Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

ΕΤΕ: Περιθώρια αύξησης φορολογικών εσόδων

Το περιθώριο αύξησης των φορολογικών εσόδων από φυσικά πρόσωπα είναι σημαντικό, εκτιμά η Εθνική Τράπεζα, η οποία σε σχετική της έκθεση προτείνει τρόπους για εντατικοποίηση της προσπάθειας κατά της φοροδιαφυγής.

ΕΤΕ: Περιθώρια αύξησης φορολογικών εσόδων
Το περιθώριο αύξησης των φορολογικών εσόδων από φυσικά πρόσωπα είναι σημαντικό, καθώς εκτιμάται στα 9 δισ. ευρώ και θα επαρκούσε για να καλύψει περισσότερο από το 1/3 της συνολικής δημοσιονομικής προσαρμογής που απαιτείται για την περίοδο 2010 - 2014, εκτιμά η Εθνική Τράπεζα, η οποία σε σχετική της έκθεση προτείνει τρόπους για εντατικοποίηση της προσπάθειας κατά της φοροδιαφυγής.

Συγκεκριμένα, η Εθνική Τράπεζα σε μελέτη της που τιτλοφορείται «Φόρος Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων: Εκτιμώντας τα περιθώρια άντλησης επιπρόσθετων εσόδων», αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:

«Η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε μία αναγκαία και εξαιρετικά εντατική διαδικασία δημοσιονομικής προσαρμογής…

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται μποροστά σε μια μεγάλη πρόκληση: τον περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος ως ποσοστού του ΑΕΠ κατά περισσότερο από 10 ποσοστιαίες μονάδες και τη σταθεροποίηση της έντονα ανοδικής τάσης του δημοσίου χρέους έως το 2014, εντός ενός περιβάλλοντος δυσμενών χρηματοδοτικών συνθηκών - παρά τη σημαντική βοήθεια που παρέχει ο μηχανισμός δημοσιονομικής στήριξης από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ. Η πρόκληση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη γιατί είναι αναγκαίο αυτή η προσαρμογή να συνδυαστεί με επανάκαμψη σε θετικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης το ταχύτερο δυνατό.

…η επίτευξη της οποίας απαιτεί εκμετάλλευση οποιoυδήποτε υφιστάμενου περιθωρίου βελτίωσης του δημοσιονομικού ισοζυγίου της χώρας

Το μέγεθος της προσαρμογής, αν και βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στην περικοπή δαπανών, καθιστά επιτακτική την εκμετάλλευση οποιασδήποτε δυνατότητας για μόνιμη ενίσχυση των εσόδων, ειδικά μέσω της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, δεδομένου ότι έχουν ήδη συντελεστεί αξιόλογες αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών και είναι σήμερα σε επίπεδα ανάλογα με τα αντίστοιχα της ευρωζώνης.

…και η σημαντική υστέρηση στα έσοδα από τον φόρο φυσικών προσώπων τον καθιστά βασικό στόχο στην προσπάθεια για διεύρυνση της φορολογικής βάσης.

Τα συνολικά φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα υστερούν κατά 5 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ του μέσου όρου της ευρωζώνης (21% έναντι 26% του ΑΕΠ για την ευρωζώνη, κατά μέσο όρο, την τελευταία δεκαετία, μη συμπεριλαμβανομένων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης), με την υστέρηση να είναι περισσότερο αισθητή στο σκέλος των εσόδων από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Το ποσοστό των φορολογικών εσόδων από τον συγκεκριμένο φόρο ανερχόταν κατά μ.ο. στο 4,6% του ΑΕΠ την τελευταία δεκαετία (έναντι 8,7% στην ευρωζώνη), εξηγώντας σχεδόν εξ ολοκλήρου τη συνολική διαφορά φορολογικών εσόδων από την ευρωζώνη. Η διαφορά αυτή είναι αποτέλεσμα τόσο της φοροδιαφυγής όσο και άλλων διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας και του εγχώριου φορολογικού συστήματος.

Επιχειρώντας μια ποσοτική εκτίμηση του περιθωρίου αύξησης των εσόδων

Η Δ/νση Στρατηγικής και Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ επιχειρεί να εκτιμήσει τα δυνητικά έσοδα που θα μπορούσε να αντλήσει το ελληνικό κράτος από τον συγκεκριμένο φόρο. Η εκτίμηση αυτή βασίζεται στον συνδυασμό της επιπρόσθετης πληροφόρησης σχετικά με το πραγματικό μέγεθος των εισοδημάτων των νοικοκυριών -όπως προκύπτει από τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών για την Ελλάδα και άλλες χώρες της ευρωζώνης- σε σύγκριση με τα πραγματικά φορολογικά έσοδα και με τα αναλυτικά διαρθρωτικά στοιχεία των δηλωθέντων εισοδημάτων στην Ελλάδα, όπως αποτυπώνονται στο ηλεκτρονικό σύστημα καταγραφής φορολογικών δεδομένων του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας. Η μεθοδολογία αυτή δεν επιχειρεί να προσμετρήσει την επίδραση της παραοικονομίας, με συνέπεια να παρέχει μια σχετικά συντηρητική εκτίμηση του περιθωρίου αύξησης των φορολογικών εσόδων.

