Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Ρυθμίσεις για OTC, short selling και CDS

Δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δια στόματος του Γάλλου Επιτρόπου Μισέλ Μπαρνιέ, παρουσίασε την Τετάρτη από τις Βρυξέλλες μια δέσμη νέων νομοθετικών προτάσεων που όπως επισημαίνει αποσκοπούν στη δημιουργία ενός «νέου υγιέστερου χρηματοοικονομικού συστήματος». Επί της ουσίας πρόκειται για δύο νομοθετικούς κανονισμούς, εκ των οποίων ο πρώτος έχει στόχο

  • Ant1
Ρυθμίσεις για OTC, short selling και CDS

Δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δια στόματος του Γάλλου Επιτρόπου Μισέλ Μπαρνιέ, παρουσίασε την Τετάρτη από τις Βρυξέλλες μια δέσμη νέων νομοθετικών προτάσεων που όπως επισημαίνει αποσκοπούν στη δημιουργία ενός «νέου υγιέστερου χρηματοοικονομικού συστήματος».

Επί της ουσίας πρόκειται για δύο νομοθετικούς κανονισμούς, εκ των οποίων ο πρώτος έχει στόχο να προσδώσει περισσότερη ασφάλεια και μεγαλύτερη διαφάνεια στην αγορά των εξωχρηματιστηριακών (OTC) παραγώγων, ενώ ο δεύτερος αφορά τις ανοικτές πωλήσεις (short selling) και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου (Credit Default Swaps - CDS).

Ως προς τον πρώτο κανονισμό, με το σχέδιο κανονισμού που υπέβαλε, η Επιτροπή προτείνει τα πληροφοριακά στοιχεία για τα συμβόλαια παραγώγων OTC να διαβιβάζονται σε αποθετήρια συναλλαγών ώστε οι αρμόδιες εθνικές και κοινοτικές εποπτικές αρχές να μπορούν να τα συμβουλεύονται. Επίσης, περισσότερες πληροφορίες θα είναι διαθέσιμες σε όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά. 

Η Επιτροπή προτείνει επίσης να γίνεται ο διακανονισμός (συμψηφισμός) των τυποποιημένων συμβολαίων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μέσω κεντρικών αντισυμβαλλομένων (ΚΑ-CCP). Έτσι, θα μειωθεί, κατά την Επιτροπή, ο πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου, δηλαδή ο κίνδυνος αθέτησης από πλευράς ενός των μερών. Η πρόταση της Επιτροπής, η οποία ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις δεσμεύσεις της ΕΕ στο πλαίσιο της ομάδας G20 και με την προσέγγιση του θέματος από τις Ηνωμένες Πολιτείες, περνάει τώρα στο στάδιο εξέτασής της από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και από τα κράτη μέλη, αναφέρει η Επιτροπή. Ο κανονισμός, αφού εγκριθεί, θα τεθεί σε εφαρμογή από το τέλος του 2012.

Σημειώνεται ότι παράγωγο είναι ένα συμβόλαιο μεταξύ δύο μερών, το οποίο συνδέεται με την μελλοντική αξία ή κατάσταση του υποθέματος στο οποίο παραπέμπει (π.χ. με την εξέλιξη των επιτοκίων ή μιας αξίας συναλλάγματος, ή την πιθανή πτώχευση ενός οφειλέτη). Εξωχρηματιστηριακό (OTC) παράγωγο είναι το παράγωγο, το οποίο δεν αποτελεί αντικείμενο συναλλαγών σε χρηματιστήριο, αλλά αντιθέτως, αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ συμβαλλομένου και αντισυμβαλλομένου. Η χρήση παραγώγων έχει σημειώσει εκθετική αύξηση μέσα στην τελευταία δεκαετία, στην αύξηση δε αυτή έχουν συμβάλει κατά κύριο λόγο οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές. Στο τέλος Δεκεμβρίου 2009 το μέγεθος της αγοράς εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών σε παράγωγα προϊόντα ανερχόταν σε περίπου 615 τρισεκατομμύρια δολάρια σε ονομαστική αξία, σημειώνοντας αύξηση 12% σε σχέση με το τέλος 2008. Σημειώνεται επίσης ότι σήμερα, δεν είναι υποχρεωτική η αναφορά στοιχείων σχετικών με τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι οι πολιτικοί ιθύνοντες, οι ρυθμιστικοί φορείς, αλλά και οι συμμετέχοντες στην αγορά δεν διαθέτουν ευκρινή εικόνα του τι συμβαίνει στην αγορά. 

