Η επιστροφή του Τραμπ στο Οβάλ Γραφείο έχει σηματοδοτήσει μια αναβίωση του στιλ του ισχυρού άνδρα (strongman) στην παγκόσμια πολιτική. Οι διμερείς συναντήσεις μεταξύ ισχυρών, ισχυρογνωμόνων ηγετών διαμορφώνουν όλο και περισσότερο τη διεθνή ατζέντα. Η σημασία των πολυμερών συνόδων, όπως η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, οι G20 ή η σύνοδος COP για το κλίμα, φθίνει.
Τόσο ο Τραμπ όσο και ο Σι δεν πήγαν στην πρόσφατη σύνοδο των G20 στη Νότια Αφρική. Ήταν ένα διεθνές συνέδριο που θα τους είχε αναγκάσει να μοιραστούν τα φώτα της δημοσιότητας με τους ηγέτες μικρότερων χωρών. Στη σύνοδο δεν πήγαν επίσης ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν της Σαουδικής Αραβίας και ο Βλαντίμιρ Πούτιν της Ρωσίας.
Ο Πούτιν δυσκολεύεται να ταξιδέψει αυτές τις μέρες. Αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να απολαύσει μερικές σημαντικές συνόδους κορυφής φέτος, οι οποίες του επέτρεψαν να παρουσιαστεί ως ο τιμημένος ηγέτης μιας μεγάλης δύναμης.
Θα βρίσκεται στο Νέο Δελχί αυτήν την εβδομάδα για να συναντηθεί με τον Ναρέντρα Μόντι, τον πρωθυπουργό της Ινδίας. Έκανε βόλτα στο Πεκίνο με τον Σι και τον Κιμ Γιονγκ Ουν της Βόρειας Κορέας τον Σεπτέμβριο. Τον προηγούμενο μήνα, συναντήθηκε με τον Τραμπ στην Αλάσκα.
Εν τούτοις, ενώ ο Πούτιν κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για να τηρήσει τα προσχήματα, είναι ξεκάθαρο πως δεν μπορεί πλέον να ισχυριστεί πως ηγείται ενός εκ των ισχυρότερων κρατών του κόσμου. Μετά από σχεδόν τέσσερα χρόνια πολέμου, ο στρατός της Ρωσίας εξακολουθεί να δυσκολεύεται να βγει από την ανατολική Ουκρανία και η οικονομία της εξαρτάται από την καλοσύνη της Κίνας.
Τραμπ και Σι, αντιθέτως, ηγούνται κρατών που έχουν την οικονομική δύναμη να στηρίξουν την αυταρχική τους συμπεριφορά. Παρά την αδυσώπητη εκστρατεία του να κερδίσει το Νόμπελ Ειρήνης, ο ηγέτης των ΗΠΑ έχει επίσης δείξει πως είναι πρόθυμος να χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία. Έλαβε την απόφαση να βομβαρδίσει το Ιράν τον Ιούνιο και αυτή τη στιγμή απειλεί τη Βενεζουέλα.
Αλλά οι προσπάθειες του Τραμπ να τελειώσει τη χρονιά ως ο ισχυρότερος των ισχυρών ανδρών, εμποδίζονται όλο και περισσότερο από τα στοιχεία που δείχνουν πως η υποστήριξη που έχει στο εσωτερικό καταρρέει.
Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα υπέστη άσχημες εκλογικές ήττες πρόσφατα στη Νέα Υόρκη, το Νιου Τζέρζι και τη Βιρτζίνια. Οι διακηρύξεις του πως η αμερικανική οικονομία τα πάει θαυμάσια και πως ο πληθωρισμός έχει ηττηθεί, δεν γίνονται πιστευτές από τους Αμερικάνους ψηφοφόρους. Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις έχουν δείξει πως οι Δημοκρατικοί προηγούνται των Ρεπουμπλικάνων κατά 5 μονάδες εν όψει των εκλογών του Κογκρέσου το επόμενο έτος.
Η αίσθηση πως η χώρα στρέφεται κατά του Τραμπ μπορεί να έχει ενθαρρύνει Ρεπουμπλικάνους στο Κογκρέσο να επαναστατήσουν κατά της προεδρίας τους, επιβάλλοντας τη δημοσιοποίηση αρχείων της υπόθεσης Τζέφρι Έπσταϊν. Η ανικανότητα του Τραμπ να το σταματήσει αυτό, παρά τις πολύμηνες προσπάθειές του, ήταν μια σπάνια ένδειξη αδυναμίας. Αναλόγως του τι υπάρχει σε αυτά τα αρχεία, η υπόθεση Έπσταϊν μπορεί να συνεχίσει να στοιχειώνει τον πρόεδρο τους επόμενους μήνες.
