Θα πρέπει να προκάλεσε εντύπωση στα ευρωπαϊκά διοικητικά συμβούλια, όταν ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς είπε στις επιχειρήσεις την περασμένη εβδομάδα πως είναι στο δικό τους χέρι να διαχειριστούν τη μείωση του κινδύνου από την Κίνα.
Οι πολυεθνικές εδώ και χρόνια έχουν «κουφαθεί» από μια κακοφωνία αντικρουόμενων προτροπών από τις κυβερνήσεις της ΕΕ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον Λευκό Οίκο του Τζο Μπάιντεν και την κυβέρνηση του Σι Τζινπίνγκ -οι τελευταίες υποστηρίζονται από ολοένα και περισσότερες ανοικτές επιδοτήσεις-, που τις συμβουλεύουν πού να επενδύσουν.
Τα λόγια του Σολτς -που μοιάζουν εντυπωσιακά με όσα είπε μία εβδομάδα νωρίτερα σε στελέχη γερμανικών εταιρειών ο πρωθυπουργός της Κίνας Λι Κιάνγκ- ήταν οπωσδήποτε υποκριτικά. Ακόμα και σε λιγότερο τεταμένες εποχές, οι εξαιρετικά πολιτικοποιημένες εμπορικές διαμάχες σημαίνουν πως οι επιχειρηματικές και οι πολιτικές αποφάσεις σε ορισμένους τομείς είναι αλληλένδετες, ιδιαίτερα στη Γερμανία, δεδομένης της ισχυρής σχέσης κυβέρνησης-επιχειρήσεων-εργατικών συνδικάτων.
Και στις μέρες μας, οι επιταγές της εθνικής και οικονομικής ασφάλειας αυξάνονται. Ορισμένα τμήματα της γερμανικής βιομηχανίας, ιδίως, είναι ήδη βαθιά προσηλωμένες σε ένα μοντέλο δέσμευσης με την Κίνα, τόσο ώστε να μην μπορούν να μην ξοδέψουν πολιτικό κεφάλαιο υποστηρίζοντας ότι το εμπόριο και οι επενδύσεις πρέπει να παραμείνουν ανοιχτές. Απρόθυμα, θα πρέπει μάλλον να τους ευχηθούμε τουλάχιστον λίγη τύχη. Αλλά μαζί με αυτό πρέπει να έρθει και μια πιο διορατική άποψη για την οικοδόμηση μιας ποικιλόμορφης και ανταγωνιστικής οικονομίας.
Οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε ευαίσθητους τομείς όπως οι ημιαγωγοί υψηλής τεχνολογίας, μπορεί να μην επιθυμούν την απεμπλοκή από την Κίνα -η αμερικανική εταιρεία τσιπ Nvidia προειδοποίησε πρόσφατα για το κόστος της αποσύνδεσης-, αλλά όσοι εκτίθενται στις καταναγκαστικές δυνάμεις της αμερικανικής κυβέρνησης, ακόμη και όσοι βρίσκονται στην Ευρώπη, δεν έχουν πολλές επιλογές.
Την περασμένη εβδομάδα, η ολλανδική κυβέρνηση ανακοίνωσε το νέο καθεστώς ελέγχου των εξαγωγών για τον εξοπλισμό ημιαγωγών που η Ουάσιγκτον την εξανάγκασε να υιοθετήσει. Δημιουργώντας μια κατά περίπτωση απαίτηση αδειοδότησης, ουσιαστικά αναγκάζει κάθε συμφωνία εξαγωγής της ολλανδικής εταιρείας κατασκευής μηχανημάτων για τσιπ ASML με μια κινεζική οντότητα να περάσει τη δοκιμασία της αμερικανικής κυβέρνησης, η οποία μπορεί να θεωρήσει την πώληση ως απειλή για την εθνική ασφάλεια.
Υπάρχει μεγαλύτερο εταιρικό περιθώριο ελιγμών σε λιγότερο ευαίσθητες τεχνολογίες, όπως, ας πούμε, τα ηλεκτρικά οχήματα. Αλλά και εδώ θα είναι αδύνατο να ληφθούν επιχειρηματικές αποφάσεις, χωρίς την έντονη συμβολή της πολιτικής διαδικασίας.
Πράγματι, αυτή τη στιγμή υπάρχει μια κλιμακούμενη συζήτηση εντός της ΕΕ σχετικά με τον ρόλο που πρέπει να δοθεί στην Κίνα στην αναπτυσσόμενη ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικών οχημάτων. Ο Τιερί Μπρετόν, ο Γάλλος επίτροπος εσωτερικών αγορών, απείλησε πρόσφατα με έρευνα αντιντάμπινγκ για τους κινέζους κατασκευαστές ηλεκτρικών οχημάτων που εξάγουν στην Ευρώπη, η οποία θεωρητικά θα μπορούσε να πλήξει και τις ευρωπαϊκές εταιρείες που πωλούν στην ΕΕ από τα κινεζικά εργοστάσιά τους. Και αν η Επιτροπή είναι πραγματικά αποφασισμένη για την αποσύνδεση, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον νέο κανονισμό της κατά των κρατικά επιδοτούμενων εταιρειών για να αποτρέψει τις κινεζικές επιχειρήσεις αυτοκινήτων από το να κατασκευάσουν εργοστάσια στην ΕΕ.
