Εδώ και πολλούς μήνες, το Euro2day.gr είχε επισημάνει τα απειλητικά σήματα που έστελνε η αγορά ομολόγων για τις μεγάλες αλλά υπερδανεισμένες οικονομίες της Δύσης, όπως και τις έντονα ανοδικές τάσεις του χρυσού, υποστηρίζοντας (ήδη από τον περασμένο Μάιο) ότι είναι πολύ πιθανό να συνεχιστούν!
Έκτοτε ο χρυσός έχει κάνει ένα απίστευτο ράλι, με αποτέλεσμα σήμερα να παρουσιάζει υψηλότερη απόδοση και από τις μετοχές, σε διάστημα… 25ετίας, δηλαδή για ολόκληρο τον 21ο αιώνα, έχοντας αποκτήσει συνολική «κεφαλαιοποίηση» (με βάση τις εκτιμήσεις για το συνολικό βάρος χρυσού που έχει εξορυχθεί) περίπου 30 τρισ. δολάρια!
Μέσα στο 2025, η άνοδος του πολύτιμου μετάλλου έχει φτάσει το 61%, όταν μία από τις πλέον δημοφιλείς κερδοσκοπικές τοποθετήσεις, το Βitcoin, κινείται στο 14,5% και ο δείκτης του NASDAQ, της «φωλιάς» των πιο μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας και ΑΙ, κινείται πέριξ του 17%.
Ταυτόχρονα, παρότι δεν έχει υπάρξει μέχρι στιγμής κάποια σοβαρή κρίση στις αγορές κρατικών ομολόγων, μόλις την Παρασκευή, οι ανησυχίες για τη δημοσιονομική τροχιά μεγάλων οικονομιών της Δύσης έφτασαν να γίνουν πρωτοσέλιδο στον συντηρητικό Εconomist, με τίτλο «H επερχόμενη κρίση χρέους» (The coming debt emergency).
To άρθρο περιγράφει το αδιέξοδο στο οποίο έχουν βρεθεί οι περισσότερες μεγάλες οικονομίες της Δύσης, από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, έως την Ιαπωνία, καθώς ξοδεύουν περισσότερα από όσα παράγουν, χωρίς όμως να έχουν (στις περισσότερες περιπτώσεις) την πολιτική δυνατότητα να μαζέψουν με περικοπές τα ελλείμματα ή να αυξήσουν σημαντικά τα φορολογικά έσοδα.
Η παγίδα των χρεών και ο φόβος για την αξία του χρήματος
Πρόκειται για την «παγίδα χρεών» που έχουμε περιγράψει και σε προηγούμενα σημειώματα, που, όπως επισημαίνει ο Εconomist αλλά και πολλοί αναλυτές, το πιθανότερο είναι ότι θα οδηγήσει σε μια σταδιακή μείωση της αξίας του χρήματος, μέσα από επίπεδα πληθωρισμού αρκετά υψηλά για να εξυπηρετούν το «ροκάνισμα» της πραγματικής αξίας αυτών των χρεών.
Διότι αυτή η τακτική αναμένεται ότι θα συνοδευτεί από ρυθμιστικά επιτόκια των κεντρικών τραπεζών που θα είναι χαμηλότερα από τον πληθωρισμό. Όπως έχει συμβεί ξανά τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα.
Η προσδοκία αυτή οδηγεί τους επενδυτές στο συμπέρασμα ότι ακόμη και στο καλό σενάριο, αποφυγής μια κρίσης χρεών, η αξία των νομισμάτων θα μειωθεί αισθητά σε μακροχρόνιο ορίζοντα. Γεγονός που αντανακλάται, αφενός, στις πιέσεις που ασκούνται στις μακροχρόνιες εκδόσεις κρατικών ομολόγων (πάνω από τη 10ετία) και αφετέρου, στην παραμονή των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων με μικρότερη διάρκεια, σε υψηλά επίπεδα, παρά τις μειώσεις επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τους τελευταίους 12 μήνες οι αποδόσεις ομολόγων που ζητούν οι αγορές έχουν αυξηθεί σε όλες σχεδόν τις μεγάλες οικονομίες της Δύσης (οι ΗΠΑ αποτελούν εξαίρεση το τελευταίο διάστημα), παρότι έχουν γίνει μειώσεις των ρυθμιστικών επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες.
Το χειρότερο, δε, είναι ότι στις περισσότερες από αυτές τις χώρες, όπως για παράδειγμα στη Γαλλία και την Ιαπωνία, τα πολιτικά «σήματα» δείχνουν ανεπαρκή δέσμευση στη μείωση των ελλειμμάτων.
