Όχι πια. Η τρέχουσα μανία για την τεχνητή νοημοσύνη συμβάλλει σε τέτοια καταπληκτικά επίπεδα τεχνολογικών επενδύσεων που οι κεφαλαιακές δαπάνες έχουν γίνει βασικός παράγοντας για την πρόσφατη ανάπτυξη της Αμερικής.
Καθόλου περίεργο που ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ θριαμβολογεί. Αυτήν την εβδομάδα η ιστοσελίδα του Λευκού Οίκου διατυμπανίζει τον ισχυρισμό ότι έχει φέρει νέες δεσμεύσεις επενδύσεων 8,8 τρισ. δολαρίων -ποσό που αντιστοιχεί σε περίπου το έναν τέταρτο ολόκληρης της οικονομίας.
Οι κυβερνήσεις των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, του Κατάρ, της Ιαπωνίας και της Σαουδικής Αραβίας φαίνεται πως αντιπροσωπεύουν μεγάλο μέρος αυτού του ποσού –συνολικά 2,4 δισ. δολάρια. Ωστόσο, εταιρείες όπως οι Apple και Nvidia επίσης έχουν υποσχεθεί τουλάχιστον 500 δισ. δολάρια σε κεφαλαιουχικές δαπάνες η κάθε μία. Το ίδιο και ανώνυμες «ευρωπαϊκές εταιρείες».
Είναι αληθινό αυτό; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, από τη στιγμή που τα δεδομένα για τις επενδυτικές ροές είναι διαβόητα ασταθή και καθυστερημένα. Ωστόσο, αν ερευνήσεις πηγές όπως η fDi Intelligence (ένας όμιλος που ανήκει στους FT), η Federal Reserve, το Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Peterson και μια νέα έκθεση της McKinsey, το αποτέλεσμα είναι και «ναι» και «όχι». Επειδή υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερα εντυπωσιακά σημεία που θα πρέπει να επισημανθούν για τις ξένες άμεσες επενδύσεις.
Πρώτον, τα 8,8 τρισ. δολάρια του Τραμπ είναι σχεδόν βέβαιο υπερβολή. Όπως σημειώνει η Ολίβια Γουάιτ της McKinsey, ιστορικά μόνο περίπου τα δυο τρίτα των δεσμεύσεων για ξένες άμεσες επενδύσεις μετατρέπονται σε πραγματικά projects. Και η υστέρηση αυτή τη φορά θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη, αφού χώρες όπως η Ιαπωνία έκαναν τις δεσμεύσεις υπό πίεση (για να αποφύγουν τους δασμούς) οι οποίες θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν.
«Η εκστρατεία του Τραμπ μπορεί να δώσει ώθηση στις αμερικανικές εισροές πάνω από τα επίπεδα που καταγράφηκαν το 2003 και το 2024, και ίσως να προσεγγίσουν τα 400 δισ. δολάρια το 2025, αλλά θα υπολείπονται» αναφέρει το Ινστιτούτο Peterson. Και ακόμα και με τις πρόσφατες τεράστιες δεσμεύσεις για κεφαλαιουχικές δαπάνες από τις Big Tech –αξίας 300 δισ. δολαρίων μόνο από τις Amazon, Meta, Microsoft και Alphabet- αυτό δεν προσεγγίζει τα 8 τρισ. δολάρια.
Το δεύτερο βασικό σημείο, ωστόσο, είναι πως «μόλις» 400 δισ. δολάρια ξένων άμεσων επενδύσεων σηματοδοτούν μια εντυπωσιακή αλλαγή στις τεκτονικές πλάκες. Τις πρόσφατες δεκαετίες οι εκροές ξένων άμεσων επενδύσεων της Αμερικής ξεπερνούσαν εύκολα τις εισροές, επειδή οι εταιρείες της έχτιζαν μεταποιητικές δραστηριότητες σε φθηνότερες περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας.
Ωστόσο, η fDi Intelligence υπολογίζει πως στη δεύτερη θητεία του Τραμπ «η αναλογία εισερχόμενων προς εξερχόμενες είναι 41,4%», το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό εδώ και πάνω από 20 χρόνια. Έτσι, «οι ΗΠΑ γίνονται σχεδόν εξίσου σημαντικές ως προορισμός, όσο και ως πηγή άμεσων ξένων επενδύσεων».