Ο Σι, αντιθέτως, τελειώνει το 2025 μοιάζοντας ισχυρότερος απ’ όσο ήταν εδώ και καιρό. Ο Κινέζος ηγέτης έχει επιβιώσει μιας επικίνδυνης πενταετίας. Μια πανδημία που προήλθε από την Κίνα προκάλεσε παγκόσμια καταστροφή –αν και ο Σι και η κυβέρνησή του κατάφεραν με κάποιον τρόπο να ματαιώσουν τις όποιες προσπάθειες να λογοδοτήσει η χώρα. Ο λάθος χειρισμός της πανδημίας από τον Σι στο εσωτερικό οδήγησε σε σπάνιες εκφράσεις δημόσιας δυσαρέσκειας. Οι αμερικανικοί δασμοί απείλησαν την πρόσβαση της Κίνας στις παγκόσμιες αγορές.
Ωστόσο, σε αντίθεση με την ΕΕ και την Ιαπωνία, η Κίνα ήταν ασυνήθιστα σκληρή στην απάντησή της στον εμπορικό πόλεμο του Τραμπ και χρησιμοποίησε τον έλεγχό της στις σπάνιες γαίες και τα κρίσιμα ορυκτά για να αναγκάσει τις ΗΠΑ να μειώσουν τους δασμούς.
Το όπλο των σπάνιων γαιών θα μπορούσε επίσης να αλλάξει τους αμερικανικούς υπολογισμούς για μια πιθανή σύρραξη αναφορικά με την Ταϊβάν. Αυτή η νέα αίσθηση της κινεζικής δύναμης μπορεί να αντανακλάται στην επιθετική στάση που έχει υιοθετήσει το Πεκίνο έναντι της νέας πρωθυπουργού της Ιαπωνίας, Σανάε Τακαϊτσι, μετά τα σχόλια που έκανε για την Ταϊβάν και τα οποία προκάλεσαν δυσαρέσκεια στο Πεκίνο.
Ο Σι επωφελείται ενός πλεονεκτήματος παρουσίασης στη μάχη των τυράννων, όπου πολλά εξαρτώνται από μια ικανότητα να προβάλλει μια εικόνα αδιαμφισβήτητης δύναμης. Με τρόπο που ο Τραμπ μόνο να ζηλέψει μπορεί, ο Σι έχει σχεδόν τον πλήρη έλεγχο του νομοθετικού σώματος της χώρας, του δικαστικού συστήματος και των μέσων ενημέρωσης. Αυτό σημαίνει πως οι ενδείξεις δυσαρέσκειας ή αναταραχών είναι σπάνιες στην Κίνα.
Ωστόσο, τα σημάδια υπάρχουν για αυτούς που τα ψάχνουν. Ο Σι βρίσκεται στην εξουσία για περισσότερο από μια δεκαετία, αλλά συνεχίζει να διώκει πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες με απίστευτο ρυθμό. Αυτό θα μπορούσε να αποτελεί σήμα της δικής του παράνοιας ή της επιμονής της διαφθοράς. Όπως και να έχει, πρόκειται για μια τεράστια αντίθεση από την επίσημη εικόνα της ηρεμίας και δύναμης που επιδιώκει να προβάλλει ο Κινέζος ηγέτης.
Οι υπουργοί και οι σύμβουλοι που περιστοίχιζαν τον Σι στη συνάντησή του με τον Τραμπ στη Νότια Κορέα τον Οκτώβριο είχαν λόγους να μοιάζουν τρομαγμένοι. Πολλοί από τους προκατόχους τους είχαν πρόσφατα διωχθεί –συμπεριλαμβανομένων ενός υπουργού Εξωτερικών, δυο υπουργών Άμυνας, εννέα ανώτατων στρατηγών και του επικεφαλής του τμήματος διεθνών σχέσεων του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Αντιθέτως, η πιο πρόσφατη προσπάθεια του Τραμπ να φυλακίσει έναν από τους πολιτικούς του εχθρούς –τον Τζέιμς Κόμι, πρώην επικεφαλής του FBI- απορρίφθηκε από τα δικαστήρια. Αυτό ήταν αναμφίβολα ενοχλητικό για τον πρόεδρο. Αλλά ήταν ένα ενθαρρυντικό σημάδι για την Αμερική, δείχνοντας πως το πολιτικό σύστημα εξακολουθεί να είναι ισχυρότερο από έναν μόνο χαρισματικό ηγέτη.
Ό,τι και αν σκέφτεται ο Τραμπ, ένας πρόεδρος που περιστοιχίζεται από τρομαγμένους υποτελείς δεν είναι ένα υγιές σημάδι για οποιαδήποτε χώρα.