Οι προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2017 είναι πραγματική σπαζοκεφαλιά. Από τις αισιόδοξες εκτιμήσεις του ΔΝΤ και της κυβέρνησης στο προσχέδιο του προϋπολογισμού μέχρι τις... γκριζόμαυρες εκτιμήσεις των επενδυτικών οίκων, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Η αλήθεια είναι ότι είναι τόσες πολλές οι παράμετροι της εξίσωσης, που όλα τα σενάρια είναι ανοιχτά και με σχεδόν ίδιες πιθανότητες επαλήθευσης.
Όμως, η αγορά επιμένει ότι τα σημεία-κλειδιά και τα... προαπαιτούμενα της ανάκαμψης είναι πολύ συγκεκριμένα. Αρκετά απ' αυτά μάλιστα δεν καταγράφονται ούτε σε προϋπολογισμούς ούτε σε στατιστικές: είναι η ανάγκη να σχηματιστεί ένα ξεκάθαρο πλαίσιο λειτουργίας στην οικονομική ζωή (λ.χ. το σταθερό φορολογικό σύστημα) και να αναλάβει η κυβέρνηση συγκεκριμένες δράσεις (λ.χ. στο μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων), ώστε να πειστούν οι διεθνείς επενδυτές είναι ξανά μια «κανονική» χώρα.
Μέχρι να συμβεί αυτό, ο... καβγάς για τα νούμερα απλώς θα μπερδεύει ακόμα περισσότερο το κουβάρι της ανάκαμψης...
«Αν τους επόμενους μήνες διαπιστωθεί πως τα νούμερα του προϋπολογισμού του 2017 είναι επιτεύξιμα, τότε οι μετοχές στο ελληνικό χρηματιστήριο μπορούν να οδηγήσουν σε πολύ σημαντικές αποδόσεις», δήλωσε γνωστός παράγοντας της αγοράς, επαναλαμβάνοντας ωστόσο μια σειρά από προβληματισμούς που έχουν τεθεί από πολλούς.
Πώς είναι δυνατόν να αυξηθεί η ιδιωτική κατανάλωση κατά 1,8%, όταν από την 1η Οκτωβρίου έως και την αρχή του έτους θα αυξηθούν ένα σωρό έμμεσες φορολογίες;
Πώς οι τράπεζες μέσα στο 2017 θα αρχίσουν να προφέρουν ρευστότητα στην αγορά μέσω δανείων, ανοίγοντας την κάνουλα της χρηματοδότησης; Πώς, δηλαδή, η εδώ και έξι χρόνια συνεχιζόμενη αρνητική πιστωτική επέκταση θα μετατραπεί σε θετική (έτσι προβλέπεται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού), όταν το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει μεγάλα ανοίγματα προς το σύστημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας;
Και τέλος, πώς θα μπορέσουν οι επενδύσεις να αυξηθούν κατά 9% αν δεν αλλάξει δραστικά η στάση των ξένων ιδιωτών απέναντι στη χώρα μας;
Από τη μια πλευρά, λοιπόν, έχουμε τόσο την κυβέρνηση όσο και το... σκληρό Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να προβλέπουν θετικό ρυθμό ανάπτυξης για φέτος και 2,7%-2,8% για το επόμενο έτος, ενώ παράλληλα o φετινός προϋπολογισμός φαίνεται να κινείται εντός των ορίων τόσο σε ότι αφορά τα έσοδα, όσο και στο μέτωπο των δαπανών. Από την άλλη πλευρά ωστόσο:
- Η Bank of America μιλάει για -1% στο φετινό ΑΕΠ και για περίπου +1,5% του χρόνου.
- Ο πρώην διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, κ. Γιώργος Προβόπουλος, δηλώνει πως η οικονομία της χώρας θα πληρώνει την επιβολή των capital controls για μια δεκαετία, χωρίς να αποκλείει μια ακόμη επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μας.
- Τόσο ο Ευρωπαϊκός Επίτροπος, Πιερ Μοσκοβισί, όσο και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ, αναφέρονται στην απροθυμία υπουργών της κυβέρνησης να υλοποιήσουν το πρόγραμμα και να προχωρήσουν στις απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές. Ειδικότερα στο μέτωπο των τραπεζών, συνεχίζονται οι καθυστερήσεις στην τοποθέτηση νέων διοικήσεων, ενώ στο μέτωπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων γίνονται μεν κάποιες προετοιμασίες, αλλά στην πράξη ακόμη τίποτε.
- Και, κυρίως, το σύνολο των οικονομικών παραγόντων της εγχώριας αγοράς δεν έχει διαπιστώσει μέχρι σήμερα κάποια δυναμική ανάπτυξης στην πραγματική οικονομία, αλλά αντίθετα βλέπει να συνεχίζεται μια κατάσταση «παράλληλης ή και ελαφρά πτωτικής πορείας», σε πολύ χαμηλά ωστόσο επίπεδα ισορροπίας.
