Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Ζητείται... ψωμί στον κλάδο του ψωμιού!

Πενιχρές οικονομικές επιδόσεις και βαρύτατες μετοχικές απώλειες πλήττουν τις εισηγμένες αρτοβιομηχανίες του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Που μπορούν να ποντάρουν Κατσέλης, Αλλατίνη, Καραμολέγκος και Elbisco.

  • των Αλ. Γκίτση - Στέφ. Κοτζαμάνη
Ζητείται... ψωμί στον κλάδο του ψωμιού!
* Αναδημοσίευση από το φύλλο 549 της εφημερίδας "ΜΕΤΟΧΟΣ & ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ" (26 - 30 Σεπτεμβρίου 2008).

Το μόνο βέβαιο είναι πως οι μέτοχοι των αρτοβιομηχανιών δεν μπορούν να είναι ικανοποιημένοι ούτε από την πορεία των μετοχών τους, αλλά ούτε και από την αποδοτικότητα των εταιρειών τους.

Η Κατσέλης, με ηγετικό μερίδιο αγοράς, πέρυσι υποχρεώθηκε σε μεγάλες ζημίες λόγω εφαρμογής προγράμματος αναδιάρθρωσης. Πάντως και το φετινό πρώτο εξάμηνο έκλεισε με μειωμένη κερδοφορία (προ φόρων επίδοση 420 χιλιάδες), παρότι ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε από τα 28,5 εκατ. ευρώ στα 32,3 εκατ. ευρώ. Οι επιδόσεις αυτές, μάλιστα, υπολείπονται παρασάγγας των προσδοκιών της προηγούμενης διοίκησης, η οποία μιλούσε για ετήσιο κύκλο εργασιών γύρω στα 100 εκατ. ευρώ και για κερδοφορία πολλών εκατ. ευρώ έως το 2009.«Όλα τα λεφτά» του business plan ήταν το ψωμί τύπου bake off, που τελικά αντί για θησαυρός αποδείχτηκε... άνθρακας!

Άνθρακας επίσης αποδείχτηκε και για την Αλλατίνη η δημόσια πρόταση που έκανε στις αρχές του 2007, προκειμένου να ελέγξει την Κατσέλης. Η βορειοελλαδίτικη εταιρεία κατέβαλε τότε 3,70 ευρώ για κάθε μετοχή της Κατσέλης, όταν η τρέχουσα τιμή του τίτλου στο ταμπλό της Σοφοκλέους είναι 86 λεπτά περίπου (22/9/08).

Στόχοι της Αλλατίνη όταν εξαγόραζε την Κατσέλης ήταν να αποκτήσει πρόσβαση σε μία περισσότερο κερδοφόρα αγορά από αυτή των αλεύρων και να εκμεταλλευτεί τις συνέργιες που θα προέκυπταν από έναν πλήρως καθετοποιημένο όμιλο.

Το πρόβλημα, ωστόσο, για εκείνη δεν είναι μόνο η επενδυτική «τρύπα» από την εξαγορά της Κατσέλης έναντι τόσο υψηλού αντιτίμου αλλά και το γεγονός ότι η εξαγορά υλοποιήθηκε μέσω δανεισμού από έναν όμιλο ο οποίος είχε ήδη πολύ υψηλές δανειακές υποχρεώσεις, ακόμη και πριν από την εξαγορά της Κατσέλης.

Για του λόγου το αληθές, ο όμιλος που θα προκύψει από την επικείμενη συγχώνευση μεταξύ των εταιρειών Αλλατίνη και Κατσέλης στις 30/6/2008 είχε καθαρό δανεισμό γύρω στα 105 εκατ. ευρώ και για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, προτίθεται να προχωρήσει σε αύξηση κεφαλαίου ύψους 35 εκατ. ευρώ. Το παράδοξο είναι ότι ενάμιση χρόνο πριν από την υποβολή πρότασης για την εξαγορά της Κατσέλης η Αλλατίνη είχε επιστρέψει στους μετόχους της 0,53 ευρώ ανά μετοχή.

Η ουσία είναι, πάντως, ότι η Αλλατίνη κατέβαλε για τόκους 4,1 εκατ. ευρώ μέσα στο πρώτο φετινό εξάμηνο (το 6,9% του κύκλου εργασιών), γεγονός που την υποχρέωσε σε ζημιογόνο αποτέλεσμα...

Από τα «γκρίζα» στα «σκούρα»...

Αν όμως τα πράγματα στην Κατσέλης, που θα συγχωνευτεί με την Αλλατίνη, είναι «γκρίζα», στην περίπτωση της Elbisco είναι «σκούρα». Ο εισηγμένος όμιλος μπορεί μεν να σημείωσε στο πρώτο φετινό εξάμηνο κέρδη προ φόρων 1,87 εκατ. ευρώ, αλλά για να γίνει αυτό απαιτήθηκε έκτακτο κέρδος 3 εκατ. ευρώ από την πώληση κτιρίου θυγατρικής στα Σκόπια. Επιπλέον, στο β΄ εξάμηνο η εισηγμένη θα επιβαρυνθεί με έκτακτες δαπάνες 2,2 εκατ. ευρώ για την εθελουσία έξοδο του προσωπικού από τη μονάδα της Αχαΐας, η οποία θα μεταφερθεί στο Πικέρμι. Βαρύς είναι και ο δανεισμός του ομίλου, ο οποίος στις 30/6/2008 υπερέβαινε τα 115 εκατ. ευρώ (5,57 εκατ. ευρώ κόστος χρηματοδότησης μέσα σε ένα εξάμηνο).