Βάσει της προτάσεως της Επιτροπής, οι συναλλαγές σε παράγωγα OTC εντός της ΕΕ θα κοινοποιούνται υποχρεωτικά σε κεντρικές υπηρεσίες δεδομένων, γνωστές ως αποθετήρια συναλλαγών. Οι ρυθμιστικοί φορείς εντός της ΕΕ θα έχουν πρόσβαση στα αποθετήρια αυτά, πράγμα που θα τους παρέχει τη δυνατότητα να έχουν σαφέστερη εικόνα του ποιος χρωστάει τι και σε ποιον, και να ανιχνεύουν έγκαιρα τα πιθανά προβλήματα, όπως αυτό της συσσώρευσης κινδύνων. 

Η νεοσυσταθείσα Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ-ESMA) θα είναι αρμόδια για την εποπτεία των αποθετηρίων εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών και για την έγκριση της εγγραφής τους ή για τη διαγραφή τους από το μητρώο. Επιπροσθέτως, τα αποθετήρια συναλλαγών θα οφείλουν να δημοσιεύουν αθροιστικά στοιχεία θέσεων ανά κατηγορία παραγώγων ώστε να παρέχουν σε όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά σαφέστερη εικόνα της αγοράς εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. 

Η Επιτροπή προτείνει επίσης να γίνεται ο διακανονισμός (συμψηφισμός) των τυποποιημένων συμβολαίων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μέσω κεντρικών αντισυμβαλλομένων (ΚΑ-CCP). Έτσι, θα μειωθεί, κατά την Επιτροπή, ο πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου, δηλαδή ο κίνδυνος αθέτησης από πλευράς ενός των μερών. Βάσει της προτάσεως της Επιτροπής, τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα που είναι τυποποιημένα (τα οποία, δηλαδή, πληρούν προκαθορισμένα κριτήρια επιλεξιμότητας), όπως υψηλό επίπεδο ρευστότητας, θα πρέπει να υποβάλλονται σε συμψηφισμό μέσω κεντρικών αντισυμβαλλομένων (ΚΑ) Οι ΚΑ αποτελούν οντότητες, οι οποίες παρεμβάλλονται μεταξύ των δύο αντισυμβαλλομένων μιας συναλλαγής, αναλαμβάνοντας έτσι ρόλο «αγοραστή έναντι κάθε πωλητή» και «πωλητή έναντι κάθε αγοραστή». Με αυτό, θα προλαμβάνεται, κατά την Επιτροπή, η κατάσταση στην οποία η κατάρρευση ενός συμμετέχοντος στην αγορά προκαλεί την κατάρρευση άλλων συμμετεχόντων στην αγορά, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Εάν ένα συμβόλαιο δεν είναι επιλέξιμο και, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί το αντικείμενο συμψηφισμού από έναν ΚΑ, πρέπει να εφαρμόζονται, κατά την Επιτροπή, άλλες τεχνικές διαχείρισης του κινδύνου (για παράδειγμα, υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις). Δεδομένου ότι οι ΚΑ πρόκειται να αναλαμβάνουν επιπρόσθετους κινδύνους, θα υπόκεινται, κατά την Επιτροπή, στους πλέον αυστηρούς όρους επιχειρηματικής συμπεριφοράς και σε εναρμονισμένες απαιτήσεις οργάνωσης και προληπτικής εποπτείας που να εγγυώνται την ασφάλειά τους - όπως, για παράδειγμα, κανόνες εσωτερικής λειτουργίας, εσωτερικοί έλεγχοι, υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις, κλπ. 