«Το θετικό είναι πως το κλίμα δεν είναι σήμερα τόσο αβέβαιο όσο ήταν στο επτάμηνο του 2015 ή το πρώτο πεντάμηνο της φετινής χρονιάς και αυτό έχει οδηγήσει σε κάποια σχετική ηρεμία. Από την άλλη πλευρά, όμως, όλοι αντιλαμβάνονται ότι ακόμη και το κλίμα αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να επιδεινωθεί στο επόμενο εξάμηνο, είτε μέσα από μια καθυστέρηση της δεύτερης αξιολόγησης είτε επίσης από εξελίξεις στο πολιτικό τοπίο», αναφέρθηκε χαρακτηριστικά.
Η εικόνα των εισηγμένων
Στο ελληνικό χρηματιστήριο τώρα, πολλοί είναι εκείνοι που επιμένουν πως οι ξένοι δεν θα αρκεστούν στη λήψη μιας θετικής αξιολόγησης Οκτώβριο-Νοέμβριο, για να βάλουν το χέρι στην τσέπη και να αγοράσουν μετοχές από το Χ.Α. Άλλωστε, αν ήταν έτσι, κάποιοι θα είχαν αρχίσει να ποντάρουν στην πιθανότητα αυτή δημιουργώντας ένα front running (προεξόφληση του πιθανού θετικού αποτελέσματος).
Από την άλλη πλευρά, κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις. Συγκεκριμένα, όπως προέκυψε και από την εξέταση των οικονομικών αποτελεσμάτων των εισηγμένων εταιρειών για το πρώτο εξάμηνο του 2016:
1 Το 60%-70% των εισηγμένων εταιρειών έχει καταφέρει να προσαρμοστεί αρκετά ικανοποιητικά στις πολύ δυσκολότερες συνθήκες που έχει επιβάλλει η οικονομική κρίση, είτε διατηρώντας κερδοφόρο πορεία είτε περιορίζοντας σταδιακά το ύψος των ζημιών της. Αθροιστικά άλλωστε (εξαιρώντας τράπεζες και τις ΑΕΕΧ) οι εισηγμένες ανέβασαν τα λειτουργικά τους κέρδη (EBITDA) κατά 5% και τα καθαρά τους αποτελέσματα κατά 30%.
2 Περίπου το 65% των εισηγμένων διαπραγματεύεται κάτω (ή και πολύ κάτω...) από τη λογιστική του αξία, με δεκάδες από αυτές τις εταιρείες να συνδυάζουν κέρδη, ικανοποιητική ρευστότητα και συχνά έντονα διεθνοποιημένη δραστηριότητα.
3 Υπάρχουν πολλές μετοχές που διαπραγματεύονται με μονοψήφιο (ή και έντονα μονοψήφιο) δείκτη P/E, καθώς και με σαφώς ικανοποιητικές μερισματικές αποδόσεις σε περιβάλλον αρνητικών διεθνών επιτοκίων.
Με άλλα λόγια, υπάρχουν δύο κατηγορίες μη τραπεζικών χαρτιών, ικανές να προσφέρουν, κάτω από προϋποθέσεις, χρηματιστηριακές συγκινήσεις: Η πρώτη αφορά μια ομάδα εταιρειών που έχει ήδη αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την κρίση και τώρα αρχίζει να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που προκύπτουν από αυτή: Κάνουν εξαγορές, προχωρούν σε επενδύσεις, κερδίζουν μερίδια αγοράς.
Και η δεύτερη ομάδα συμπεριλαμβάνει εταιρείες που συνεχίζουν να διατηρούν -έστω και με δυσκολία- το κεφάλι τους πάνω από το νερό, ενώ παράλληλα διαπραγματεύονται με πολύ χαμηλές αποτιμήσεις. Οι εταιρείες αυτές περιόρισαν τα κόστη τους, αναπροσάρμοσαν τη λειτουργία τους και ανέβασαν την παραγωγικότητά τους. Τώρα τους λείπουν περισσότερες εργασίες και έτσι σε περίπτωση ανάκαμψης της οικονομίας, οι μετοχές αυτές πολύ πιθανόν να διεκδικήσουν σαφώς ανώτερα επίπεδα τιμών.
Υπάρχει, βέβαια, και η περίπτωση των υπερχρεωμένων εταιρειών που για να επιβιώσουν θα χρειαστούν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου (είτε από τις τράπεζες, είτε από ιδιώτες επενδυτές) και πιθανότατα κούρεμα δανείων. Αν και οι τρέχουσες αποτιμήσεις των εταιρειών αυτών είναι συνήθως «συμβολικές», ζητούμενο είναι το πόσο θα διαχυθεί το ποσοστό των σημερινών μετόχων μετά τις ΑΜΚ ή πόσο κούρεμα δανειακών υποχρεώσεων θα υπάρξει.
Σύμφωνα, πάντως, με τη μέχρι τώρα εμπειρία, σε τέτοιες περιπτώσεις μάλλον χαμένοι παρά κερδισμένοι βγήκαν οι μέτοχοι μειοψηφίας. Ερχόμενοι τώρα στις τράπεζες, όλοι πλέον γνωρίζουν πως οι πιθανές αποδόσεις είναι υψηλότατες, αλλά και πως ο κίνδυνος είναι αυξημένος.