Το τεκμαρτό μέγεθος της φορολογικής βάσης όπως προκύπτει από τα εθνικολογιστικά στοιχεία δεν διαφέρει ουσιαστικά από αυτό της ευρωζώνης, αυτό που διαφέρει ριζικά είναι η διάρθρωση του προσωπικού εισοδήματος, με το ποσοστό των εισοδημάτων από αυτοαπασχόληση να είναι εξαιρετικά υψηλό.

Το ποσοστό του εισοδήματος των φυσικών προσώπων στο ΑΕΠ ανέρχεται στο 61%, που είναι συγκρίσιμο με το 64% για την ευρωζώνη και δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση τη σημαντική απόκλιση στα φορολογικά έσοδα μεταξύ των δύο περιοχών (τα οποία αντιστοιχούν στο 55% του μέσου όρου της ευρωζώνης). Συγκεκριμένα, η αμοιβή της μισθωτής εργασίας ανέρχεται μόνο στο 40% του συνολικού εισοδήματος των φυσικών προσώπων, ενώ το 60% αντιστοιχεί σε εισοδήματα εκτός μισθωτής εργασίας (σε αντιδιαστολή με ποσοστά 56% και 44% αντιστοίχως για την ευρωζώνη). Προφανώς η μεγάλη βαρύτητα των αυτοαπασχολουμένων και των προσωπικών επιχειρήσεων (unincorporated enterprises), που αντιστοιχούν σε σημαντικό τμήμα της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης στην ελληνική οικονομία, εξηγεί σε σημαντικό βαθμό αυτή τη διάρθρωση του προσωπικού εισοδήματος (οι αυτοαπασχολούμενοι αντιστοιχούν στο 35% της συνολικής απασχόλησης συγκριτικά με 15% στην ευρωζώνη).

Το περιθώριο αύξησης των φορολογικών εσόδων είναι σημαντικό…

Το συνολικό περιθώριο αύξησης εσόδων εκτιμάται στα 9 δισ. ευρώ ετησίως ή 3,8% του ΑΕΠ, τα οποία θα επαρκούσαν να καλύψουν περισσότερο από το 1/3 της συνολικής δημοσιονομικής προσαρμογής που απαιτείται για την περίοδο 2010 - 2014 αντιστοιχώντας σε διεύρυνση της φορολογικής βάσης της τάξης των 50 δισ. ευρώ περίπου. Προφανώς η πρόσβαση σε αυτή τη δεξαμενή νέων εσόδων δεν μπορεί να επιτευχθεί από τη μία στιγμή στη άλλη, αλλά θα είναι απόρροια μιας εντατικής και συντονισμένης προσπάθειας (βλ. προτεινόμενα μέτρα παρακάτω).

…αντανακλώντας κυρίως την εκτεταμένη φοροδιαφυγή στα εισοδήματα εκτός μισθωτής εργασίας…

Περισσότερο από τα 2/3 του εκτιμώμενου περιθωρίου αύξησης των φορολογικών εσόδων (που αντιστοιχούν σε 6 δισ. ευρώ από το σύνολο των 9 δισ.) οφείλονται στη φοροδιαφυγή - φοροαποφυγή εισοδημάτων φυσικών προσώπων εκτός της εξαρτημένης εργασίας (βλ. εισοδήματα αυτοαπασχολουμένων και εισοδήματα από κατοχή κεφαλαίου και άλλων περιουσιακών στοιχείων), τα οποία εξαιτίας της φύσης τους είναι δυσκολότερο να εντοπιστούν από τις φορολογικές αρχές, ενώ μπορούν να εκμεταλλευτούν το σύνθετο φορολογικό καθεστώς που ευνοεί φορολογικά κυρίως τις μη μισθολογικές απολαβές των φυσικών προσώπων. Είναι αξιοσημείωτο ότι το δηλωθέν εισόδημα από πηγές εκτός μισθωτής εργασίας υπολείπεται κατά περίπου 50 δισ. ευρώ του εισοδήματος που τους αναλογεί βάσει των εθνικών λογαριασμών. Άλλες ενδείξεις φοροδιαφυγής μπορούν να συναχθούν:

i) από την παρατήρηση ότι στις κατανομές των δηλωθέντων εισοδημάτων στην εφορία εμφανίζεται συσσώρευση εισοδημάτων στο επίπεδο εισοδήματος του αφορολόγητου ορίου τόσο για τους μισθωτούς (12.000 ευρώ) όσο και για τους ελεύθερους επαγγελματίες και

ii) από το γεγονός ότι τόσο στα εισοδήματα των μισθωτών όσο και στα εισοδήματα εκτός μισθωτής εργασίας εμφανίζεται ομαδοποίηση σε δύο κύριες ομάδες, μία υψηλότερου και μία σχετικά χαμηλού μέσου εισοδήματος (η δεύτερη στο ύψος περίπου του αφορολόγητου ορίου).

