Αυτή η ευφορία στηρίζεται σε μια οικονομία που έχει αποδειχθεί εντυπωσιακά ανθεκτική, παρά τις ασυνήθιστες διακυμάνσεις που προκλήθηκαν από τις πολιτικές παρεμβάσεις. Ωστόσο, καθώς οι περισσότεροι παραδοσιακοί δείκτες αποτίμησης εκπέμπουν πλέον προειδοποιητικά σήματα, η μελλοντική πορεία εξαρτάται από την εύθραυστη ισορροπία οικονομικών και χρηματοπιστωτικών επιρροών.
Tην περασμένη εβδομάδα, ο δείκτης S&P 500 έκλεισε σε νέο ιστορικό υψηλό — το 15ο της φετινής χρονιάς — σε μια ανοδική πορεία που περιελάμβανε την ταχύτερη ανάκαμψη από διόρθωση άνω του 15%, σύμφωνα με την Goldman Sachs,. Παρότι μεγάλο μέρος των κερδών αυτών αποδίδεται σε μερικές γνωστές τεχνολογικές εταιρείες, η ευρύτερη αγορά έχει επίσης σημειώσει αξιοπρεπείς αποδόσεις.
Μεγάλο μέρος της ροής κεφαλαίων προς τις μετοχές στις ΗΠΑ αντανακλά ένα ανανεωμένο στοίχημα στην αμερικανική οικονομική υπεροχή, αν και με στενότερη εστίαση πλέον στην εταιρική Αμερική αντί για το κράτος. Πολλοί παρατηρητές μπορεί να αμφιβάλλουν για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα αυτής της αποσύνδεσης, αλλά έχει επιτρέψει στο χρηματιστήριο να αναπτύσσεται ακόμη και την ώρα που ο χρυσός -παραδοσιακό καταφύγιο σε περιόδους αστάθειας -καταγράφει διαδοχικά ρεκόρ.
Οι επενδυτές αισθάνονται άνετα με την ιδέα πως ένα εξαιρετικό «τρίπτυχο» για τις εταιρείες τεχνολογίας ειδικότερα -σταθερά κέρδη, εύκολη πρόσβαση σε χρηματοδότηση και πολύ υποσχόμενες καινοτομίες- θα προστατεύσει τις αποτιμήσεις από πιο αρνητικές δυνάμεις. Οι τελευταίες περιλαμβάνουν τη χρήση των δασμών ως όπλο. Με αυτό, οι αποτιμήσεις της αγοράς έχουν φτάσει σε επίπεδα που συνήθως απαιτούν προσοχή.
Βεβαίως, κανένας δείκτης αποτίμησης από μόνος του δεν προσφέρει μια αξιόπιστη εικόνα. Όμως, αυτό που ξεχωρίζει στο σημερινό περιβάλλον είναι η πληθώρα δεικτών που δίνουν σήμα για προσοχή.
Ο κυκλικά προσαρμοσμένος δείκτης Shiller CAPE για τον S&P 500 βρίσκεται λίγο κάτω από τις 40 μονάδες, υπερδιπλάσιος του ιστορικού μέσου όρου και κοντά στο ανώτατο σημείο της φούσκας dotcom που ήταν 44.
Ο στενότερος δείκτης τιμής προς κέρδη βρίσκεται στο 22, σημαντικά πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του, όπως και ο δείκτης τιμής προς πωλήσεις. Ο αγαπημένος δείκτης του Warren Buffett -η συνολική κεφαλαιοποίηση της αγοράς προς το ΑΕΠ- βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα και η απόδοση των μερισμάτων στις ΗΠΑ έχει πέσει σχεδόν στο 1%.
Όσοι απορρίπτουν αυτές τις προειδοποιήσεις στηρίζονται κυρίως σε δύο επιχειρήματα. Το πρώτο συνοψίζεται στο επενδυτικό ρητό «η τάση είναι φίλος σου». Οι υπέρμαχοι υποστηρίζουν ότι οι επενδυτές πρέπει να συνεχίσουν να ακολουθούν μια προσέγγιση «υψηλού ρίσκου» μέχρις ότου υπάρξουν σαφείς ενδείξεις ότι «σπάει το κύμα».
