Τελικά το καλοκαίρι αποδείχτηκε χλιαρό για την Ελλάδα. Αρκετοί περίμεναν πως μετά το σχηματισμό δικομματικής κυβέρνησης θα επιταχυνόταν το βήμα και θα είχαμε πιο γρήγορες κινήσεις για να σταθεροποιηθεί η οικονομία και να αρχίσει να τονώνεται η αγορά. Όμως, και η νέα κυβέρνηση έχει... τρακάρει με τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού συστήματος (πολιτικού και οικονομικού) και δεν δείχνει ικανή να αντιστρέψει την εικόνα.
Έτσι, ουσιαστικά οι όποιες ελπίδες για «μεγάλα νέα» έχουν εναποτεθεί στα χέρια των ξένων. Στην οικονομία όλοι ασχολούνται με το αν και πώς θα επέλθει η νέα ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, στο χρηματιστήριο αν και πώς θα έλθουν τα κεφάλαια από τα funds που τοποθετούνται σε αναδυόμενες αγορές. Και κάπου σ' αυτό το σημείο χανόμαστε όλοι στη... μετάφραση των μηνυμάτων και στο πώς οι όποιες αποφάσεις θα μπορέσουν να επιδράσουν επιτέλους θετικά στην κατάσταση της πραγματικής οικονομίας (και της κοινωνίας βεβαίως).
Μέχρι τότε, όμως, μέχρι να έρθουν τα χειροπιαστά νέα, παραμένουμε εγκλωβισμένοι στα ίδια προβλήματα, τα οποία επί της ουσίας δεν έχουμε αγγίξει.
Η ουσία είναι πως μέσα στο καλοκαίρι, το σκηνικό δεν άλλαξε στο Χρηματιστήριο. Όσοι πιστεύουν σε σταδιακή έξοδο από την ύφεση το 2014 και σε ευνοϊκή διευθέτηση του ελληνικού δημόσιου χρέους από τους Ευρωπαίους, αγοράζουν. Μάλιστα, η διψήφια ποσοστιαία άνοδος των εσόδων από τον εισερχόμενο τουρισμό σε συνδυασμό με την ανθεκτικότητα των εξαγωγών και την απελευθέρωση κάποιων έργων του ΕΣΠΑ αναμένεται να περιορίσει σημαντικά την ύφεση της ελληνικής οικονομίας μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, με την Alpha Bank μάλιστα να προβλέπει πτώση του ΑΕΠ χαμηλότερη του 4% για ολόκληρη τη φετινή χρονιά.
Αντίθετα, όσοι πιστεύουν ότι θα συνεχιστεί η ύφεση μέσα στο 2014 ή φοβούνται έντονα κάποιο πολιτικό «ατύχημα» που θα οδηγούσε σε προκήρυξη εκλογών μέσα στους επόμενους μήνες, πουλάνε.
Αυτό είναι και το κρίσιμο στοιχείο για την αξιολόγηση των αποτιμήσεων των ελληνικών μετοχών. Όσοι βλέπουν στατικά τα νούμερα (π.χ. δείκτες με βάση τις επιδόσεις του 2013) τότε θεωρούν ακριβές τις ελληνικές μετοχές ή έστω όχι τόσο φτηνές ώστε να αξίζει να «σηκώσουν» το ρίσκο της χώρας. Όσοι αντίθετα, προβλέπουν μια σταδιακή ελάφρυνση της κατάστασης από το 2014, με πτώση επιτοκίων, καλύτερη ρευστότητα, περισσότερες επενδύσεις και βελτίωση του κλίματος, τότε διαβλέπουν ευκαιρίες μιλώντας για πολύ καλύτερες οικονομικές επιδόσεις των εισηγμένων εταιρειών μέσα στα επόμενα χρόνια.
