Λιτότητα αλά γερμανικά, «χρεόφρενο» στον προϋπολογισμό

Εβδομάδα προϋπολογισμού και συζήτησης για «θολά σημεία». Τα χρόνια των «παχιών αγελάδων» έχουν παρέλθει. Η αποτυχημένη στρατηγική των χαμηλόμισθων και τα κοινωνικά επιδόματα.

Λιτότητα αλά γερμανικά, «χρεόφρενο» στον προϋπολογισμό

Κατατέθηκε το σχέδιο προϋπολογισμού για το 2024. Eπιστροφή στην δημοσιονομική ομαλότητα ή συγκεκαλυμμένα χρέη με τον μανδύα «ειδικών ταμείων» και «ειδικών σκοπών»;

Η εβδομάδα προϋπολογισμού ξεκίνησε στη γερμανική βουλή με τον Φιλελεύθερο υπουργό Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ να διαμηνύει ότι η Γερμανία έχει «πρόβλημα δαπανών» και ότι για «κάθε ευρώ δαπάνης από εδώ και πέρα θα πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη εξοικονόμησης των αντίστοιχων πόρων».

Χαρακτηριστικά το δίκτυο ZDF αποκαλεί τον Κρίστιαν Λίντνερ σκωπτικά «Επίτροπο Λιτότητας» (Sparkommissar), ενώ η ιστοσελίδα taggesschau.de σχολιάζει ότι «τα χρόνια των παχιών αγελάδων έχουν παρέλθει» και στη Γερμανία (Die fetten Jahren sind vorbei).

«Πρόκειται για έναν προϋπολογισμό με θάρρος, με λιγότερα χρέη και περισσότερες ευκαιρίες» όπως είπε χαρακτηριστικά ο υπ. Οικονομικών από το βήμα της Μπούντεσταγκ. «Είναι ένας προϋπολογισμός που θα επιφέρει αποτελέσματα», όπως υπογράμμισε στην ομιλία του, παρά την έντονη κριτική της αντιπολίτευσης περί ανακριβών στοιχείων, πλασματικό χαμηλό νέο δημόσιο χρέος μέσω «δημιουργικής λογιστικής» αλλά και για προϋπολογισμό- τροχοπέδη στην ανάκαμψη.

Δαπάνες 446 δισ. ευρώ - Χρέος 17 δισ. ευρώ

Εστιάζοντας στα οικονομικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν το πρωί της Τρίτης, πρόκειται. κατά το σκεπτικό Λίντνερ, για τον πρώτο «κανονικό» προϋπολογισμό μετά την πανδημία και τις έκτακτες δαπάνες εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία και της ενεργειακής κρίσης, ο οποίος προβλέπει 445,7 δισ. ευρώ δαπάνες, δηλαδή 30 δισ. ευρώ λιγότερες σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Περιορίζεται βάσει του προσχεδίου και ο νέος δανεισμός, ενώ η ανάληψη νέων χρεών ανέρχεται σε περίπου 16,6 δισ. ευρώ, με ταυτόχρονη επιστροφή στην τήρηση του συνταγματικού κανόνα του «χρεόφρενου». Σημειώνεται ότι και το νέο δημόσιο χρέος υπολογίζεται κατά 30 δισ. ευρώ λιγότερο σε σχέση με το τρέχον έτος.

Και φέτος πάντως η μερίδα του λέοντος του γερμανικού προϋπολογισμού πηγαίνει κατά 38,5% σε κοινωνικές δαπάνες και επιδόματα και ακολουθεί η άμυνα με περίπου 11,6%. Ως προς το γερμανικό υπ. Άμυνας του Μπόρις Πιστόριους, θα συνεχίσουν να ρέουν στα ταμεία του περίπου 19 δισεκατομμύρια ευρώ επιπλέον από το Ειδικό Ταμείο για τον Γερμανικό Στρατό.

Για τους τομείς της ψηφιοποίησης και μεταφορών (8,7%), της oικονομικής διοίκησης (4,7%) και της εκπαίδευσης (4,5%) προβλέπονται μονοψήφια ποσοστά. Mεγάλος χαμένος αναδεικνύεται ο τομέας της υγείας και το αρμόδιο υπουργείο του Σοσιαλδημοκράτη Καρλ Λάουτερμπαχ, το οποίο λαμβάνει 3,6% του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, παρά τις συνεχιζόμενες εκκλήσεις νοσοκομειακών γιατρών, φαρμακοποιών και ασφαλιστικών ταμείων.