Είναι χαρακτηριστικό όμως ότι το μέσο επίπεδο εισοδήματος που αντιστοιχεί στην ομάδα υψηλότερου εισοδήματος των μη μισθωτών ελάχιστα διαφέρει από το μέσο εισόδημα της αντίστοιχης ομάδας των μισθωτών (και τα δύο κυμαίνονται πλησίον των 25.000 ευρώ περίπου), αν και στους πρώτους περιλαμβάνονται φορολογούμενοι με μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια (βλ. επιχειρηματίες, γιατροί, δικηγόροι, έμποροι). Εξομαλύνοντας τις παρατηρούμενες στρεβλώσεις των κατανομών και αυξάνοντας το μέσο εισόδημα της ομάδας υψηλού εισοδήματος των μη μισθωτών στις 42.000 ευρώ, καταλήγουμε σε μια ανάλογη εκτίμηση ενός περιθωρίου αύξησης των φορολογικών εσόδων που υπερβαίνει τα 9 δισ. ευρώ ετησίως.

…ενώ το υπόλοιπο οφείλεται σε διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του ελληνικού φορολογικού συστήματος και της φορολογικής βάσης

Το υπόλοιπο 1/3 των δυνητικών φορολογικών εσόδων από τη φορολογία φυσικών προσώπων αντανακλά κυρίως την επίδραση των ακόλουθων παραγόντων:

• Το σχετικά υψηλό επίπεδο του αφορολόγητου κλιμακίου σε σχέση με άλλες χώρες της ευρωζώνης (12.000 ευρώ για τους μισθωτούς σε σχέση με 6.700 κατά μ.ο. στην ευρωζώνη, το οποίο συγκριτικά είναι ακόμη υψηλότερο αν ληφθούν υπόψη οι διαφορές στο κατά κεφαλήν εισόδημα), παρά το γεγονός ότι η φορολογική κλίμακα είναι πιο προοδευτική σε σύγκριση με άλλες χώρες της ευρωζώνης.

• Την ευνοϊκή, μέχρι πρόσφατα, φορολογική μεταχείριση συγκεκριμένων κατηγοριών εισοδημάτων τόσο από μισθωτή εργασία όσο και από αυτοαπασχόληση, τα οποία φορολογούνταν αυτοτελώς (δηλ. εκτός κανονικής κλίμακας) με ευνοϊκούς φορολογικούς συντελεστές.

• Τη χαμηλότερη από τον μ.ο. της ευρωζώνης φορολόγηση εισοδημάτων από τόκους καθώς και τη συγκριτικά χαμηλότερη φορολόγηση των εισοδημάτων από την ακίνητη περιουσία που στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας) φορολογούνται με τους υψηλότερους οριακούς συντελεστές της φορολογικής κλίμακας, ενώ στην Ελλάδα υπο-φορολογούνται εξαιτίας της απόκρυψης εισοδημάτων που διευκολύνεται από το γεγονός ότι προέρχονται κυρίως από προσωπικές ιδιοκτησίες.

• Τη σχετικά υψηλότερη επιβάρυνση των εργαζομένων από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης (που υπερβαίνουν κατά 0,7 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ περίπου την τελευταία δεκαετία τον μ.ο. της ευρωζώνης), οι οποίες εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα.

Η εντατικοποίηση της προσπάθειας κατά της φοροδιαφυγής αποτελεί βασική προτεραιότητα για την οικονομική πολιτική

Μεταξύ των μέτρων που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν ουσιαστικά στον περιορισμό της φοροδιαφυγής, ορισμένα εκ των οποίων ήδη ενσωματώνονται στη στρατηγική των δημοσιονομικών αρχών, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ενδεικτικά:

• Υιοθέτηση τακτικών κινήτρου - τιμωρίας με ουσιαστική και άμεση επιβολή ποινών και δημοσίευση ονομάτων σε σημαντικές περιπτώσεις αποδεδειγμένης φοροδιαφυγής.

• Χρησιμοποίηση όλης της διαθέσιμης πληροφόρησης για προσέγγιση των μη δηλωθέντων εισοδημάτων ακόμη και με προληπτικό έλεγχο της κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών στα πλαίσια τακτικών φορολογικών ελέγχων και όχι μόνο σε περιπτώσεις όπου ήδη τεκμαίρεται σημαντική φοροδιαφυγή, καθώς και με συνεργασία με άλλες χώρες για παροχή σχετικών δεδομένων.

• Δειγματοληπτική άσκηση φορολογικών ελέγχων σε κατηγορίες ατόμων με υψηλά τεκμαρτά εισοδήματα αλλά χαμηλά δηλωθέντα εισοδήματα, με προτεραιότητα την αποκόμιση των μέγιστων δυνητικών εσόδων κατά εξεταζόμενη περίπτωση και όχι τη μεγιστοποίηση των φορολογικών ελέγχων στο σύνολο της οικονομίας.

• Η αξιοπιστία των φοροελεγκτών θα μπορούσε να ενισχυθεί με την εισαγωγή συστήματος προαιρετικού ελέγχου.

*** Η ανάλυση της Εθνικής επισυνάπτεται στη δεξιά στήλη "Συνοδευτικό Υλικό"

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v