Η πρόταση κανονισμού της Επιτροπή αναμένεται ότι θα ισχύσει για όλους τους τύπους εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Αφορά βεβαίως τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, αλλά επίσης και τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι κάτοχοι σημαντικών θέσεων σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα. Εφαρμόζεται επίσης στους ΚΑ και στα αποθετήρια συναλλαγών. Ωστόσο, στις περιπτώσεις μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (όπως κατασκευαστές) οι οποίες χρησιμοποιούν εξωχρηματιστηριακά παράγωγα για την κάλυψη κινδύνων που απορρέουν από τις κύριες επιχειρηματικές δραστηριότητές τους (κάλυψη εμπορικού κινδύνου -commercial hedging-, που χρησιμοποιείται παραδείγματος χάρη για την προστασία από τις διακυμάνσεις των τιμών συναλλάγματος), αυτές εξαιρούνται από τις απαιτήσεις διακανονισμού μέσω ΚΑ. 

Ως προς τον δεύτερο κανονισμό - αυτόν που αφορά τις ανοικτές πωλήσεις (short selling) και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου (Credit Default Swaps - CDS) - κυριότεροι στόχοι του είναι κατά την Επιτροπή η δημιουργία ενός εναρμονισμένου πλαισίου για συντονισμένη δράση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η αύξηση της διαφάνειας και η μείωση των κινδύνων. Με το νέο πλαίσιο, οι ρυθμιστικές αρχές - εθνικές και ευρωπαϊκές - θα διαθέτουν σαφείς εξουσίες να προβαίνουν σε ενέργειες, όποτε παρίσταται ανάγκη, αποτρέποντας παράλληλα την κατάτμηση της αγοράς και διασφαλίζοντας την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, τονίζει σε σχετική ανακοίνωσή της η Επιτροπή.

Σημειώνεται ότι το short selling αποτελεί πώληση κινητών αξιών, τις οποίες δεν κατέχει ο πωλητής, με την πρόθεση να τις επαναγοράσει μεταγενέστερα, προκειμένου να τις παραδώσει. Στην περίπτωση των ακάλυπτων ανοικτών πωλήσεων (naked short selling), ο πωλητής δεν έχει δανειστεί τις κινητές αξίες, ούτε έχει διασφαλίσει τον δανεισμό τους εκ των προτέρων, πριν από τον διακανονισμό, πράγμα το οποίο μπορεί, όπως αναφέρει η Επιτροπή, να οδηγήσει σε συγκεκριμένους κινδύνους αστοχίας του διακανονισμού (δηλ. να μην ολοκληρωθεί η συναλλαγή).

Από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης, πολλά κράτη μέλη της ΕΕ έχουν λάβει μέτρα για την αναστολή ή την απαγόρευση των ανοικτών πωλήσεων, αναφέρει η Επιτροπή, τονίζοντας παράλληλα ότι «οι ασυντόνιστες ενέργειες μπορεί να είναι λιγότερο αποτελεσματικές, να δημιουργήσουν δυσχέρειες στην αγορά και να έχουν επιπτώσεις στην εμπιστοσύνη των επενδυτών».

