Ανοδικά αναμένεται να συνεχίσει να κινείται η αγορά ακινήτων της χώρας, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), που προειδοποιεί ωστόσο ότι απαιτούνται βήματα για μείωση της γραφειοκρατίας ώστε να παραμείνει ο κλάδος σε θετική τροχιά και να αντιμετωπιστεί η στεγαστική κρίση.
Η τοποθέτηση της TτΕ κινείται στην ίδια κατεύθυνση με την Κομισιόν, που σε πρόσφατη έκθεσή της για την προσιτή κατοικία, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην αναζήτηση ευκαιριών που μειώνουν την περιττή διοικητική επιβάρυνση στην κατασκευή και παροχή στέγασης.
Στην «Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2025», που δόθηκε στη δημοσιότητα χθες, τονίζεται ότι, παρά τις θετικές εξελίξεις, η ελληνική αγορά ακινήτων συνεχίζει να περιορίζεται από γραφειοκρατικές διαδικασίες και θεσμικές και διοικητικές καθυστερήσεις.
«Για τη διατήρηση του ενδιαφέροντος και των θετικών προοπτικών απαιτούνται περαιτέρω βήματα με στόχο την απλοποίηση των διαδικασιών σε όλα τα στάδια της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας, ώστε να αποδεσμευθούν ακίνητα και επενδύσεις που θα δώσουν λύση στο ζήτημα της περιορισμένης προσφοράς και θα επιτρέψουν την ανάπτυξη σε τοπικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο χώρας», υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Σχετικές πρωτοβουλίες ετοιμάζει η κυβέρνηση, αν και παράγοντες της αγοράς μιλούν για την ανάγκη για ευρύτερες μεταρρυθμίσεις που θα συμβάλουν στην ενίσχυση της προσφοράς, αντί για μεμονωμένες προσπάθειες.
Υπενθυμίζεται ότι ανάμεσα στα μέτρα που ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ο πρωθυπουργός κατά της στεγαστικής κρίσης, συμπεριλαμβάνεται και η επιτάχυνση των επενδύσεων σε οικιστικά συγκροτήματα. Η ΤτΕ κάνει λόγο για δέσμη μέτρων που προσανατολίζεται, μεταξύ άλλων, στη στήριξη της προσφοράς κατοικίας, δίνοντας έμφαση στη δυνατότητα οικιστικής αξιοποίησης σε ανενεργά ακίνητα επαγγελματικής χρήσης και στην αναβάθμιση υφιστάμενων παλαιότερων κατοικιών.
«Αν και οι παρεμβάσεις αυτές συνιστούν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, ενδέχεται να έχουν περιορισμένη βραχυπρόθεσμη αποτελεσματικότητα, καθώς ορισμένες από αυτές τείνουν να ενισχύουν τη ζήτηση, ενώ άλλες προϋποθέτουν μακρό χρονικό ορίζοντα υλοποίησης», σύμφωνα με την έκθεση.
Συνεχίζεται η άνοδος
Στο μέτωπο των τιμών, οι αξίες θα συνεχίσουν να κινούνται ανοδικά, προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδας, παρά το γεγονός ότι πληθαίνουν τα σημάδια της κόπωσης.
«Το επενδυτικό ενδιαφέρον όπως και οι ανοδικές τάσεις των τιμών στην αγορά ακινήτων αναμένεται να συνεχιστούν και το επόμενο διάστημα, αλλά με ηπιότερους ρυθμούς, υπό την προϋπόθεση ότι η ζήτηση δεν θα επηρεαστεί από διεθνείς μακροοικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις», τονίζεται.
Ειδικά για το υψηλότερων προδιαγραφών τμήμα της αγοράς, εκτιμάται ότι η πορεία του θα συνεχίσει να είναι θετική, με τη δυναμική να τροφοδοτείται από το ενδιαφέρον ξένων αγοραστών και επενδυτών, την καλή επίδοση του τουρισμού, τη βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών, αλλά και τη σταδιακή αναβάθμιση των υποδομών της χώρας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ενδιαφέρον των ξένων για κατοικία παραμένει ισχυρό. Εντούτοις, η ψαλίδα ανάμεσα στις τιμές της Ελλάδας με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου μικραίνει, γεγονός που αμβλύνει τη συνολική ζήτηση για διαμερίσματα στη χώρα μας. Ακόμα, τα νέα αυστηρότερα κριτήρια για τη χορήγηση της Χρυσής Βίζας μειώνουν το αγοραστικό ενδιαφέρον για τις κατοικίες, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Χρειάζονται οι υποδομές
Στη συνέχεια, η Ενδιάμεση Έκθεση υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη διαχείριση των νέων συνθηκών που δημιουργούνται ειδικά στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας, όπου συγκεντρώνεται σημαντικό μέρος του πληθυσμού της χώρας, αλλά και της επενδυτικής δραστηριότητας.
«Αφενός ο βόρειος άξονας της πόλης, ο οποίος συγκεντρώνει τη συντριπτική πλειοψηφία των νέων “πράσινων” γραφειακών χώρων, όπως και χρήσεις αναψυχής, συνεδρίων και εμπορικών κέντρων, και αφετέρου ο υπερτοπικός πόλος του Ελληνικού στα νότια προάστια αναμένεται να μεταβάλουν σημαντικά τη ζήτηση ακινήτων», εξηγεί η ΤτΕ.
Με τη σταδιακή διαμόρφωση νέων τοπικών θυλάκων ισχυρού επενδυτικού και επιχειρηματικού ενδιαφέροντος, εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν άμεσα περαιτέρω επενδύσεις σε υποδομές, ώστε η ανάπτυξη στο λεκανοπέδιο της Αττικής να είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα, καταλήγει.