Το δεύτερο είναι πιο θεμελιώδες και βασίζεται στην τεχνολογική αισιοδοξία, ή όπως το έθεσε ο Νουριέλ Ρουμπίνι «η τεχνολογία υπερισχύει όλων»: οι καλά χρηματοδοτούμενες και δυναμικές τεχνολογικές εταιρείες θα συνεχίσουν να οδηγούν την αγορά σε ολοένα υψηλότερα επίπεδα αποτίμησης.
Όλα αυτά έρχονται σε αντίθεση με την ευρύτερη οικονομία, όπου επικρατεί μια πιο αγωνιώδης στάση αναμονής. Πρόσφατα στοιχεία υποδηλώνουν κάποια επιστροφή στις τάσεις διασποράς που ήταν εμφανείς τα προηγούμενα χρόνια: μια οικονομία σε σχήμα Κ, όπου οι πλούσιοι συσσωρεύουν περισσότερα, ενώ τα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα αντιμετωπίζουν δυσκολίες· ανάπτυξη στον τομέα των υπηρεσιών έναντι πίεσης στον τομέα της μεταποίησης· και σημαντικά πιο ευνοϊκές προοπτικές χρηματοδότησης για τις μεγάλες εταιρείες σε σχέση με τις μικρές επιχειρήσεις.
Αυτές οι αντιθέσεις υπογραμμίζουν γιατί οι επενδυτές μετοχών θα πρέπει να παραμείνουν σε επαγρύπνηση και να παρακολουθούν στενά την ισορροπία των δυνάμεων, η οποία πιθανόν θα χρειαστεί αρκετούς μήνες, αν όχι τρίμηνα, για να εξελιχθεί.
Ο ισχυρότερος «οδηγός» που μπορεί να στείλει υψηλότερα τις αποτιμήσεις είναι μια ταχεία και ευρεία διάχυση καινοτομιών σε όλη την οικονομία. Το κρίσιμο είναι πως αυτό δεν έχει να κάνει με ένα νέο κύμα ακόμα πιο εντυπωσιακών ανακαλύψεων -αν και αυτές είναι εξαιρετικά πιθανές, ιδιαίτερα στην τεχνητή νοημοσύνη, τις βιοεπιστήμες, τη ρομποτική και ακόμα και την κβαντική υπολογιστική. Έχει μάλλον να κάνει με τα κέρδη στην παραγωγικότητα και την ανάπτυξη από την ευρεία διάχυση των ήδη διαθέσιμων τεχνολογιών.
Απέναντι σε αυτό, υπάρχουν οι αρνητικές δυνάμεις. Η πρώτη είναι οι αυξανόμενες ανησυχίες για το υπερβολικό δημόσιο χρέος σε πολλές προηγμένες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ. Αυτό ενέχει τον κίνδυνο να προκαλέσει σημαντικά υψηλότερα επιτόκια και απότομη άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων, από τα βραχυπρόθεσμα χρέη έως τα χρεόγραφα μακροπρόθεσμης λήξης.
Ένα τέτοιο σενάριο θα συμπιέσει την κερδοφορία των επιχειρήσεων, θα επιβαρύνει τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών και θα περιπλέξει τα οικονομικά των κυβερνήσεων. Η δεύτερη πιθανή αρνητική δύναμη είναι ο κίνδυνος το αναδυόμενο παγκόσμιο καθεστώς δασμών να διολισθήσει σε εμπορικό πόλεμο αντί να σταθεροποιηθεί μετά τις πρόσφατες συμφωνίες. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει εκτεταμένα αντίποινα που θα καταπνίξουν την οικονομική δραστηριότητα και θα διαταράξουν περαιτέρω τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.
Όπως πολλοί, ελπίζω ότι η ευρεία και περιεκτική διάδοση των καινοτομιών θα επικρατήσει με την άνοδο της τεχνητής νοημοσύνης να ωφελεί όλους τους πολίτες. Ωστόσο, αυτό δεν είναι καθόλου σίγουρο εν μέσω μιας τόσο ασυνήθιστης μεταβλητότητας που προκαλείται από τις πολιτικές.