Ο πρώην υπουργός Οικονομικών κ. Γκίκας Χαρδούβελης διαπιστώνει μεν μια τάση σταθεροποίησης στην ελληνική οικονομία, ωστόσο θεωρεί ως πιθανότερο μακροπρόθεσμο σενάριο αυτό της στασιμότητας (ΑΕΠ μεταξύ 0% και +1%), λόγω της ανυπαρξίας αναπτυξιακής πολιτικής και της σχετικής αδιαφορίας που επιδεικνύουν οι δανειστές.
Ο κ. Χαρδούβελης επίσης (μιλώντας σε εκδήλωση της Nuntius Χρηματιστηριακής στα πλαίσια του Money Show) δεν αναφέρεται σε μία ενιαία ελληνική οικονομική κρίση, αλλά σε δύο, με τη δεύτερη να ξεκινά στις αρχές του 2015.
Σύμφωνα με τον κ. Χαρδούβελη, στο τέλος του 2014 οι ανισορροπίες είχαν σχεδόν αποκατασταθεί (σε οικονομικό επίπεδο και σε ανταγωνιστικότητα), πολλές μεταρρυθμίσεις είχαν ολοκληρωθεί (η Ελλάδα βαθμολογήθηκε ως πρώτη χώρα στις μεταρρυθμίσεις στον ΟΟΣΑ για τρία συνεχόμενα έτη), το τραπεζικό σύστημα είχε περάσει με επιτυχία τα ευρωπαϊκά stress tests, οι ιδιωτικοποιήσεις είχαν αρχίσει να απογειώνονται, οι μεγάλες επιχειρήσεις μπορούσαν να αντλήσουν κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές, το κράτος κατάφερε να εκδώσει ομόλογα, το ΑΕΠ ανέβηκε κατά 0,6% και προβλεπόταν να τρέξει με +2,9% το 2015, ενώ η χώρα ήταν έτοιμη να βγει από το μνημόνιο, όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία προηγουμένως.
Η δεύτερη κρίση ήταν το αποτέλεσμα μιας καταστροφικής πορείας των συζητήσεων με τους δανειστές στις αρχές του 2015 και έτσι αν ακολουθείτο η προϋπάρχουσα τάση, τότε το 2017 το ΑΕΠ θα αντιστοιχούσε στο 82% του προ κρίσης επιπέδου, ενώ τώρα το 2017 θα φτάσει μόλις στο 76%.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της δεύτερης κρίσης είναι πως ενώ στα τέλη του 2014 η έκθεση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στον ακριβό μηχανισμό του ELA ήταν μηδενική, σήμερα έχει διαμορφωθεί στα 45 δισ. ευρώ (είχε φτάσει και σε υψηλότερα επίπεδα), παρά την πρόσθετη επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που χρειάστηκε, με αποτέλεσμα το ελληνικό δημόσιο να απολέσει μετοχικές αξίες άνω των 25 δισ. ευρώ.
Μια πρόσθετη παρενέργεια της δεύτερης κρίσης ήταν η διακοπή της βελτίωσης στο μέτωπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και αντίθετα η αύξησή τους στη συνέχεια. Σύμφωνα με τον κ. Χαρδούβελη, αν η οικονομία δεν ανακάμψει και το πρόβλημα των κόκκινων δανείων δεν αντιμετωπιστεί σταδιακά, τότε οι τράπεζες θα παραμείνουν ζόμπι μη μπορώντας να προσφέρουν νέα δάνεια σε υγιείς επιχειρήσεις και ενδεχομένως θα χρειαστούν νέα κεφαλαιακή ενδυνάμωση με τους ξένους να μην ενδιαφέρονται σήμερα να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο εγχείρημα.
Ποια είναι τα κλειδιά όμως, προκειμένου η ελληνική οικονομία να μπορέσει να ανακάμψει μεσοπρόθεσμα;
* Η στροφή της οικονομίας από την κατανάλωση προς τις επενδύσεις και τις εξαγωγές (πχ κατανάλωση το 90% στην Ελλάδα έναντι 76% στην Ευρωζώνη, επενδύσεις 11,5% έναντι 20% και εξαγωγές 30% έναντι 46% στην Ευρωζώνη).
* Η εμπέδωση κλίματος οικονομικής σταθερότητας (θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης, δημοσιονομική πειθαρχία), επισημαίνοντας πως το 11% του ΑΕΠ κατευθύνεται στο συνταξιοδοτικό, έναντι 2,5% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη.
* Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας (μείωση της τρέχουσας υπερφορολόγησης, αντιμετώπιση γραφειοκρατίας, αποτελεσματικότερη λειτουργία δημόσιου τομέα, συνέχιση στην εφαρμογή των εργαλείων του ΟΟΣΑ). Μεταξύ του 2009 και του 2014 η Ελλάδα ανέβηκε 40 θέσεις στην κατάταξη διεθνούς ανταγωνιστικότητας του ΟΟΣΑ, ενώ αντίθετα κατά τη διετία 2015-2016 υποχώρησε κατά 6 θέσεις, βρισκόμενη στην 61η θέση (ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ βρίσκεται στο 26).
* Να προσελκύσει μεγάλες ξένες επενδύσεις, διαδικασία που διακόπηκε στις αρχές του 2015.
* Το δημόσιο χρέος να ανακτήσει τη δυνατότητα εξυπηρέτησης που είχε.
* Να ενδυναμωθούν τα κοινωνικά δίκτυα και να μειωθεί η ανεργίας, καθώς το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται στο 23,15% με τους μακροχρόνια ανέργους να ξεπερνούν το 72%.
Γενικότερα, ο κ. Χαρδούβελης βλέπει μια σταθεροποίηση της οικονομίας μέσα στο 2017, ενώ σε μακροπρόθεσμο επίπεδο θεωρεί πως υπάρχουν τρία πιθανά σενάρια.
Α. «Υψηλή ανάπτυξη (super growth): Το σενάριο αυτό αναφέρεται σε μια ετήσια ανάπτυξη της τάξεως του 3% και συγκεντρώνει χαμηλές πιθανότητες επιβεβαίωσης στην πράξη.
Β. «Στασιμότητα (stagnation): Ετήσιες μεταβολές του ΑΕΠ από 0% έως 1%, που αποτελεί και το πλέον πιθανό σενάριο. Και αυτό γιατί δεν παρατηρείται σήμερα έμφαση στην άσκηση πολιτικής μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, με τους Ευρωπαίους δανειστές να μένουν αδιάφοροι στο περιθώριο. Αυτό δημιουργεί πιθανότητα GREXIT, η οποία συνεχίζει να τιμολογείται στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Γ. Περαιτέρω επιδείνωση και στο… βάθος GREXIT (Further Deterioration): Το σενάριο αυτό έχει πολύ χαμηλή πιθανότητα επιβεβαίωσης (γύρω στο 10%) και αναφέρεται σε μια ετήσια υποχώρηση του ΑΕΠ κατά περίπου 3%.