Αυτή η εμπειρία υπογραμμίζει το γιατί οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, οι συμμετέχοντες στην αγορά και οι επενδυτές θα πρέπει να αντιμετωπίσουν σοβαρά έναν από τους μεγαλύτερους και πιο μακροχρόνιους γεωπολιτικούς κινδύνους –μια εισβολή της Κίνας στην Ταϊβάν- και να προετοιμαστούν για αυτόν.
Στρατιωτικοί ειδήμονες στις ΗΠΑ πιστεύουν πως ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έχει πει στον κινεζικό στρατό να αναπτύξει την ικανότητα να εισβάλλει στην Ταϊβάν μέχρι το 2027, σύμφωνα με ρεπορτάζ των Financial times. Αν και μια επίθεση δεν θεωρείται από αυτούς τους ειδήμονες ως άμεσος κίνδυνος, ωστόσο ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Πητ Χέγκσεθ προειδοποίησε πρόσφατα πως «η απειλή που συνιστά η Κίνα είναι πραγματική, και θα μπορούσε να είναι άμεση».
Παρά τους κινδύνους αυτούς, δεν υπάρχει και πολλή προετοιμασία για την κρίσιμης σημασίας επίπτωση των κινεζικών εχθροπραξιών στις παγκόσμιες χρηματαγορές.
Η αστάθεια που προκάλεσαν οι δασμοί, η οποία ξεκίνησε τον Απρίλιο, θα ωχριούσε μπροστά στον τύπο του ακραίου χάους που θα μπορούσαμε να βιώσουμε αν η Ταϊβάν (η κυρίαρχη πηγή προμήθειας τσιπ υπολογιστών και άλλης κρίσιμης τεχνολογίας παγκοσμίως) αποκοπεί, και αν στην Κίνα επιβληθούν κυρώσεις και οι μετοχές της διαγραφούν από τις αμερικανικές αγορές. Σημειώστε πως η Nvidia –στυλοβάτης των αγορών και των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων 401k- εξακολουθεί να αντλεί σχεδόν το ήμισυ των πωλήσεών της από την Ταϊβάν, την Κίνα και τη Σιγκαπούρη.
Η εταιρεία μου, η οποία είναι υπεύθυνη για την παροχή ρευστότητας (market making) για πάνω από 900 δημόσιες εταιρείες στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, προβλέπει μια βραχυπρόθεσμη κατάρρευση της αμερικανικής αγοράς μετοχών έως 34% στην περίπτωση κινεζικής εισβολής στην Ταϊβάν. και μια πρόσφατη μελέτη οικονομολόγου της Federal Reserve του Σέιντ Λούις ανέφερε πως «μια τέτοια σύρραξη πιθανόν θα οδηγούσε σε φυγή προς την ασφάλεια στην αγορά περιουσιακών στοιχείων, τεράστιες διαταράξεις στο διεθνές εμπόριο, και τραπεζικά προβλήματα, και θα επιδείνωνε σε πολύ μεγάλο βαθμό υφιστάμενες δημοσιονομικές πιέσεις».
Αν και οι αναταράξεις στην αγορά από μια τέτοια σύρραξη θα ήταν αναπόφευκτες, ωστόσο η γενικότερη επίπτωση στους Αμερικάνους επενδυτές θα μπορούσε να μετριαστεί αν αρχίσουμε να σχεδιάζουμε τώρα.
Για παράδειγμα, αν υπάρχει μια εισβολή, πιθανόν θα υπάρξουν αιτήματα για διαγραφή κινεζικών εταιρειών από τα αμερικανικά χρηματιστήρια και απαγόρευση στις αμερικανικές εταιρείες να κάνουν συναλλαγές σε μετοχές από την Κίνα. Αλλά αυτός ο κίνδυνος δημιουργεί αμέσως αβεβαιότητα για τους συμμετέχοντες στη χρηματοπιστωτική αγορά.
