Το «φάντασμα» της κρίσης χρέους που «σόκαρε» τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2010, με την Ελλάδα να βρίσκεται τότε στο κέντρο της περιδίνησης, πλανάται τώρα πάνω από τη Γαλλία, προκαλώντας νέα εστία αβεβαιότητας, εν μέσω του… ρευστού τοπίου που διαμορφώνουν οι γεωπολιτικές εξελίξεις.
Πόλεμοι, δασμοί και απρόβλεπτοι ηγέτες αποτελούν το «φυτίλι» που είναι έτοιμο να ανάψει με μια και μόνο σπίθα σε ένα περιβάλλον αναιμικής ανάπτυξης στις μεγαλύτερες χώρες της Κοινότητας, μεταξύ των οποίων βρίσκονται η Γερμανία και η Γαλλία, δηλαδή οι δύο ισχυρότερες οικονομίες.
Οι πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία και η πιθανή υποβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας επηρεάζουν συνολικά την Ευρωζώνη και κυρίως τα κράτη εκείνα που προσβλέπουν στο Παρίσι για εξαγωγές ή για «στενότερες» οικονομικές σχέσεις, όπως η Ελλάδα με τον τουρισμό.
Ο μήνας που έρχεται είναι ιδιαίτερα κρίσιμος καθώς ανοίγει ο κύκλος των αξιολογήσεων για τη Γαλλία. Τον «χορό» ανοίγει η Fitch στις 12 Σεπτεμβρίου, ακολουθεί η DBRS στις 19 και εν συνεχεία η Scope Ratings στις 26 Σεπτεμβρίου. Στις 24 Οκτωβρίου αξιολογεί την γαλλική οικονομία ο οίκος Moody’s και στις 28 Νοεμβρίου η S&P.
Τα μηνύματα που καταφθάνουν στους επενδυτές από οίκους της διεθνούς χρηματοπιστωτικής αγοράς είναι ξεκάθαρα: «… τόσο η Γαλλία όσο και η Ευρώπη ευρύτερα είναι ευάλωτες, δεδομένης της εύθραυστης δημοσιονομικής κατάστασης ορισμένων οικονομιών».
Ποια είναι όμως η θέση της Ελλάδας μέσα σ’ αυτό το εύθραυστο περιβάλλον, με αφετηρία αυτή τη φορά τις πολιτικοοικονομικές εξελίξεις στη Γαλλία; Σαφώς και η χώρα μας δεν θα μείνει ανεπηρέαστη, καθώς οι οικονομίες των χωρών-μελών της Ευρωζώνης αποτελούν ουσιαστικά «συγκοινωνούντα δοχεία».
Μπορεί οι ενδογενείς παράγοντες να μην προοιωνίζονται δυσάρεστες καταστάσεις για την πορεία του δανεισμού της χώρας και γενικότερα της οικονομίας, ωστόσο οι εξωγενείς συνθήκες είναι εκείνες που ορίζουν τις διεθνείς οικονομικές και χρηματοπιστωτικές εξελίξεις.
Η θέση της χώρας πάντως δεν έχει καμιά σχέση με εκείνη του 2010.
Σήμερα η χώρα δανείζεται φθηνότερα (3,35% ) από την Ιταλία (3,58%) τη Γαλλία (3,49%) ενώ η απόσταση από το γερμανικό επιτόκιο δανεισμού (2,69%) είναι μικρότερη πλέον από τη μία ποσοστιαία μονάδα.
Μακριά πλέον από το «κλαμπ των απελπισμένων χωρών», οι οποίες, θέλουν δεν θέλουν, λόγω των πιεστικών αναγκών, θα πρέπει να τηρούν απαρέγκλιτα το πρόγραμμα δανεισμού τους, και με το «μαξιλάρι» των διαθεσίμων κοντά στα 40 δισ. ευρώ για ασφάλεια, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) διαθέτει τεράστια ευελιξία για τις κινήσεις στη «σκακιέρα» του δανεισμού από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.
