Πριν από λίγες ημέρες η ΕΕ έκλεισε μια εμπορική «συμφωνία» που δεν χρειάζονταν με τις ΗΠΑ. Αυτό τουλάχιστον έκαναν οι αντίστοιχοι πρόεδροι των δυο πλευρών, σύμφωνα με την προσεκτικά διατυπωμένη επεξήγηση των Βρυξελλών.
Η επεξήγηση προσπαθεί να δείξει πως επρόκειτο για μια «πολιτική συμφωνία» που «δεν είναι νομικά δεσμευτική». Είναι αλήθεια, όπως τονίζει η συντακτική ομάδα των FT, πως η ΕΕ «συνθηκολόγησε» και έδωσε στον Ντόναλντ Τραμπ το «σενάριο των ονείρων του».
Μπορεί επίσης να αληθεύει πως οι Ευρωπαίοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να ήλπιζαν για καλύτερους όρους, και πως ενώ εγκατέλειψαν τον ρόλο της ΕΕ ως υπερασπιστή της τάξης που βασίζεται σε κανόνες, μπορεί ωστόσο να κέρδισαν τουλάχιστον μια κάποια σταθερότητα (αλλά μην είστε και σίγουροι).
Με τις άλλες «συμφωνίες» και μονομερείς αλλαγές στους δασμούς να έχουν πλέον οριστεί για τους περισσότερους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, θα έχουμε κάποια ησυχία; Είναι πιθανό, αλλά οπωσδήποτε όχι εγγυημένο, πως η σκόνη θα καταλαγιάσει για λίγο, με τον Τραμπ να αφήνει στην ησυχία της την εμπορική ατζέντα, ενώ θα επιδιώκει άλλους στόχους.
Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται σαφές πως η αμερικανική εμπορική πολιτική δεν θα γίνει πιο φιλελεύθερη από αυτό το νέο status quo. Αξίζει, λοιπόν, να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε το πώς θα αναδιαμορφώσει την παγκόσμια οικονομία το νέο καθεστώς.
Οι δικές μου σκέψεις είναι οι εξής:
Αυτό που βλέπουμε είναι ένας κόσμος στον οποίον οι ΗΠΑ χρεώνουν τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις τους με δασμούς στις εισαγωγές από το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου ύψους από περίπου 15% έως 30%. Υπάρχουν διάφορες εξαιρέσεις και ποσοστώσεις ανά τομέα και χώρα, αλλά η μεγάλη εικόνα είναι η εξής: το μέγεθος των εμπορικών φόρων είναι μεγαλύτερο απ’ όσο ήταν τον τελευταίον σχεδόν αιώνα. Υποθέτοντας πως κάτι τέτοιο ήρθε για να μείνει (ή να γίνει χειρότερο), ποιες θα είναι οι επιπτώσεις;
Ορίστε τέσσερα βασικά ερωτήματα που θα πρέπει να σκεφτούμε.
Θα υπάρξει λιγότερο εμπόριο;
Συνολικά, πιθανόν ναι. Και με τις ΗΠΑ –και προς τις δυο κατευθύνσεις- οπωσδήποτε. Όπως έχω ξαναεξηγήσει, η βασική επίπτωση των δασμών δεν είναι πως αλλάζουν τα συνολικά πλεονάσματα και ελλείμματα. Είναι ότι καθιστούν όλο το εμπόριο πιο ακριβό και ανακατεύουν τη δραστηριότητα μεταξύ τομέων και χωρών αναλόγως των σχετικών αλλαγών στα εμπορικά κόστη. Άρα θα πρέπει να περιμένουμε αλλαγμένες αλυσίδες προμήθειας με συνολικά λιγότερο εμπόριο.