Εν συντομία, ο κύκλος του λεγόμενου «global debasement trade», που αναδεικνύεται σε κύριο παράγοντα ανόδου του χρυσού (και άλλων πολύτιμων μετάλλων όπως το ασήμι), λειτουργεί ως εξής:
Οι επενδυτές φοβούνται ότι τα κύρια νομίσματα αναμένεται να χάσουν αγοραστική δύναμη λόγω μεγάλων και επίμονων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, πιθανής δημιουργίας χρήματος κατ’ επιταγήν της πολιτικής και αυξανόμενης πίεσης στην ανεξαρτησία των Κεντρικών Τραπεζών. Το αποκαλούμενο δηλαδή «fiscal dominance», στο πλαίσιο του οποίου οι Κεντρικές Τράπεζες αναγκάζονται να «υποταχθούν» στις κρίσιμες δημοσιονομικές ανάγκες του κράτους ή της περιοχής τους.
Έτσι, οι επενδυτές οδηγούνται σε αγορές «σκληρών»/σπάνιων περιουσιακών στοιχείων, αποφεύγοντας τα κρατικά ομόλογα μακράς διάρκειας και τα νομισματικά ζεύγη μεταξύ μεγάλων οικονομιών, που αντιμετωπίζουν παραπλήσια προβλήματα.
Η γεωπολιτική διάσταση και το «ασφαλές καταφύγιο»
Ο παραπάνω παράγοντας έρχεται να προστεθεί στη γεωπολιτική παράμετρο, που λειτουργεί εδώ και χρόνια. Όπως παρατηρούν αρκετοί διεθνείς αναλυτές, ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας δημιούργησε εξαρχής έντονες ανησυχίες για ανατροπή της «διεθνούς τάξης», αλλά και κατακερματισμό του κυρίαρχου χρηματοοικονομικού συστήματος της Δύσης.
Η άνοδος του χρυσού το πρώτο διάστημα (έως το 2024) ήταν περιορισμένη, όμως, ήταν εντυπωσιακό ότι δεν επήλθε σημαντική πτώση στην τιμή του, ακόμη και όταν οι μειώσεις επιτοκίων διαδέχονταν η μία την άλλη, από την πλευρά των Κεντρικών Τραπεζών, σχεδόν σε ολόκληρη τη Δύση.
Ρόλο έπαιξαν και τα πρωτοφανή κύματα κυρώσεων ενάντια στη Ρωσία, που οδηγούν σε σταδιακή αποστασιοποίηση της Κίνας και άλλων παικτών του Νότου, από το δολαριακό σύστημα και τους χρηματοοικονομικούς μηχανισμούς της Δύσης. Με αποτέλεσμα, οι τοποθετήσεις σε αξίες όπως τα αμερικανικά ομόλογα να περιορίζονται, δίνοντας τη θέση τους σε αγορές χρυσού, από τις Κεντρικές τους Τράπεζες. Μια κίνηση που ακολουθούν εδώ και μεγάλο διάστημα και πολλές Κεντρικές Τράπεζες χωρών της Δύσης.
Προφανώς τόσο το πάγωμα θέσεων της ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας στη Δύση, ύψους έως και 300 δισ. δολαρίων, όσο και οι κινήσεις που γίνονται σήμερα για την έμμεση κατάσχεση μεγάλου μέρους αυτών των διαθεσίμων, παίζουν σημαντικό ρόλο, απομακρύνοντας τις τρίτες χώρες.
Επιπλέον ο ολοένα εντεινόμενος κατακερματισμός της παγκοσμιοποίησης, με τις επιπτώσεις που έχει αυτό στις αλυσίδες αξίας, ενισχύει τους φόβους για πληθωρισμό, αλλά και οικονομικές και επιχειρηματικές αναταράξεις, μέσω δασμών, ακόμη και αποκλεισμών, που σχετίζονται, ή εμφανίζονται να σχετίζονται, με «θέματα ασφαλείας» των εμπλεκόμενων χωρών.
O «διχασμός» μεταξύ αγορών και οικονομιών
Επιφανειακά παράδοξος, σε όλο αυτό το σκηνικό, εμφανίζεται ο «διχασμός» μεταξύ των μεγάλων οικονομιών και των δεικτών στα χρηματιστήριά τους. Ακόμη και στη Γαλλία, τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα της οποίας έχουν κάνει φέτος τον γύρο του κόσμου, ο δείκτης του γαλλικού χρηματιστηρίου παρουσιάζει άνοδο σχεδόν 11% από την αρχή του έτους. Η άνοδος αυτή όμως οφείλεται σε δύο παράγοντες.
Ο πρώτος αφορά τη «δαρβινική» διαδικασία, με την οποία εξελίσσεται σε τακτά χρονικά διαστήματα η βαρύτητα της κάθε εταιρείας στη σύνθεση των δεικτών αυτών. Όσο πιο πολύ ανεβαίνει η τιμή της μετοχής τους -άρα και η κεφαλαιοποίηση- τόσο πιο μεγάλη σημασία αποκτούν στη διαμόρφωση του δείκτη, ενώ η ανάποδη διαδικασία συμβαίνει σε εκείνες τις εταιρείες που χάνουν τη δυναμικότητά τους.
Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες ενισχύουν δυσανάλογα την εικόνα ανόδου του αμερικανικού χρηματιστηρίου, ενώ οι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες της Γερμανίας, που περνούν πολύ δύσκολες ώρες, έχουν ολοένα και μικρότερη επίδραση στην απόδοση που «απεικονίζει» ο δείκτης DAX.
Ο δεύτερος παράγοντας έχει να κάνει με τη «διεθνοποίηση» των μεγάλων εισηγμένων εταιρειών, που λειτουργεί προς το παρόν σαν αμορτισέρ απέναντι στις διακυμάνσεις της οικονομίας στην έδρα τους. Για πολλές η συσχέτιση έχει γίνει αρκετά χαμηλή, ανάλογα και με το ποσοστό εξαγωγής των προϊόντων και υπηρεσιών τους.
Εντούτοις, υπάρχουν κρίσιμα όρια, πέρα από τα οποία αυτή η έλλειψη συσχέτισης μπορεί να ανατραπεί. Στις περισσότερες χρηματιστηριακές αγορές, οι αποτιμήσεις βρίσκονται ήδη σε πολύ υψηλά επίπεδα, γεγονός που τις καθιστά ευάλωτες. Επιπρόσθετα, εφόσον το πρόβλημα των κρατικών χρεών αφορά πολλές και διαφορετικές οικονομίες, που βρίσκονται σε παραπλήσια θέση, η «διαφοροποίηση» των μεγάλων εταιρειών μπορεί να σταματήσει να αποτελεί αποτελεσματική ασπίδα.
Το έλλειμμα πολιτικής ηγεσίας στην Ευρώπη και τα αμερικανικά «πειράματα»
Τυχόν πολιτικοοικονομικές μεταβολές που θα έχουν ως αποτέλεσμα περιορισμό ή στασιμότητα της κατανάλωσης σε μεγάλες αγορές , είτε λόγω μείωσης του εισοδήματος είτε λόγω φόβων για τη διατήρηση της αγοραστικής δύναμης, θα παίξουν σημαντικό ρόλο. Ιδίως σε μια περίοδο που η πρόσβαση σε άλλες αγορές καθίσταται δυσκολότερη λόγω του αυξανόμενου κύματος προστατευτισμού.
Οι περαιτέρω ισχυρές κινήσεις στην τιμή του χρυσού, που ήδη προβληματίζει διεθνώς (και αποτέλεσε ένα από τα κυριότερα θέματα συζήτησης κατά την πρόσφατη διάσκεψη ΔΝΤ-Παγκόσμιας Τράπεζας), ενδέχεται να αποτελέσουν έναυσμα σημαντικών ρευστοποιήσεων, ακόμη και σε μετοχές, ιδίως εφόσον επικρατήσουν ανησυχίες για την πιστωτική εικόνα του ιδιωτικού τομέα. Αντίστοιχα, σε αυτή την ευαίσθητη περίοδο, το σκάσιμο μιας φούσκας στις μετοχές που κινούνται με τις προσδοκίες της τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσε να έχει ιδιαίτερα δυσμενή επίδραση.
Στην πραγματικότητα, πάντως, το βασικό «πηδάλιο» το κρατούν ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά τις τελευταίες δεκαετίες, οι πολιτικές ηγεσίες των μεγάλων κρατών του κόσμου, τόσο από γεωπολιτικής όσο και από καθαρά οικονομικής πλευράς.
Τα χέρια τους, όμως, τουλάχιστον στην Ευρώπη, εμφανίζονται δεμένα από τον συνδυασμό πολιτικής και οικονομικής συγκυρίας στο εσωτερικό τους, απαιτώντας ηγετικές ικανότητες που δεν φαίνεται να υπάρχουν. Οπότε είναι αμφίβολο αν θα επιλέξουν να κάνουν τις ρηξικέλευθες -και πολιτικά επικίνδυνες- κινήσεις που απαιτούνται.
Στις ΗΠΑ, που λόγω οικονομικού μεγέθους και γεωπολιτικής ισχύος δίνει τον τόνο στην υπόλοιπη Δύση, είναι εμφανές ότι τα προβλήματα έχουν γίνει αντιληπτά και επιδιώκεται αλλαγή κατεύθυνσης.
Είναι όμως επίσης εμφανές ότι η ηγετική ομάδα του Ντόναλντ Τραμπ «πειραματίζεται» προκειμένου να καταλήξει σε ένα μίγμα γεωπολιτικών και οικονομικών κινήσεων, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πισωγυρίσματα και αλληλοσυγκρουόμενες αποφάσεις.
Περιττό ίσως να ειπωθεί ότι από την έκβαση αυτών των πειραμάτων θα κριθούν πολλά. Ας μην ξεχνάμε ότι η αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά έχει μόνη της μεγαλύτερη κεφαλαιοποίηση από όλες τις υπόλοιπες αγορές του κόσμου.