Για να είμαστε δίκαιοι, αυτό ξεκίνησε πριν από τη νυν κυβέρνηση: ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού του Τζο Μπάιντεν πυροδότησε μια αξιοσημείωτη έκρηξη επενδύσεων στην κατασκευή πράσινης τεχνολογίας, την οποία ο Τραμπ τώρα εν μέρει αναστρέφει. Ωστόσο, ο Τραμπ είναι πλέον αποφασισμένος να απορροφήσει την ανάπτυξη από τον υπόλοιπο κόσμο σε πραγματικά αξιοσημείωτο βαθμό- ιδίως από την Ευρώπη.
Τρίτον, ο ρόλος της Κίνα στις παγκόσμιες ξένες άμεσες επενδύσεις μεταβάλλεται σχεδόν όσο γρήγορα μεταβάλλεται αυτός της Αμερικής. Το Μεσαίο Βασίλειο προσέλκυε κάποτε πολλές περισσότερες εισροές από εκροές. Ωστόσο, η McKinsey εκτιμά πως οι δυτικές επενδύσεις στην Κίνα έχουν κάνει βουτιά κατά 70% από το 2022. Η αναλογία εισερχόμενων επενδύσεων προς εξερχόμενες έχει καταρρεύσει στο 30% στην εποχή του Τραμπ –κάτι που σημαίνει πως η Κίνα «τώρα εξάγει πολύ περισσότερο κεφάλαιο ξένων άμεσων επενδύσεων από αυτό που εισάγει» όπως υπολογίζει η fDi.
Αυτό αντανακλά την γεωπολιτική: οι δυτικές χώρες επενδύουν η μια στην άλλη, ενώ η Κίνα επενδύει σε μη δυτικές αγορές (και, σε κάποιον βαθμό στην Ευρώπη). Οι φίλοι κουλουριάζονται μαζί.
Τέταρτον, οι ροές των ξένων άμεσων επενδύσεων καθοδηγούνταν κάποτε από δυτικές εταιρείες που έψαχναν φθηνή μεταποίηση για τα καταναλωτικά προϊόντα. Αλλά από το 2022 τα τρία τέταρτα των νέων ξένων άμεσων επενδύσεων έχουν κατευθυνθεί σε βιομηχανίες «που διαμορφώνουν το μέλλον» όπως η ψηφιακή υποδομή και η πράσινη τεχνολογία, λέει η McKinsey.
Έτσι, «τα έργα ξένων άμεσων επενδύσεων που έχουν ανακοινωθεί από το 2022 θα μπορούσαν να τετραπλασιάσουν την τρέχουσα παραγωγική ικανότητα μπαταριών εκτός Κίνας, να διπλασιάσουν σχεδόν την παγκόσμια παραγωγική ικανότητα των data centers που τροφοδοτούν την τεχνητή νοημοσύνη και να φέρουν τις Ηνωμένες Πολιτείες στον κύκλο των κορυφαίων χωρών παραγωγής ημιαγωγών», προσθέτει. Αυτό είναι εκπληκτικό.
Κάποιος κυνικός θα μπορούσε να αμφισβητήσει αυτή την αισιόδοξη πρόβλεψη. Η Αμερική δεν διαθέτει επί του παρόντος αρκετό εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό για να στελεχώσει εργοστάσια υψηλής τεχνολογίας. Η πρόσφατη επιδρομή των μεταναστευτικών αρχών σε ένα εργοστάσιο της Hyundai στη Τζόρτζια προκάλεσε ανησυχία στους επενδυτές. Και οι δασμοί αυξάνουν το κόστος της επένδυσης.
Έπειτα υπάρχει ένα άλλο ζήτημα: η έκρηξη των κεφαλαιουχικών δαπανών που συνδέονται με την τεχνητή νοημοσύνη είναι τόσο ακραία που φαίνεται εξαιρετικά απίθανο να παραγάγει τις αποδόσεις που περιμένουν οι επενδυτές. Ακόμα χειρότερα, οι αποτιμήσεις των εταιρειών όπως η Nvidia και η OpenAI αυξάνονται από επικίνδυνα κυκλικές χρηματοπιστωτικές ροές. Αυτό δημιουργεί έναν κίνδυνο για μια μελλοντική κατάρρευση της αγοράς που θα μπορούσε να προκαλέσει τη συρρίκνωση των δεσμεύσεων για επενδύσεις.
Μέχρι, όμως, να συμβεί αυτό, το βασικό σημείο είναι αυτό: ο ρόλος της Αμερικής στο παγκόσμιο παιχνίδι των ξένων άμεσων επενδύσεων αλλάζει –γρήγορα- και με τρόπο που πρέπει να αναγνωριστεί ευρύτερα.
Είτε αγαπάτε είτε μισείτε τον Τραμπ, μπορεί να είναι μια από τις σημαντικότερες κληρονομιές της θητείας του.