Γιατί φοβούνται
Το ζήτημα είναι πως μέχρι σήμερα, η πλειονότητα των επενδυτών δεν έχει πιστέψει το θετικό σενάριο που υποστηρίζει η κυβέρνηση και ενδεικτική είναι η επισήμανση της HSBC ότι στα τρέχοντα επίπεδα τιμών των μετοχών εμπεριέχεται σε μεγάλο βαθμό το ρίσκο ότι η ελληνική οικονομία δεν θα ανακάμψει.
Οι φόβοι της αγοράς ότι η ανάκαμψη δεν θα ξεκινήσει ούτε μέσα στο 2014, προέρχονται κυρίως από τους εξής παράγοντες:
- Δεν αναμένεται να υπάρξει ουσιαστική τόνωση της ρευστότητας στην οικονομία, τουλάχιστον μέσα στους επόμενους μήνες, διαψεύδοντας όλους εκείνους που θεωρούσαν πανάκεια την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Μάλιστα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Σίμος Κεδίκογλου, έχει θέσει το τέλος του χρόνου ως ενδεικτική χρονική στιγμή στην οποία πιστεύει πως θα έχουν φανεί τα πρώτα δείγματα τόνωσης της χρηματοδότησης.
- Το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων αναμένεται να αντιμετωπίσει εμπόδια και καθυστερήσεις σε σχέση με τα ιδιαίτερα φιλόδοξα κυβερνητικά σχέδια.
- Υποθέσεις που θα μπορούσαν να αλλάξουν την ψυχολογία, όπως η επανεκκίνηση της κατασκευής των μεγάλων αυτοκινητόδρομων ή η ανάθεση του project στο Ελληνικό είτε καθυστερούν είτε αντιμετωπίζονται από την αγορά με μεγαλύτερη δυσπιστία.
- Υπάρχει εντονότατη επιφυλακτικότητα για το κατά πόσο μια οικονομία μπορεί να σταθεροποιηθεί όταν η παραγωγική διαδικασία και τα ακίνητα (δηλαδή οι πιθανές πηγές ανάπτυξης) φορολογούνται τόσο έντονα και μάλιστα όχι επί των ενδεχόμενων κερδών, αλλά επί του κόστους (στις επιχειρήσεις) και επί της κατοχής (στα ακίνητα). Ανάλογη επιφυλακτικότητα υπάρχει και εξαιτίας της συνεχούς μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, καθώς μέσα στο 2013 η αμοιβή της εργασίας ανά μονάδα προϊόντος θα υποχωρήσει πάνω από 5%, ενώ οι φορολογικές υποχρεώσεις των νοικοκυριών αυξάνονται συνεχώς.
- Τέλος, αξιοσημείωτα είναι τα εμφανιζόμενα κυβερνητικά κενά σε μια σειρά από μέτωπα, όπως για παράδειγμα στις φετινές φορολογικές δηλώσεις ή στις αναβολές καθορισμού του τρόπου φορολόγησης των ακινήτων (μήπως και αρχίσει κάτι να κινείται στη σχετική αγορά).
Η νέα συμφωνία
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το ενδιαφέρον για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας στρέφεται στο περιεχόμενο της συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, που αναμένεται να γίνει έως τα μέσα του 2014 και θα αφορά στη διαχείριση του δημόσιου χρέους.
Το πρώτο θετικό στοιχείο είναι ότι την ανάγκη και την προθυμία αντιμετώπισης του ζητήματος την έχουν ήδη επιδείξει οι Ευρωπαίοι, γεγονός που μειώνει δραστικά τις πιθανότητες ενός σεναρίου εξόδου της χώρας από τη ζώνη του ευρώ.
Το δεύτερο θετικό στοιχείο είναι ότι είτε το πακέτο αυτό λάβει τη μορφή «κουρέματος» (άποψη των ΗΠΑ και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου) είτε περιοριστεί σε ένα συνδυασμό ελάφρυνσης επιτοκίων, χρονικής επιμήκυνσης και πρόσθετης χρηματοδότησης (άποψη της Γερμανίας), η Ελλάδα έχει μόνο να ευνοηθεί από τη συγκεκριμένη συζήτηση και το ζητούμενο είναι το πόσο δυνατά ερείσματα θα έχει η ελληνική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που αναμένεται να γίνουν σε τέσσερις έως επτά μήνες από σήμερα.