«Δεν λέει η κυβέρνηση την αλήθεια για την οικονομία»

Την ίδια ώρα έντονες είναι οι επικρίσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης που επιρρίπτει στη γερμανική κυβέρνηση ότι «δεν λέει την αλήθεια στον γερμανικό λαό για τόσο πραγματικά σοβαρή είναι η οικονομική κατάσταση στη χώρα». Με αυτά τα λόγια επέλεξε να σχολιάσει από το βήμα της γερμανικής βουλής την παρουσίαση του γερμανικού προϋπολογισμού ο Ματίας Μίντελμπεργκ, αντιπρόεδρος της Κ.Ο. Χριστιανοδημοκρατών/ Xριστιανοκοινωνιστών και υπεύθυνος για θέματα προϋπολογισμού. Η Γερμανία βρίσκεται «ενώπιον τεράστιων προκλήσεων» τα επόμενα χρόνια και η «ευημερία δεν είναι δεδομένη» ανέφερε μεταξύ άλλων. «Συρρικνωνόμαστε οικονομικά», υπογράμμισε.

Για «συγκάλυψη» χρεών μέσω ειδικών ταμείων και λοιπών λογιστικών τεχνασμάτων κατηγορεί τον Κρίστιαν Λίντνερ και ο Χριστιανοδημοκράτης Χέλγκε Μπράουν, επικεφαλής της επιτροπής Προϋπολογισμού της γερμανικής βουλής, κάνοντας λόγο στη γερμανική ραδιοφωνία DLF για «σκιώδεις προϋπολογισμούς» και υπολογίζοντας ότι τα πραγματικά νέα χρέη είναι πενταπλάσια.

Φόβοι για «κρυφά χρέη»

Την ίδια άποψη περί «κρυφών χρεών» φαίνεται ότι συμμερίζεται και η Ένωση Γερμανών Φορολογούμενων, εκτιμώντας ότι πίσω από τα ταμεία ειδικών σκοπών ουσιαστικά κρύβονται πρόσθετες δαπάνες. Αίσθηση την ίδια ώρα προκαλεί έκθεση του Ομοσπονδιακού Ελεγκτικού Συνεδρίου, της ανεξάρτητης δηλαδή γερμανικής αρχής με έδρα στη Βόννη, η οποία ελέγχει την εκτέλεση του προϋπολογισμού, εστιάζοντας ιδιαίτερα σε θέματα συμβατότητας με το Γερμανικό Σύνταγμα.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει ήδη χτυπήσει «καμπανάκι» προς τη γερμανική κυβέρνηση ως προς το Ειδικό Ταμείο για τον Γερμανικό Στρατό, δεδομένου ότι πρέπει σε κάθε περίπτωση τα χρήματα που προορίζονται για την ενίσχυση του στρατού να διοχετευθούν αποκλειστικά εκεί και όχι εμμέσως για την χρηματοδότηση άλλων τρεχουσών δαπανών.

Την ίδια ώρα, ως προς τα κονδύλια που προορίζονται για την άμυνα, Γερμανοί ειδικοί, όπως για παράδειγμα από το οικονομικό ινστιτούτου Ifo, εκτιμούν ότι παρά τις αυξήσεις συνεχίζουν να μην επαρκούν για μια εκ βάθρων ανανέωση των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων.

Η αποτυχημένη στρατηγική των χαμηλόμισθων και τα κοινωνικά επιδόματα

Ταυτόχρονα η αύξηση του κοινωνικού επιδόματος στη Γερμανία επαναφέρει μία κλασική συζήτηση: Πρέπει να ενθαρρύνεται η εργασία ή η αποχή από την εργασία; Ή μήπως πρόκειται για λάθος συζήτηση;

Ήταν μία σημαντική προεκλογική υπόσχεση του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) πριν τις βουλευτικές εκλογές του 2021: Το ελάχιστο προνοιακό επίδομα αντικαθίσταται με ένα νέο βοήθημα που αποκαλείται «Επίδομα του Πολίτη» (Bürgergeld)- ακριβώς γιατί φιλοδοξεί να αντιμετωπίσει τον δικαιούχο ως πολίτη, όχι ως επαίτη- και μάλιστα αυτό το επίδομα αυξάνεται σημαντικά, ώστε να ανταποκρίνεται στο υψηλότερο, τα τελευταία χρόνια, κόστος ζωής.