Υπάρχει, ωστόσο, η πιθανότητα ο υπόλοιπος κόσμος να αντιδράσει στην ανατρεπτική πολιτική του Τραμπ, ενισχύοντας την εμβάθυνση της μεταξύ τους εμπορικής ενσωμάτωσης. Ήδη ο περισσότερος κόσμος είναι λιγότερο εκτεθειμένος στο εμπόριο με τις ΗΠΑ απ’ ότι θα υποδήλωναν οι πανικόβλητες αντιδράσεις στις απειλές του Τραμπ –άρα η αποσύνδεση από τις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την ένταση άλλων εμπορικών δικτύων, είναι οπωσδήποτε κάτι που δεν είναι απίθανο.
Υπάρχουν βεβαίως εμπόδια για να συμβεί αυτό –η καχυποψία μεταξύ της ΕΕ και της Κίνας θέτει σοβαρά σε κίνδυνο ακόμα και τις υπάρχουσες οικονομικές ανταλλαγές μεταξύ των μπλοκ, πόσο μάλλον την μεγαλύτερη ενσωμάτωση.
Αλλού όμως, η εμβάθυνση του εμπορίου είναι εφικτή, οπωσδήποτε εντός της ενιαίας αγοράς της ΕΕ και μεταξύ της ΕΕ και φιλικών εμπορικών εταίρων. Άρα, είναι πιθανό η παγκόσμια εμπορική ενσωμάτωση να επιμείνει ή ακόμα και να αυξηθεί, παρ’ ότι το μερίδιο και το απόλυτο επίπεδο εμπορίου των ΗΠΑ συρρικνώνεται δραστικά.
Θα αλλάξουν οι παγκόσμιες εμπορικές (αν)ισορροπίες;
Οι διεθνείς εμπορικές ροές είναι ασύμμετρες. Η ΕΕ, η Κίνα, η Ιαπωνία και οι μεγάλοι εξαγωγείς εμπορευμάτων είναι μεγάλες καθαρά πλεονασματικές οικονομίες· οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και το Ηνωμένο Βασίλειο εμφανίζουν μεγάλα εξωτερικά ελλείμματα.
Μπορεί να είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τον στόχο του Τραμπ, αλλά φαίνεται πως περιλαμβάνει τη μείωση του αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου των ΗΠΑ. Οι πολιτικές του είναι απίθανο να το πετύχουν αυτό, αλλά και αν πετύχει; Τότε είναι αριθμητικά απαραίτητο να προσαρμοστούν τα εξωτερικά ισοζύγια και των άλλων χωρών.
Αν το έλλειμμα των ΗΠΑ εξαλειφθεί, είτε η Κίνα ή η ΕΕ ή και οι δυο θα πρέπει να εξαλείψουν ή τουλάχιστον να εμφανίζουν πολύ μικρότερα πλεονάσματα, αφού είναι μακράν οι μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου και τα νούμερα πρέπει να βγάζουν «μηδέν».
Το πώς μπορεί να συμβεί αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο μακροοικονομικό αίνιγμα που αντιμετωπίζουμε. Η απάντηση εξαρτάται, εν μέρει, από το ποια εργαλεία πολιτικής είναι πρόθυμη να χρησιμοποιήσει η κάθε χώρα για να επηρεάσει το εξωτερικό ισοζύγιο και αν είναι πιο ισχυρά από αυτά ενός εμπορικού εταίρου που είναι απρόθυμος να προσαρμοστεί.