Στην ανακοίνωσή της την Τετάρτη η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι επί του παρόντος, υπάρχουν ελάχιστες διαθέσιμες πληροφορίες για τις ανοικτές πωλήσεις: είναι δύσκολο, σημειώνει, να γνωρίζουν οι συντελεστές της αγοράς και οι ρυθμιστικές αρχές ποιες κινητές αξίες υπόκεινται σε διαπραγμάτευση «short» και ποια είναι η συνολική σημασία τους. Η παρούσα πρόταση αυξάνει, όπως σημειώνει η Επιτροπή, τη διαφάνεια, (με την απαίτηση να επισημαίνονται ως «short» όλες οι εντολές μετοχών στις αγορές διαπραγμάτευσης - η λεγόμενη επισήμανση ανοικτής πώλησης «flagging» - εάν συνεπάγονται ανοικτή πώληση), ούτως ώστε οι ρυθμιστικές αρχές να γνωρίζουν ποιες συναλλαγές είναι ανοικτές. Επιπλέον, σημειώνει η Επιτροπή, οι επενδυτές θα πρέπει να δηλώνουν στις ρυθμιστικές αρχές τις σημαντικές αρνητικές θέσεις (short) σε μετοχές σε ένα ορισμένο κατώφλι (0,2% του εγγεγραμμένου μετοχικού κεφαλαίου), και στην αγορά σε υψηλότερο κατώφλι (0,5%).

Όσον αφορά τα κρατικά ομόλογα, η Επιτροπή τονίζει ότι οι ρυθμιστικές αρχές θα είναι σε θέση να ανιχνεύουν καλύτερα τους πιθανούς κινδύνους για τη σταθερότητα των αγορών δημοσίου χρέους, αφού θα λαμβάνουν δεδομένα για τις αρνητικές θέσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που θα λαμβάνουν μέσω των συμβολαίων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου (ένα παράγωγο που μερικές φορές θεωρείται ως μορφή ασφάλισης έναντι του κινδύνου αθέτησης).

Με την πρότασή της η Επιτροπή προτείνει ακόμη να δοθούν σαφείς εξουσίες στις ρυθμιστικές αρχές και να δημιουργηθεί ένα συντονισμένο ευρωπαϊκό πλαίσιο, αναγνωρίζοντας ότι «σε αγορές που πιέζονται, μπορεί να μην επαρκεί μόνον η διαφάνεια». Επί του παρόντος, σημειώνει η Επιτροπή, ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των κρατών μελών οι εξουσίες τις οποίες διαθέτουν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, ώστε να περιορίζουν ή να απαγορεύουν τις ανοικτές πωλήσεις. Η πρόταση, κατά την Επιτροπή, παρέχει στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές σαφείς εξουσίες σε εξαιρετικές καταστάσεις, προκειμένου να περιορίζουν ή να απαγορεύουν προσωρινά τις ανοικτές πωλήσεις οιουδήποτε χρηματοπιστωτικού μέσου, υπό την προϋπόθεση συντονισμού από την ΕΑΚΑΑ (η οποία αναμένεται να λειτουργεί από τον Ιανουάριο του 2011, εφ’ όσον συμφωνήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο). Σύμφωνα με το νέο εποπτικό πλαίσιο, η ΕΑΚΑΑ θα έχει τη δυνατότητα, όταν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, να λαμβάνει η ίδια προσωρινά μέτρα, με άμεσο αποτέλεσμα, για τον περιορισμό ή την απαγόρευση των ανοικτών πωλήσεων. Επιπλέον, εάν η τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου πέσει κατά σημαντικό ποσό μέσα με μία ημέρα, οι ρυθμιστικές αρχές θα έχουν την εξουσία να περιορίζουν τις ανοικτές πωλήσεις αυτού του χρηματοπιστωτικού μέσου μέχρι το τέλος της επόμενης ημέρας διαπραγμάτευσης.

Τα εν λόγω μέτρα θα βοηθήσουν, κατά την Επιτροπή, τις ρυθμιστικές αρχές να προβαίνουν στις αναγκαίες ενέργειες, με συντονισμένο τρόπο, ώστε να επιβραδύνουν ή να σταματούν την υποχώρηση των τιμών, η οποία μπορεί να εντείνεται από τις ανοικτές πωλήσεις σε αγορές που πιέζονται. Θα μειώσουν επίσης το κόστος συμμόρφωσης για τους συμμετέχοντες στην αγορά, το οποίο προκύπτει σήμερα από τους αποκλίνοντες εθνικούς κανόνες. 