Τηρουμένων των αναλογιών θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα επίδομα αντίστοιχο με το «Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα» που καταβάλλεται στην Ελλάδα.

Από τις αρχές του 2024 λοιπόν, το βασικό αυτό επίδομα αυξάνεται από 502 σε 563 ευρώ μηνιαίως για ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό και προσαυξάνεται αναλόγως. Για ένα παιδί έως έξι ετών δίνεται επιπλέον ενίσχυση 357 ευρώ, έναντι 318 ευρώ σήμερα. Οι αυξήσεις-ρεκόρ κατά 12,2% στα κοινωνικά επιδόματα κοστολογούνται με 4,3 δισ. ευρώ στον κρατικό προϋπολογισμό.

Για τον υπουργό Εργασίας Χουμπέρτους Χάιλ πρόκειται για ένα κομμάτι μίας ευρύτερης στρατηγικής για την καταπολέμηση της φτώχειας. «Έχουμε αυξήσει το κατώτατο ημερομίσθιο, έχουμε μειώσει φορολογικές επιβαρύνσεις και ασφαλιστικές εισφορές για τα χαμηλότερα εισοδήματα, ενώ παράλληλα βελτιώνουμε τις δυνατότητες παροχής πρόσθετης εργασίας με καθεστώς μερικής απασχόλησης», λέει ο ίδιος στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (dpa), για να συμπληρώσει: «Είναι ζήτημα σεβασμού και αλληλεγύης. Μία κοινωνία αλληλεγγύης δεν αδιαφορεί για όσους δεινοπαθούν».

«Μήπως η δουλειά... δεν συμφέρει;»

Τα ευεργετικά μέτρα προκάλεσαν την αντίδραση του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος (CDU) της αντιπολίτευσης. «Έχουμε πρόβλημα όταν μειώνεται η απόσταση ανάμεσα στο επίδομα και στον μισθό» τονίζει ο επικεφαλής του κόμματος Φρίντριχ Μερτς. «Όποιος εργάζεται θα πρέπει στο τέλος του μήνα να έχει περισσότερα χρήματα στην τσέπη από εκείνον που ζει με κοινωνικά βοηθήματα». Διαφορετικά, υποστηρίζει ο επικεφαλής της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης, «όσοι ανήκουν στα χαμηλότερα και μεσαία εισοδηματικά στρώματα, διερωτώνται για ποιον λόγο να εργάζονται...»

Τη συζήτηση αναζωπυρώνει και η Bild. «Μήπως η δουλειά στη Γερμανία δεν συμφέρει πια;» ήταν την περασμένη Τρίτη ο πρωτοσέλιδος τίτλος της εφημερίδας, η οποία στηλιτεύει το γεγονός ότι «το κοινωνικό επίδομα αυξάνεται πιο γρήγορα από τον κατώτατο μισθό». Με άλλα λόγια: «Για όποιον εργάζεται σκληρά επί οκτώ ώρες ημερησίως (160 ώρες μηνιαίως) με κατώτατο μισθό, το μηνιαίο εισόδημά του αυξάνεται κατά 65,60 ευρώ. Αν είναι ανύπαντρος, χωρίς παιδιά, λαμβάνει καθαρά σχεδόν 50 ευρώ, δηλαδή έξι ευρώ λιγότερα από εκείνον που ζει με κοινωνικό επίδομα».

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Γιενς Σπαν, ηγετικό στέλεχος της CDU: «Όποιος εργάζεται πρέπει να έχει μεγαλύτερες απολαβές από αυτόν που δεν εργάζεται», δηλώνει στην Bild. «Σήμερα μία τετραμελής οικογένεια με όλα τα επιδόματα συγκεντρώνει κατά μέσο όρο 2.311 ευρώ μηνιαίως, δηλαδή σχεδόν όσα βγάζει μία οικογένεια, στην οποία και οι δύο γονείς εργάζονται». Την κριτική συμμερίζονται και ορισμένες εργοδοτικές οργανώσεις.

Η Ίνγκριντ Χάρτγκες, επικεφαλής του Γερμανικού Συνδέσμου Ξενοδοχείων και Εστίασης (DEHOGA), λέει στην Bild ότι «το κίνητρο για εργασία εκλείπει, όταν μειώνεται η απόσταση ανάμεσα στο κοινωνικό επίδομα και τον καθαρό μισθό».

Οι αντιδράσεις των Χριστιανοδημοκρατών εξοργίζουν τον υπουργό Εργασίας. «Είναι ανέντιμο να ξεσηκώνεις αυτούς που παίρνουν λίγα χρήματα απέναντι σε εκείνους που παίρνουν ακόμα λιγότερα», λέει ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός.

