Ξαναδιάβαζα αυτές τις γραμμές, καθώς παρακολουθούσα την άνοδο της ριζοσπαστικής δεξιάς της Ευρώπης. Αλλά οι ολλανδικές εκλογές της περασμένης εβδομάδας περιπλέκουν την ιστορία. Στην Ολλανδία, όχι μόνο κράτησε το κέντρο, αλλά κέρδισε κιόλας.
Πράγματι, το μετριοπαθές, προοδευτικό D66 βγήκε, αν και μετά βίας, πρώτο. Αλλά το D66 είναι πιθανόν να ηγηθεί του σχηματισμού της επόμενης ολλανδικής κυβέρνησης -ενώ το ακροδεξιό κόμμα της Ελευθερίας φαίνεται πως θα χάσει τον ρόλο του στην κυβέρνηση. Οι ολλανδικές εκλογές δείχνουν πως τα ζοφερά αφηγήματα για την αναπόφευκτη άνοδο της ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη είναι πολύ άστοχα. Η πραγματική ιστορία μοιάζει λίγο διαφορετική.
Σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, οι ψηφοφόροι είναι θυμωμένοι και απογοητευμένοι –και έτσι ψηφίζουν γρήγορα την έξοδο των νυν. Αν οι νυν είναι τα παραδοσιακά κεντρώα κόμματα, τότε τα ριζοσπαστικά άκρα θα μαζέψουν τις ψήφους. Αλλά όταν η ακροδεξιά φτάνει τελικά να γίνει κυβέρνηση, τότε οι ψηφοφόροι μπορεί γρήγορα να δυσαρεστηθούν -και να επιστρέψουν στα κεντρώα κόμματα με την επόμενη ευκαιρία.
Το κόμμα της Ελευθερίας του οποίου ηγείται ο Γκέερτ Βίλντερς είχε την ευκαιρία να συμμετάσχει στην κυβέρνηση το 2023 επειδή πολλοί Ολλανδοί ψηφοφόροι είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους στα κεντρώα κόμματα. Αλλά -όπως ήταν προβλέψιμο- το κόμμα Βίλντερς δεν είχε εύκολες λύσεις στα προβλήματα που ταλανίζουν τους ψηφοφόρους· κυρίως τους μετανάστες που αναζητούν άσυλο και τη στεγαστική κρίση.
Άρα τώρα οι Ολλανδοί έχουν στραφεί σε ένα φρέσκο πρόσωπο, τον Ρομπ Γιέττεν -τον νεαρό, φωτογενή ηγέτη του D66. Αλλά ας είμαστε ρεαλιστές. Είναι πολύ πιθανό μέχρι τις επόμενες εκλογές να έχουν σιχαθεί τελείως τον Γιέττεν και να ψηφίσουν και πάλι για αλλαγή. Η ακροδεξιά μπορεί να έχει μια ακόμα ευκαιρία να κυβερνήσει στην Ολλανδία.
Η Αυστρία έχει ήδη περάσει αυτόν τον κύκλο. Το λαϊκιστικό δεξιό της κόμμα της Ελευθερίας (FPO) ήταν μέρος ενός κυβερνητικού συνασπισμού από το 2017 έως το 2019, προτού κατακλυστεί από τα σκάνδαλα. Η δημοφιλία του FPO έκανε απότομη βουτιά. Αλλά το κόμμα επανήλθε υπό νέα ηγεσία και κέρδισε τον μεγαλύτερο αριθμό εδρών στη βουλή στις εκλογές του 2024 -αν και δεν έχει καταφέρει να σχηματίσει συνασπισμό.
Αν η ιστορία της ευρωπαϊκής πολιτικής είναι μια η εναλλαγή μεταξύ κέντρου και ακροδεξιάς, αυτό έχει σοβαρές επιπτώσεις για τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Και στις τρεις χώρες μια κεντρώα κυβέρνηση που δυσκολεύεται νοιώθει στον σβέρκο της την ανάσα της αντισυστημικής δεξιάς.
Τα μαθήματα της Ολλανδίας -καθώς και της Αυστρίας, της Πολωνίας, της Ιταλίας, της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας- είναι πως το «αδιανόητο» πράγματι συμβαίνει και πως τα ακροδεξιά κόμματα μπορούν να κερδίσουν πολιτική εξουσία. Αλλά δεν είναι απαραίτητο ότι θα τη διατηρήσουν. Ακόμα και ο Βίκτορ Όρμπαν, που είναι στην εξουσία στην Ουγγαρία από το 2010, βρίσκεται πίσω στις δημοσκοπήσεις εν όψει των εκλογών του επόμενου έτους.
Στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες όπου το κέντρο εξακολουθεί να κρατά, η Γαλλία είναι αυτή που βρίσκεται πιο κοντά στο χείλος. Η χώρα έχει αλλάξει πέντε πρωθυπουργούς από τις αρχές του 2024 και το ακροδεξιό Rassemblement National ηγείται στις δημοσκοπήσεις για τις προεδρικές εκλογές που αναμένεται να διενεργηθούν σε 18 μήνες. Είναι πιθανό η ακροδεξιά να μπει επιτέλους στο Elysee το 2027.
Στη Γερμανία, λέγεται συχνά πως ο τρέχων κυβερνητικός συνασπισμός του οποίου ηγείται ο Φρίντριχ Μερτς είναι «η τελευταία ευκαιρία του κέντρου». Αν είναι έτσι, τότε το κέντρο έχει λόγους ανησυχίας. Ο Μερτς δεν έχει ακόμα ολοκληρώσει έναν χρόνο θητείας αλλά τα δυο τρίτα των ψηφοφόρων ήδη αποδοκιμάζουν τον κυβερνητικό του συνασπισμό -και η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία βρίσκεται τώρα στην πρώτη θέση σε ορισμένες δημοσκοπήσεις.
Στη Βρετανία, τα δυο κόμματα που έχουν κυριαρχήσει στην πολιτική σκηνή τον τελευταίο αιώνα -οι Συντηρητικοί και οι Εργατικοί- υστερούν τώρα στις δημοσκοπήσεις έναντι του Reform, του λαϊκιστικού δεξιού κόμματος. Το περίπου 30% της ψήφου που καταγράφει κανονικά το Reform μπορεί να μην είναι αρκετό για να μπει το κόμμα σε μια κυβέρνηση σε ένα αναλογικό σύστημα όπως της Γερμανίας. Αλλά στο εκλογικό σύστημα της Βρετανίας που κερδίζει όποιος περάσει πρώτος, θα μπορούσε να είναι αρκετό για να υπάρξει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Οι γενικές εκλογές εξακολουθούν να απέχουν περισσότερο από τρία χρόνια. Αλλά ο Nigel Farage, ο ηγέτης του Reform, είναι επί του παρόντος ο αγαπημένος των bookies για επόμενος πρωθυπουργός της Βρετανίας.
Θα αντιμετωπιστεί ως πολιτικός σεισμός αν η ακροδεξιά γίνει κυβέρνηση σε μια μεγάλη δυτική ευρωπαϊκή χώρα. Αλλά, στην πραγματικότητα, αυτό έχει ήδη συμβεί.
Η Τζόρτζια Μελόνι, οι πολιτικές ρίζες της οποίας βρίσκονται στο ιταλικό μεταπολεμικό νεοφασιστικό κίνημα, έγινε πρωθυπουργός πριν από τρία χρόνια. Η ιταλική κεντροαριστερά παραμένει βαθύτατα επιφυλακτική έναντι της Μελόνι. Ως πρωθυπουργός, έχει τηρήσει ισχυρά συντηρητικές θέσεις για τη μετανάστευση και για κοινωνικά ζητήματα, αλλά έχει αποφύγει τον σκληροπυρηνικό εθνικισμό και τη διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών που χαρακτηρίζουν τον Ορμπαν ή τον Ντόναλντ Τραμπ.
Η Μελόνι έχει επίσης μέχρι στιγμής αποφύγει τις αντιδράσεις κατά της κυβέρνησης που είναι ορατές στη Βρετανία και στη Γαλλία. Φαίνεται πιθανό να γίνει η δεύτερη μόλις πρωθυπουργός της Ιταλίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που θα υπηρετήσει ολοκληρωμένη πενταετή θητεία.
Με αυτόν τον τρόπο, η Μελόνι δείχνει μια ανησυχητική πιθανότητα για την ευρωπαϊκή πολιτική. Ίσως το μέλλον να μην είναι μια επιλογή μεταξύ κέντρου και ακροδεξιάς, αλλά η σταδιακή διαγραφή της διάκρισης μεταξύ των δύο στρατοπέδων.