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τον κλάδο αρτοσκευασμάτων της Elbisco, ο κύκλος εργασιών του πρώτου εξαμήνου αυξήθηκε από τα 13,4 στα 15,8 εκατ. ευρώ, ωστόσο παρέμεινε ζημιογόνος (-72 χιλιάδες, έναντι -644 χιλιάδων ευρώ κατά την αντίστοιχη περίοδο του 2007).

Η Καραμολέγκος περιορίζεται εδώ και αρκετά χρόνια σε χαμηλές επιδόσεις αναφορικά με την κερδοφορία. Ακόμη και φέτος, όπου φαίνεται να διάγει πολύ καλή χρονιά, τα κέρδη του πρώτου εξαμήνου έχουν διαμορφωθεί μόλις στις 640 χιλιάδες ευρώ (515 χιλιάδες η αντίστοιχη περυσινή περίοδος), όταν οι πωλήσεις της εκτοξεύτηκαν από τα 23,2 στα 29,1 εκατ. ευρώ. Ούτε και στην περίπτωση της Καραμολέγκος ο δανεισμός είναι ευκαταφρόνητος, καθώς το κόστος χρηματοδότησης του πρώτου εξαμήνου (1,89 εκατ. ευρώ, λόγω συνολικών δανείων 40 εκατ. ευρώ) εξανέμισε το μεγαλύτερο τμήμα των λειτουργικών κερδών (EBIT) που διαμορφώθηκαν στα 2,8 εκατ. ευρώ.

Τα προβλήματα

Δέσμιες του κόστους παραγωγής (ρεύμα, φυσικό αέριο), των τιμών στις πρώτες ύλες και του κόστους διανομής - διακίνησης είναι οι αρτοβιομηχανίες, οι οποίες έχουν επιδοθεί σε αγώνα δρόμου προκειμένου να ενισχύσουν τα κέρδη τους. Ως εταιρείες εντάσεως παραγωγής οι επιχειρήσεις του κλάδου έχουν αυξημένα κόστη, τα οποία περιορίζουν την εμφάνιση σημαντικής κερδοφορίας.

Την ίδια ώρα στρέφουν το ενδιαφέρον τους στις διεθνείς αγορές, προκειμένου να ενισχύσουν τον όγκο των πωλήσεών τους, ενώ εντός Ελλάδος προχωρούν σε παραγωγή και διάθεση προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, για να «ξορκίσουν» την απειλή των private label προϊόντων των αλυσίδων σούπερ μάρκετ, τα οποία ροκανίζουν τα μερίδιά τους. Βέβαια, σχεδόν όλοι οι παίκτες της αγοράς έχουν φροντίσει να παράγουν για λογαριασμό του λιανεμπορίου προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, που σήμερα αντιστοιχούν στο 15% - 40% του τζίρου ανά κωδικό προϊόντος τον οποίο πραγματοποιούν, ανάλογα με την εταιρεία.

Ειδικότερα και σε ό,τι αφορά το θέμα των βασικών πρώτων υλών, οι τιμές το πρώτο εξάμηνο της τρέχουσας χρήσης δεν μεταβλήθηκαν σε σχέση με την προηγούμενη του 2007, παραμένοντας σε υψηλά επίπεδα, αν και για το τρέχον εξάμηνο αναμένεται μείωση στους κυριότερους τύπους αλεύρων που χρησιμοποιούν.

Συγκεκριμένα στα άλευρα, βασική πρώτη ύλη και κύριο συντελεστή διαμόρφωσης του κόστους παραγωγής, η αύξηση άγγιξε το 50% σε σχέση με τα επίπεδα τιμών του πρώτου εξαμήνου της περασμένης χρονιάς.

Παράλληλα, τα γενικά βιομηχανικά έξοδα που επίσης επηρεάζουν το κόστος παραγωγής -αποτελούν το 35% του συνολικού κόστους- το πρώτο εξάμηνο αυξήθηκαν σημαντικά λόγω της ανόδου στην τιμή του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.

Η αύξηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα οι δαπάνες των φορτηγών να εμφανίσουν πολύ μεγάλο κόστος διακίνησης λόγω αναπροσαρμογής της τιμής των καυσίμων σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό εξάμηνο, ενώ το κόστος διάθεσης επιβαρύνεται και από δαπάνες διαφήμισης και λοιπών προωθητικών ενεργειών.

Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ο ανεφοδιασμός των τελικών σημείων πώλησης (σούπερ μάρκετ, μικρά σημεία, ανά την Ελλάδα) γίνεται καθημερινά ανεβάζοντας έτσι ακόμη περισσότερο τα κόστη, σε μία περίοδο όπου οι τιμές των καυσίμων καταγράφουν και πάλι ανοδικές τάσεις. 

* Αναδημοσίευση από το φύλλο 549 της εφημερίδας "ΜΕΤΟΧΟΣ & ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ" (26 - 30 Σεπτεμβρίου 2008).

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v