Οι Ευρωπαίοι λοιπόν έχουν κάθε λόγο να συνάψουν μια νέα μακροπρόθεσμη συμφωνία με την Ελλάδα, η οποία θα δεσμεύει τη χώρα στην άσκηση περιοριστικής πολιτικής για αρκετά χρόνια ακόμη, με απώτερο στόχο να πάρουν τα λεφτά τους πίσω ή έστω να πάρουν το μεγαλύτερο μέρος τους.
Το ζητούμενο τώρα -που αφορά και το επενδυτικό κοινό- είναι αν από αυτή την επικείμενη συμφωνία θα προκύψει μια λύση που θα αντιμετωπίζει «μια κι έξω» το πρόβλημα του ελληνικού χρέους ή εναλλακτικά θα προκύψει ένα μπάλωμα λίγων ετών, που απλώς θα μεταφέρει τη λύση του προβλήματος ένα ή δύο χρόνια αργότερα. Η χρηματιστηριακή αγορά θα ήθελε την οριστική λύση του προβλήματος, ωστόσο θα συμβιβαζόταν και με μια ενδιάμεση, αρκεί αυτή να μείωνε περαιτέρω τον κίνδυνο και να προσέφερε φρέσκο χρήμα για χρηματοδότηση και επενδύσεις.
Τράπεζες, Δημόσιο και στη μέση... η ανάπτυξη
Με δεδομένο ότι από τα κονδύλια του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έχει περισσέψει ένα ποσό της τάξης των 8 δισ. ευρώ, το οποίο εκτιμάται ότι μπορεί να φτάσει τελικά ως και τα 14 δισ. ευρώ, υπάρχει πλήθος σεναρίων για το πώς αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Άλλοι υποστηρίζουν πως αυτό -μαζί με τα κεφάλαια που θα προκύψουν από την πώληση της Eurobank και από τη ρευστοποίηση «ασημικών», δηλαδή θυγατρικών των ελληνικών τραπεζών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό- θα πρέπει να ενισχύσει τις πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες που θα προκύψουν από τον νέο έλεγχο της BalckRock και στο «τέλος της ημέρας» να καταλήξει στην πραγματική οικονομία μέσα από την αύξηση των δανειοδοτήσεων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Μεταξύ των «ασημικών» που ακούγονται είναι ο Αστέρας Βουλιαγμένης, η Finansbank στην Τουρκία, η ΑΤΕ Ασφαλιστική, η Εθνική Ασφαλιστική και η Πανγαία ΑΕΕΑΠ. Ωστόσο, κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις εκτιμάται πως η χρονική στιγμή της πώλησης δεν μπορεί να έρθει νωρίτερα από την αρχή του 2015.
Σε κάθε περίπτωση, μέχρι σήμερα είναι άγνωστο το μέγεθος της νέας «τρύπας» των τραπεζών που θα προκύψει από τον επικαιροποιημένο έλεγχο της BlackRock, καθώς επίσης είναι άγνωστο κατά πόσο θα μπορέσουν να πουληθούν τα «ασημικά» του ΤΧΣ (όπως η Eurobank και θυγατρικές άλλων τραπεζών) και έναντι ποιου τιμήματος.
Πάντως, το άνοιγμα τόσο των τραπεζών, όσο και του δημοσίου χρέους θα επηρεαστεί σε σημαντικό βαθμό από το κατά πόσο θα μπορέσει να σταθεροποιηθεί σύντομα η ελληνική οικονομία και να αρχίσει να ανακάμπτει από το 2014 και μετά. Σε περίπτωση που ξεκινήσει η ανάκαμψη, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι πολλά από τα μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια θα αρχίσουν να αποπληρώνονται από λεφτά που θα φέρουν είτε οι σημερινοί μέτοχοι των επιχειρήσεων, είτε νέοι μέτοχοι από το εξωτερικό.