«Χαμηλά αμειβόμενος ο 1 στους 5»

Η ουσία του προβλήματος είναι ο τεράστιος «τομέας των χαμηλά αμειβόμενων» (Niedriglohnsektor) οι οποίοι στη Γερμανία φτάνουν το 20% του συνολικού εργατικού δυναμικού, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη.

Πολλοί από τους «χαμηλά αμειβόμενους» είναι δυσαρεστημένοι γιατί κερδίζουν πολύ λιγότερα από εργαζόμενους με ακαδημαϊκές σπουδές και επαγγελματική εξειδίκευση, ενώ φαίνεται ότι κάποιοι αγανακτούν περισσότερο, θεωρώντας ότι δεν κερδίζουν πολύ περισσότερα από εκείνους που ζουν με κοινωνικά επιδόματα. (Σημειωτέον ότι τουλάχιστον ο 1 στους 10 «χαμηλά αμειβόμενους» είναι απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης).

Στους «χαμηλά αμειβόμενους» ανήκουν, για παράδειγμα, οι κομμωτές, οι εργαζόμενοι στον κλάδο της προσωπικής φροντίδας και περιποίησης, οι ταχυδρόμοι, οι σερβιτόροι, οι οδηγοί ταξί. Μία κομμώτρια κερδίζει κατά μέσο όρο περίπου 1.700 ευρώ μεικτά μηνιαίως, εισόδημα που ίσως ακούγεται ελκυστικό για τα ελληνικά δεδομένα, αλλά στη Γερμανία δύσκολα επαρκεί για να καλύψει τα έξοδα διαβίωσης σε μία μεγάλη πόλη.

Ευχή ή κατάρα οι «χαμηλά αμειβόμενοι»;

Γιατί όμως ανθεί ο τομέας των «χαμηλά αμειβόμενων»; Δεν πρόκειται για σύμπτωση, αλλά για στρατηγική. Καθώς ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων είχε παγιωθεί εδώ και πολλά χρόνια στο ένα εκατομμύριο, οι ιθύνοντες θεωρούσαν ότι μία πλήρης απασχόληση με χαμηλές απαιτήσεις, αλλά και χαμηλή αμοιβή, θα ήταν ένα πρώτο βήμα για την επανένταξη αυτών των ανθρώπων στην αγορά εργασίας.

Όπως αναφέρει ο Χόλγκερ Σέφερ, αναλυτής του Ινστιτούτου της Γερμανικής Οικονομίας (IW) σε έρευνα που δημοσιεύθηκε το 2021, θεωρείται χρήσιμη στρατηγική «να εστιάσουμε σε πρώτη φάση στην ομάδα του μη ενεργού εργατικού δυναμικού και να αναπτύξουμε εργαλεία για την καλύτερη ενσωμάτωσή τους στην αγορά εργασίας».

Θεωρητικά λοιπόν σε ένα πρώτο βήμα οι άνεργοι εντάσσονται στην αγορά εργασίας με χαμηλές απολαβές, ενώ σε ένα δεύτερο βήμα, έχοντας αποκτήσει επαγγελματική εμπειρία, μεταπηδούν σε άλλες θέσεις εργασίας με υψηλότερες αμοιβές. Μέχρι στιγμής πάντως η εμπειρία δείχνει ότι ενώ ο πρώτος στόχος επιτυγχάνεται πιο εύκολα, η συνέχεια δεν είναι η αναμενόμενη. Σύμφωνα με την έρευνα του Ινστιτούτου IW, μόλις το 24% των «χαμηλά αμοιβόμενων» κάνουν το επόμενο βήμα μέσα σε έναν χρόνο, εξασφαλίζοντας καλύτερες απολαβές. Μετά από τρία χρόνια το ποσοστό αυξάνεται στο 36%.

Κατά συνέπεια η «ανοδική κινητικότητα» (Aufwärtsmobilität) δεν επιτυγχάνεται στον βαθμό που ήλπιζαν οι ειδικοί. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν διαφαίνεται άλλη εναλλακτική λύση, ώστε να διευκολυνθεί η ένταξη των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας. «Ο τομέας των 'χαμηλά αμοιβόμενων' είναι ευχή και κατάρα ταυτόχρονα», σημείωνε το 2021 η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt.

ΠΗΓΗ: DEUTSCHE WELLE

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v