Ο Michael Pettis, για παράδειγμα, έχει εκτιμήσει πως η πιο κρατικά ελεγχόμενη οικονομία της Κίνας έχει περισσότερη επιρροή, αναγκάζοντας τις οικονομίες που βασίζονται στην αγορά να προσαρμοστούν. Η επίπτωση είναι πως οι ΗΠΑ δεν μπορούν να κάνουν και πολλά για να μειώσουν το έλλειμμα εκτός και αν η Κίνα αλλάξει τις πολιτικές της. Σημαίνει επίσης πως η ΕΕ θα είναι το θύμα μιας αναδιοχέτευσης των κινεζικών εξαγωγών από μια αμερικανική αγορά που κλείνει, προς την Ευρώπη –έναν φόβο που έχουν εκφράσει πολλοί ιθύνοντες στην ΕΕ και έχει ποσοτικοποιήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Όπως αναφέρει συγκεκριμένα ο Pettis:
«Αυτή η στροφή δεν θα συμβεί επειδή οι πολίτες της ΕΕ, οι κυβερνήσεις της ΕΕ ή η ΕΚΤ θέλουν να συμβεί. Θα είναι μια αυτόματη διαρθρωτική αλλαγή στην οικονομία της ΕΕ που θα προκληθεί από την επέκταση στη μεταποίηση που σχεδιάστηκε από το Πεκίνο για καθαρά εσωτερικούς λόγους και απομακρύνθηκε από την αμερικανική οικονομία από την Ουάσινγκτον, επίσης για καθαρά εσωτερικούς λόγους».
Είμαι επιφυλακτικός: μου φαίνεται πως υπάρχουν μπόλικα διαθέσιμα εργαλεία για κάθε οικονομία ώστε να μετατοπίσει την ισορροπία μεταξύ δαπανών και αποταμιεύσεων του δημόσιου, εταιρικού ή οικιακού τομέα, κάτι που θα μετατοπίσει και το εξωτερικό έλλειμμα.
Αλλά αυτό και πάλι εγείρει δυο ερωτήματα: πρώτον, θα λάβουν πράγματι τα μεγάλα οικονομικά μπλοκ τις αποφάσεις που απαιτούνται ώστε να αλλάξουν τα εξωτερικά τους ισοζύγια; Και δεύτερον, τι θα συμβεί αν οι προτιμώμενες επιλογές τους είναι ασύμβατες –αν οι ΗΠΑ θέλουν να ξεφορτωθούν τα ελλείμματά τους αλλά η Κίνα και η ΕΕ θέλουν να διατηρήσουν τα πλεονάσματά τους;
Πώς αναδιαρθρώνονται οι οικονομίες στο εσωτερικό;
Η ειρωνεία είναι πως τόσο η Κίνα, όσο και η ΕΕ, έχουν λόγους ιδίου συμφέροντος να αφήσουν τα πλεονάσματά τους να εξαφανιστούν και ως εκ τούτου να ικανοποιήσουν την ευχή του Τραμπ. Για την ΕΕ αυτό είναι θέμα χρηματοδότησης περισσότερων επενδύσεων εντός του μπλοκ αντί συσσώρευσης οικονομικών αποταμιεύσεων εκτός μπλοκ. Για την Κίνα, είναι μια ευκαιρία να αυξήσει σημαντικά την ευημερία και την οικονομική ασφάλεια για εκατοντάδες εκατομμύρια πολίτες της. Αλλά θα το πετύχουν αυτό μόνο αν εκτιμήσουν καλύτερα τη σχέση μεταξύ της εξωτερικής θέσης της οικονομίας και των ευκαιριών αναδιάρθρωσης στο εσωτερικό.
Πώς θα έμοιαζε μια αναδιαρθρωμένη οικονομία της ΕΕ; Θα ήταν μια οικονομία στην οποία το 3% της οικονομικής παραγωγής που είναι αφιερωμένο στις εξαγωγές που υπερβαίνουν τις εισαγωγές θα ανακατευθύνονταν σε μη εξαγώγιμα προϊόντα –είτε υποδομές ή υπηρεσίες, ή βιομηχανικά αγαθά που θα μπορούσαν να εξαχθούν αλλά δεν θα εξαχθούν, όπως για παράδειγμα αμυντικός εξοπλισμός. Αυτό θα μπορούσε να συνεπάγεται κάποια επώδυνη τομεακή ανακατανομή, η οποία θα απομακρύνεται ιδίως από τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία.