Όμως οι γερμανικές επενδύσεις στον κινεζικό τομέα αυτοκινήτων (και ιδίως της Volkswagen), τόσο για πωλήσεις στην Κίνα όσο και για εξαγωγές αλλού, σημαίνουν ότι το παραδοσιακό γερμανικό ένστικτο να αποφεύγει τις εμπορικές διαφορές και να παραμένει ανοικτή η χώρα προς την Κίνα παραμένει -παρόλο που η κυβέρνηση συνασπισμού του Σολτς απομακρύνεται από την ευθυγράμμιση της προκατόχου του Άνγκελα Μέρκελ με το Πεκίνο.
Απρόθυμα θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η γερμανική βιομηχανία έχει πιθανώς δίκιο εδώ. Η Κίνα έχει αποκτήσει τόσο ισχυρό παγκόσμιο προβάδισμα στην τεχνολογία και την παραγωγική ικανότητα των ηλεκτρικών οχημάτων, που η προσπάθειά της να την αποκλείσει από την αγορά της ΕΕ είναι αντιπαραγωγική. Όπως έχει γράψει ο συνάδελφός μου Martin Sandbu, αν η ΕΕ θέλει να οικοδομήσει τη δική της βιομηχανία πράσινης τεχνολογίας, τότε η ενθάρρυνση της εγχώριας υιοθέτησης (όπως έκανε η Κίνα με κίνητρα για την αγορά ηλεκτρικών οχημάτων καθώς και για την παραγωγή) είναι μια καλύτερη οδός από το να προσπαθεί να απεμπλακεί από την Κίνα.
Σε κάθε περίπτωση, το «φαινόμενο της απόστασης» στο εμπόριο των ηλεκτρικών οχημάτων φαίνεται να αυξάνεται: τα αυτοκίνητα είναι πιθανό να κατασκευάζονται κοντά στον τόπο αγοράς τους, ένα καλό σημάδι για τις προοπτικές επέκτασης της παραγωγής εντός της ΕΕ.
Λέω απρόθυμα, επειδή εδώ βρισκόμαστε σε έναν κόσμο εταιρικού μερκαντιλισμού και όχι ανταγωνιστικής αγοράς, και το ευρωπαϊκό σύμπλεγμα επιχειρήσεων-κυβερνήσεων έχει επιδείξει θλιβερή έλλειψη διορατικότητας στη στροφή προς τα ηλεκτρικά οχήματα. Οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες και οι φίλοι τους στην κυβέρνηση έχουν περάσει πάρα πολύ καιρό προσπαθώντας να επεκτείνουν τη χρήση των συμβατικών κινητήρων, συμπεριλαμβανομένης της αποτυχίας να πατάξουν την πλαστογράφηση των δοκιμών εκπομπών ρύπων στο σκάνδαλο Dieselgate, αντί να αγκαλιάσουν την αλλαγή και να ενθαρρύνουν την υιοθέτηση των ηλεκτρικών οχημάτων.
Παρά τα όσα λέει ο Σολτς για σαφή διαχωρισμό μεταξύ κυβέρνησης και επιχειρήσεων, η ιδέα ότι μια εταιρεία όπως η Volkswagen λαμβάνει αποφάσεις απαλλαγμένες από την επίσημη επιρροή είναι παράλογη. Η VW είναι εν μέρει δημόσια επιχείρηση (το κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας κατέχει μερίδιο και έχει σημαντικά δικαιώματα βέτο), με ισχυρή συνδικαλιστική παρουσία και μακροχρόνια επιρροή στη γερμανική εμπορική και επενδυτική πολιτική. Υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα για την αποδυνάμωση αυτών των δεσμών, αλλά προς το παρόν δεν έχει νόημα να προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχουν.
Ορισμένοι τομείς θα βρίσκονται πάντοτε υπό μεγαλύτερη κυβερνητική επιρροή από άλλους, αλλά οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε ένα ολοένα και πιο πολιτικοποιημένο περιβάλλον πρέπει να έχουν μεγαλύτερη επίγνωση της πιθανότητας επίσημης παρέμβασης. Παίρνοντας ως παράδειγμα τα ηλεκτρικά οχήματα, η έκταση της παρέμβασης παραμένει αβέβαιη, ενώ οι αντιδράσεις των ίδιων των εταιρειών στις τεχνολογικές εξελίξεις και στις εξελίξεις της αγοράς ήταν παρελκυστικές και αντιδραστικές.
Η μείωση του κινδύνου στο εμπόριο με την Κίνα πρέπει να ξεκινάει από μια ρεαλιστική εκτίμηση του τι μπορούν και τι πρέπει να κάνουν οι κυβερνήσεις, και όχι να διαδίδει την ψευδαίσθηση ότι δεν έχουν κανένα ρόλο να διαδραματίσουν.