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι οι ακάλυπτες ανοικτές πωλήσεις ενδέχεται να αυξήσουν τον κίνδυνο αστοχίας του διακανονισμού. Σύμφωνα με την Επιτροπή, απαιτείται από τον επενδυτή, προκειμένου να προβεί σε ανοικτή πώληση, να έχει δανειστεί τα συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα, να έχει συνάψει συμφωνία να τα δανειστεί, ή να έχει προβεί σε ρύθμιση με τρίτο μέρος να τα έχει φυλάξει για δανεισμό, ούτως ώστε να παραδοθούν μέχρι την ημερομηνία διακανονισμού [το αργότερο 4 ημέρες μετά τη συναλλαγή]. Οι αγορές διαπραγμάτευσης πρέπει να διασφαλίζουν ότι υπάρχουν επαρκείς ρυθμίσεις για την εξαγορά μετοχών ή ομολόγων, όπως και πρόστιμα και απαγόρευση ανοικτών πωλήσεων, σε περίπτωση αστοχίας του διακανονισμού.

Τέλος, στην εν λόγω πρόταση προβλέπονται ορισμένες εξαιρέσεις - παραδείγματος χάριν, για κάποιες συγκεκριμένες δραστηριότητες οι οποίες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο για την παροχή ρευστότητας ή είναι απαραίτητες για την εύρυθμη λειτουργία των πρωτογενών αγορών ομολόγων.

Ο αρμόδιος για την Εσωτερική Αγορά και τις Υπηρεσίες Επίτροπος Μισέλ Μπαρνιέ με αφορμή την πρόταση κανονισμού της Επιτροπής δήλωσε τα εξής: «Σε κανονικές εποχές, οι ανοικτές πωλήσεις αυξάνουν τη ρευστότητα στην αγορά και συμβάλλουν στη διαμόρφωση αντιπροσωπευτικών τιμών. Όμως, όταν οι αγορές πιέζονται, οι ανοικτές πωλήσεις μπορεί να ενισχύσουν την πτώση των τιμών, με αποτέλεσμα την αναστάτωση των αγορών και την εμφάνιση συστημικών κινδύνων. Η πρόταση θα αυξήσει τη διαφάνεια για τις ρυθμιστικές αρχές και τις αγορές και θα διευκολύνει τις ρυθμιστικές αρχές να εντοπίζουν τους κινδύνους στις αγορές δημοσίου χρέους. Οι ρυθμιστικές αρχές θα αποκτήσουν επίσης σαφείς εξουσίες να περιορίζουν ή απαγορεύουν τις ανοικτές πωλήσεις σε εξαιρετικές καταστάσεις, σε συντονισμό με τη νέα Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ). Οι προτάσεις αποτελούν ένα περαιτέρω βήμα για την επίτευξη μεγαλύτερης χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην Ευρώπη».  

Όσον αφορά τα OTC, ο κ. Μπαρνιέ δήλωσε πως «καμία χρηματοπιστωτική αγορά δεν αντέχει να παραμείνει η “Άγρια Δύση”. Η επίπτωση των παραγώγων OTC στην πραγματική οικονομία είναι μεγάλη: από τα ενυπόθηκα δάνεια μέχρι τις τιμές των τροφίμων. Η απουσία οποιουδήποτε ρυθμιστικού πλαισίου για τα παράγωγα OTC συνέβαλε στη χρηματοπιστωτική κρίση και στις φοβερές συνέπειές της, από τις οποίες όλοι υποφέρουμε. Προτείνουμε κανόνες οι οποίοι θα προσδώσουν περισσότερη διαφάνεια και υπευθυνότητα στις αγορές παραγώγων. Γνωρίζουμε έτσι ποιος κάνει τι, και ποιος χρωστάει σε ποιον. Όπως επίσης λαμβάνουμε μέτρα ώστε οι μεμονωμένες αδυναμίες να μην αποσταθεροποιούν το χρηματοπιστωτικό σύστημα συνολικά, όπως συνέβη στην περίπτωση της κατάρρευσης της επενδυτικής Τράπεζας Lehman’s».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v
Απόρρητο