Και οι ΗΠΑ, όμως, θα έπρεπε να αποδεχθούν μια εσωτερική αναδιάρθρωση. Όπως έχω εξηγήσει προηγουμένως, το έλλειμμα είναι αυτό που επιτρέπει στις ΗΠΑ να έχουν μεγαλύτερες επενδύσεις από την Ευρώπη (βλ. διάγραμμα). Παραδόξως, το να γίνει αυτό που θέλει ο Τραμπ θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των επενδύσεων αμερικανικών εταιρειών και αύξηση των επενδύσεων των ευρωπαϊκών.
Τι θα συμβεί στην κινεζική μεταποίηση;
Στην Κίνα, μια τομεακή ανακατανομή θα μπορούσε να περιλαμβάνει ιδιαιτέρως μεγαλύτερη κατανάλωση από τα νοικοκυριά, που, δεδομένης της σοβαρής ανισότητας στη χώρα, θα μπορούσε να φέρει ένα άλμα στην οικονομική ευημερία. Ωστόσο, είναι αμφίβολο αν οι ελίτ της Κίνας έχουν «τα άντερα» να δώσουν στον κόσμο τη μεγαλύτερη εξουσία και ανεξαρτησία που συνεπάγεται η οικονομική ασφάλεια.
Ένα επιπλέον ερώτημα –με τεράστια επίπτωση για ολόκληρο τον κόσμο- είναι τι θα συμβεί στην μεταποίηση αν η Κίνα πράγματι προχωρήσει σε εσωτερική αναπροσαρμογή. Το εξαιρετικό άρθρο των συναδέλφων μου στο Big Read για την κινεζική μεταποίηση αυτήν την εβδομάδα επισημαίνει ακριβώς τι είναι αυτό που διακυβεύεται.
Η επέκταση της μεταποιητικής δραστηριότητας είχε τεράστια πολιτική στήριξη, γενικά ως τρόπου να αποκατασταθεί η ανάπτυξη της ζήτησης που είχε καταρρεύσει με την φούσκα στην αγορά ακινήτων, και πιο στενά για να γίνει η Κίνα ηγέτης στην πράσινη τεχνολογία όπως τα ηλιακά πάνελ, οι μπαταρίες και τα ηλεκτρικά οχήματα. Ωστόσο, το αποτέλεσμα είναι να εξαφανίζονται τα περιθώρια κέρδους και να μειώνεται η παραγωγικότητα, παρ’ ότι έχει εκτιναχθεί η παραγωγική ικανότητα.
Η συμβατική άποψη είναι πως η μεταποίηση πρέπει να περιοριστεί με τον τερματισμό των υπερβολικών προγραμμάτων επιδοτήσεων. Δεν έχω πειστεί. Μου φαίνεται δύσκολο να υποστηρίξω πως υπάρχει πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, μέχρις ότου κάθε κινεζικό νοικοκυριό να διαθέτει ηλεκτρικό αυτοκίνητο και ένα σπίτι με αυτοδύναμη, αποθηκεύσιμη, ανανεώσιμη ηλεκτρική ενέργεια.
Αλλά για να φτάσουμε εκεί θα πρέπει οι κινεζικές αρχές να ανακατευθύνουν τις επιδοτήσεις για να τροφοδοτήσουν την εγχώρια κατανάλωση. Αν το έκαναν, δεν θα ωφελούσαν μόνο τους πολίτες της χώρας αλλά επίσης θα διευκόλυναν την πολιτική οικονομία των παγκόσμιων μακροοικονομικών σχέσεων.
Το μόνο που είχαν να προσφέρω είναι περισσότερο ερωτήσεις παρά απαντήσεις. Αν όμως πρόκειται να ζήσουμε στο εμπορικό καθεστώς του Τραμπ για το προβλέψιμο μέλλον, αυτά είναι τα ερωτήματα που πρέπει να θέσουμε.