Ζημιές που προκλήθηκαν από το χθεσινό σεισμό μεγέθους 5,3 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, κυρίως σε ναούς, σε καθολικά μονών, χωρίς να απειλούν τη στατικότητά τους, διαπίστωσε η ομάδα εργασίας του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος/Τμήματος Κεντρικής Μακεδονίας, του Κέντρου Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς (ΚΕΔΑΚ), του ΙΤΣΑΚ και του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ η οποία επισκέφθηκε και επιθεώρησε τέσσερα μοναστήρια του Αγίου Όρους, τις μονές Δοχειαρίου, Ξενοφώντος, Αγίου Παντελεήμονος και Σίμωνος Πέτρας.
Οι έλεγχοι θα συνεχιστούν όλη την εβδομάδα και στη λήξη της θα συνταχθεί πόρισμα, το οποίο θα σταλεί προς την πολιτεία.
«Από την έως τώρα εικόνα από τα τέσσερα μοναστήρια, τις αναφορές που είχαμε από άλλες μονές που θα επισκεφθούμε, αλλά και τις δικές μας εκτιμήσεις με βάση την απόσταση από το επίκεντρο του σεισμού, πιστεύουμε ότι το κόστος της συνολικής αποκατάστασης των ζημιών από τον σεισμό εντός του Αγίου Όρους θα είναι της τάξεως των έξι, επτά εκατομμυρίων ευρώ, αλλά αυτό είναι μια πρώτη εκτίμηση, θα πρέπει να επισκεφτούμε και άλλες μονές», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του ΤΕΕ/ΤΚΜ και γενικός διευθυντής του ΚΕΔΑΚ Ηλίας Περτζινίδης και συνέχισε:
«Υπάρχουν ζημιές που απαιτούν άμεσες παρεμβάσεις, όχι γιατί κινδυνεύουν κτίρια με κατάρρευση - έχει κάνει εξαιρετική δουλειά το ΚΕΔΑΚ τα προηγούμενα χρόνια στα κτίρια, κι αυτό φαίνεται τώρα - αλλά γιατί μπορεί να υπάρξει, σε κάποιον επόμενο ισχυρό σεισμό, κατάρρευση δομικών στοιχείων των κτιρίων. Όταν, όμως, πρόκειται για τέτοιου είδους ιστορικής σημασίας κτίρια, όπως οι μόνες του Αγίου Όρους, η μη αποκατάσταση, για παράδειγμα, ενός τυμπάνου που έχει σήμερα υποστεί ρωγμή, σε έναν επόμενο ισχυρό σεισμό ενδεχομένως να προκαλέσει ζημιές στον τρούλο, ή κατάρρευση σοβάδων, τοιχογραφιών και ψηφιδωτών, ανεκτίμητης ιστορικής αξίας. Αυτό πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο και για αυτό τον λόγο είναι απαραίτητες άμεσες εργασίες».
Εκτός από τις ζημιές σε ναούς, κυρίως ρωγμές στην τοιχοποιία, καταρρεύσεις κεραμιδιών και σοβάδων, πολυελαίων στην Αγία Τράπεζα σε δύο μοναστήρια, στη βορειοδυτική πλευρά της μονής της Σιμωνόπετρας έχουν πληγεί και ορισμένοι πεσσοί, δομικά στοιχεία μεταξύ των παραθύρων, σε κτίρια. Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, οι ζημιές θα πρέπει να αποκατασταθούν άμεσα, ώστε να μην προκληθούν μεγαλύτερες ζημιές στο μέλλον, ενδεχομένως από νέο ισχυρό σεισμό.
«Αυτά τα σημεία που ελέγξαμε θα τα χαρακτήριζα, ως "κίτρινα" εάν ήταν εκτός του Αγίου Όρους, σε κάποιο αστικό κέντρο, δηλαδή, δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ζήτημα με τη στατικότητά τους, δεν είναι "κόκκινα", αλλά χρειάζονται οπωσδήποτε άμεσες παρεμβάσεις και επισκευές για να αποτραπεί κάθε ενδεχόμενο να "κοκκινίσουν" σε κάποιο επόμενο ισχυρό σεισμό», τόνισε ο κ. Περτζινίδης και πρόσθεσε:
«Παρακολουθούμε την εξέλιξη του φαινομένου, είχαμε εγκαταστήσει ήδη έναν επιταχυνσινογράφο εδώ και έναν χρόνο στην μονή Ξενοφώντος και σκοπεύαμε να τοποθετήσουμε και άλλους δύο, σε άλλες μονές, για να εκτιμούμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τις ενδεχόμενες επιπτώσεις σε κτίρια».
Τις επόμενες μέρες το κλιμάκιο θα επισκεφθεί τις μονές Ζωγράφου και Κωνσταμονίτου, που είναι πιο κοντά στο επίκεντρο του σεισμού, σε σχέση με άλλες πιο απομακρυσμένες, καθώς και τις μονές Χιλανδαρίου, Διονυσίου, Γρηγορίου, Αγίου Παύλου. Ήδη, υπήρξε και τηλεφωνική επικοινωνία του κλιμακίου και ενημέρωση του από τη μόνη Βατοπεδίου και μέχρι το τέλος της εβδομάδας θα υπάρχει μια πλήρης εικόνα των ζημιών σε μονές και κελιά σε όλη την έκταση του Αγίου Όρους, καθώς και προτάσεις για την αποκατάσταση τους.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