Αν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σκοπεύουν να ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο, πρέπει να καθορίσουν το πόσο μακριά θα πρέπει να πάει μια απαγόρευση του trading κινεζικών μετοχών. Θα τελειώσει στις ακτές της Αμερικής ή θα επεκταθεί και σε οντότητες που σχετίζονται με αμερικανικές εταιρείες οι οποίες εδρεύουν στο εξωτερικό;
Δεν γνωρίζουμε επίσης το πώς μια απαγόρευση θα εφαρμόζονταν στα ETFs που περιλαμβάνουν αυτές τις εταιρείες στα υποκείμενα χαρτοφυλάκιά τους ή στα funds δεικτών που αναφέρονται στις τιμές τους. Μπορεί αυτά να μοιάζουν με μικρολεπτομέρειες στο πλαίσιο σαρωτικών οικονομικών κυρώσεων, όμως οι απαντήσεις είναι κρίσιμης σημασίας όταν η επιβολή περιλαμβάνει ουσιαστικές αστικές και ποινικές κυρώσεις για κάθε παράβαση.
Η επίπτωση που σχετίζεται με την Κίνα θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά εκτεταμένη. Οι ΗΠΑ επί του παρόντος έχουν περίπου 450 εισηγμένα equity ETFs που διατηρούν σημαντική έκθεση σε μετοχές που είναι εισηγμένες στην Κίνα.
Η Κίνα αντιπροσωπεύει σχεδόν το 30% του ύψους 8,8 τρισ. δολαρίων δείκτη MSCI Emerging Markets Index –μακράν το περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα- με την Tencent και την Alibaba να είναι οι δυο κορυφαίες κινεζικές μετοχές.
Στις 7 Μαρτίου υπήρχαν 286 κινεζικές εταιρείες εισηγμένες σε αμερικανικά χρηματιστήρια με συνολική κεφαλαιοποίηση 1,1 τρισ. δολάρια, ποσό αυξημένο κατά 250 δισ. δολάρια από την αρχή του 2024, σύμφωνα με την σινοαμερικανική επιτροπή αναθεώρησης οικονομικών και ασφάλειας (US-China Economic and Security Review Commission).
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι συμμετέχοντες στην αγορά θα πρέπει επίσης να κοιτάξουν το πώς οι αγορές λειτουργούν σε καιρούς πίεσης, συμπεριλαμβανομένου του σημερινού εύρους τιμών limit up-limit down για μεμονωμένες μετοχές, των διακοπτών κυκλώματος σε ολόκληρη την αγορά και άλλων πιθανών ρυθμιστικών παρεμβάσεων που θα μπορούσαν να μετριάσουν τη μεταβλητότητα.
Αυτές οι σημαντικές προστασίες θα πρέπει να επανεξετάζονται με βάση τις πρόσφατες εμπειρίες για να διασφαλιστεί πως είναι σωστά σχεδιασμένες.
Ένα καλό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η διακομματική νομοθεσία που εισήχθη τον Μάιο με την ονομασία «Fortifying US Markets from Chinese Military Aggression Act». Το νομοσχέδιο προβλέπει τη δημιουργία συμβουλευτικής επιτροπής με εμπειρογνώμονες της χρηματιστηριακής αγοράς από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, υπό το Συμβούλιο Εποπτείας της Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, για να δημιουργηθεί ένα σχέδιο για να προστατευθούν οι αμερικανικές αγορές στην περίπτωση κινεζικής στρατιωτικής δράσης κατά της Ταϊβάν.
Χωρίς προσεκτικό σχεδιασμό και επικοινωνία, η συνολική απειλή θα μπορούσε αμέσως να «στεγνώσει» τη ρευστότητα της αγοράς ακριβώς τη στιγμή που υπάρχει η μεγαλύτερη ανάγκη γι’ αυτήν. Αλλά με αφοσιωμένη προσπάθεια τώρα, πιστεύω πως οι αμερικανικές αγορές θα αρθούν στο ύψος των περιστάσεων ακόμα και στα πιο σοβαρά γεωπολιτικά γεγονότα.
* Ο συγγραφέας είναι διευθύνων σύμβουλος της GTS, μιας εταιρείας παροχής ρευστότητας και ιδιοσυναλλακτικών συναλλαγών.