλώς ως «μαξιλαράκι» για την αντιμετώπιση των κρίσεων από το εξωτερικό.
Οι πιο αισιόδοξοι κρίνουν ότι η ανθεκτικότητα που υπέδειξε φέτος η ευρωπαϊκή οικονομία θα ενισχυθεί περαιτέρω από τις πρόσθετες δημοσιονομικές δαπάνες, κυρίως του Βερολίνου, που αναμένονται το 2026.
Όσον αφορά τον πληθωρισμό, οι αναλυτές συμφωνούν ότι η ΕΚΤ θα επιτύχει τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% το 2027, αν και εκτιμούν ότι ο τελευταίος θα υποχωρήσει ελαφρώς στο 1,9% το 2026.
Ακόμη αναμένουν ότι η ΕΚΤ θα διατηρήσει το βασικό επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων αμετάβλητο στο 2% μέχρι το τέλος του 2026, ενώ μέχρι το τέλος του 2027, οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι θα φράσει το 2,25%.
Οι σκεπτικιστές
Δεν είναι όλοι πεπεισμένοι ότι το Βερολίνο μπορεί να καταφέρει να υλοποιήσει το φιλόδοξο πακέτο των επενδύσεων που εχει εξαγγείλει.
Οι σκεπτικιστές προειδοποιούν ότι η Γερμανία θα καταλήξει τελικά δαπανά τα χρήματα στην κοινωνική πρόνοια αντί να επενδύει στους τομείς που υποσχέθηκε. Παράλληλα αναφέρουν ότι ακόμη και αν δαπανήσει μεγάλα ποσά για την άμυνα, αυτά ενδεχομένως να έχουν περιορισμένο αντίκτυπο στην ανάπτυξη.
«Πιέζεται» η Ευρώπη
Την ίδια στιγμή η ευρωπαϊκή βιομηχανία πιέζεται από τους δασμούς του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και τον εντεινόμενο ανταγωνισμό από την Κίνα με τους Ευρωπαίους καταναλωτές να εμφανίζονται ολοένα και πιο απρόθυμοι να προχωρήσουν σε αγορές.
Ενώ οι αμερικανικοί δασμοί «μέχρι στιγμής δεν έχουν επηρεάσει σημαντικά την ανάπτυξη της Ευρωζώνης», «ίσως να έχουμε δει μόνο την κορυφή του παγόβουνου», είπε χαρακτηριστικά ο οικονομολόγος της HSBC για την ευρωζώνη, Φάμπιο Μπαλμπόνι,
Η Apolline Menut, οικονομολόγος στην γαλλική εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων Carmignac, προειδοποίησε επίσης για τον αντίκτυπο των κινεζικών εξαγωγών που απειλεί να «υποβαθμίσει περαιτέρω» την ευρωπαϊκή βιομηχανία.
Μεγάλη ανησυχία προκαλεί επίσης και αυτό που ορισμένοι περιγράφουν ως «φούσκα τεχνητής νοημοσύνης» στις αμερικανικές αγορές μετοχών, η οποία αν σκάσει θα έχει αντίκτυπο και στην Ευρώπη.
Οι απότομες πτώσεις των αμερικανικών μετοχών και του δολαρίου θα «αντηχούσαν και στην Ευρώπη», ενδεχομένως ωθώντας προς τα πάνω το κόστος δανεισμού για κυβερνήσεις και εταιρείες, προειδοποίησε ο Christian Schulz, επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz Global Investors.
«Ο κίνδυνος μιας οικονομικής κρίσης που θα επηρεάσει την οικονομία των ΗΠΑ και τους χρηματοπιστωτικούς τομείς και τις οικονομίες άλλων χωρών είναι υψηλός», πρόσθεσε και ο ο John Llewellyn, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ και εταίρος στην συμβουλευτική εταιρεία Independent Economics.
Ωστόσο, ορισμένοι οικονομολόγοι ρίχνουν φως σε πιο αισιόδοξα σενάρια, που ίσως λάβουν χώρα τον επόμενο χρόνο, συμπεριλαμβανομένου ενός πιθανού τερματισμού του πολέμου στην Ουκρανία. Εάν μια ειρηνευτική συμφωνία ήταν «αξιόπιστη και όχι δυσμενής για την Ουκρανία», θα μπορούσε «να μειώσει σημαντικά την γεωπολιτική αβεβαιότητα», υποστήριξε ο Christophe Boucher, επικεφαλής επενδύσεων στην ABN AMRO Investment Solutions.
Αν αυτό συμβεί οι τιμές της ενέργειας θα μπορούσαν να μειωθούν, ενώ οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα αυξάνονταν. Σε συνδυασμό με τα δημοσιονομικά κίνητρα από τα κυβερνητικά προγράμματα δαπανών και μια πιθανή αντιστροφή των υψηλών ποσοστών αποταμίευσης των νοικοκυριών, αυτό θα μπορούσε ακόμη και να πυροδοτήσει μια «ευρωπαϊκή αναγέννηση», δήλωσε ο Reinhard Cluse, οικονομολόγος της UBS.