Οι φετινές χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης έχουν καλυφθεί σε ποσοστό 93%, καθώς ήδη έχουν αντληθεί 7,45 δισ. ευρώ έναντι του στόχου των 8 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να υπολείπονται 500-600 εκατ. ευρώ, ποσό που πρόκειται να καλυφθεί με μικρές επανεκδόσεις εντός των επόμενων μηνών και υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν ομαλοποιηθεί οι συνθήκες.
Συνεπώς, η χώρα έχει την πολυτέλεια και το ισχυρό πλεονέκτημα να δανείζεται όταν οι οικονομικές συνθήκες είναι ομαλές και όχι υπό την πίεση των γεωπολιτικών εξελίξεων.
Οι χειρισμοί από την πλευρά του Οργανισμού ευνοούνται και από τη σταθερή πορεία αποκλιμάκωσης του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, το οποίο μειώθηκε από 177% το 2022, σε 163,9% το 2023 και σε 153,6% το 2024, με πρόβλεψη για περαιτέρω υποχώρηση στο 143% το 2025.
Η εικόνα
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ), το χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης (στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι οφειλές της Κεντρικής διοίκησης στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης), στο τέλος του περασμένου Ιουνίου αυξήθηκε κατά 1,1 δισ. ευρώ στα 403,2 δισ. ευρώ (από 402,1 δισ. ευρώ στις 31 Μαρτίου 2025).
- Κατά 2 δισ. ευρώ -στα 368,35 δισ. ευρώ- αυξήθηκε το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης (πρόκειται για το συνολικό χρέος που αφορά στην Κεντρική Διοίκηση, την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, αφαιρουμένων των διαθεσίμων τους). Στο τέλος Μαρτίου, το εν λόγω μέγεθος ήταν 366,33 δισ. ενώ το 2024 «έκλεισε» περίπου στα 365 (364,9) δισ. ευρώ.
- Το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους ήταν στο τέλος Ιουνίου στο 1,33% (αντίστοιχο του Δεκεμβρίου 2024). Το μέσο επιτόκιο διαμορφώνεται από το επιτόκιο των 2/3 του χρέους (240 δισ. ευρώ) που κατέχουν κυρίως ESM και οι χώρες της Ευρωζώνης και φτάνει το 1,1% το επιτόκιο των εκδόσεων χρέους που έχουν γίνει από το 2019 μέχρι και σήμερα (περίπου 100 δισ. ευρώ), μετά την επάνοδο της Ελλάδας στις αγορές.
- Η διάρθρωση με βάση την περίοδο αποπληρωμής διαμορφώνεται ως εξής: το βραχυπρόθεσμο χρέος (μέχρι 1 έτος) είναι 66,3 δισ. ευρώ (16,5%). Το μεσοπρόθεσμο (1-5 έτη) 40,9 δισ. ευρώ (10,1%) και το μακροπρόθεσμο (άνω των 5 ετών) 295,97 δισ. ευρώ, δηλαδή το 73,4% του συνολικού ποσού των 403,2 δισ. ευρώ (Κεντρική Κυβέρνηση).
- Το μέσο κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους βρέθηκε στο 1,75% τον Ιούνιο, από 1,73% που ήταν στο τέλος του 2024, συνυπολογιζομένης της λογιστικής αύξησης του χρέους, μετά την καταγραφή από τη Eurostat, 12,5 δισ. από τα συνολικά 25 δισ. ευρώ αναβαλλόμενων τόκων, του δανείου ύψους 90 δισ. ευρώ που πήρε η Ελλάδα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητα (EFSF). Οι προαναφερθέντες τόκοι με βάση τη σύμβαση θα αρχίσουν να πληρώνονται από την Ελλάδα από το 2032 και εντεύθεν.
- Τα εγγυημένα δάνεια του ελληνικού δημοσίου στο τέλος του Ιουνίου έφτασαν στα 26, 335 δισ. ευρώ, από 25,72 δισ. ευρώ στο τέλος Μαρτίου.