Ο κατακερματισμός της ισπανικής πολιτικής σκηνής, όπως φάνηκε και από τις πρόσφατες εκλογές στην Ανδαλουσία, συνεχίζει να δημιουργεί στην κεντρική κυβέρνηση προβλήματα στην εφαρμογή πολιτικής. Αυτό καθιστά πιο δύσκολο για την κυβέρνηση να περάσει νόμους, περιλαμβανομένου και του προϋπολογισμού του 2019, συντηρώντας τις πιέσει για πρόωρες εκλογές, σύμφωνα με νέα έκθεση της Fitch Ratings.
Οι απώλειες του κυβερνώντος Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSOE) στις εκλογές στην Ανδαλουσία, όταν το ποσοστό του μειώθηκε στο 20,8%, ίσως εντείνουν τις πιέσεις για πρόωρες εκλογές προτού λήξει η κοινοβουλευτική περίοδος στα μέσα του 2020. Η ανάδυση του ακροδεξιού Vox, που έλαβε το 11% των ψήφων, θα αύξανε τον πολιτικό κατακερματισμό αν επαναλαμβάνονταν σε επίπεδο γενικών εκλογών.
Το PSOE εξαρτάται από την πολιτική στήριξη του αριστερού Podemos και τον τοπικών κομμάτων, περιλαμβανομένων των καταλανικών κομμάτων που τάσσονται υπέρ της ανεξαρτησίας της περιοχής. Η απώλεια εδάφους για το παραδοσιακό κεντροδεξιό Pardido Popular και το κεντροαριστερό PSOE τόσο έναντι του Podemos όσο και έναντι του κεντρώου Ciudadanos τα τελευταία χρόνια έχει οδηγήσει σε περιόδους πολιτικής διακοπής και αδύναμων κυβερνήσεων. Ακόμα και χωρίς μια περαιτέρω πρόοδο του Vox, η μοιρασμένη στήριξη μεταξύ των τεσσάρων αυτών κομμάτων (δημοσκοπικά όλα φέρνουν ποσοστά μεταξύ 16% και 25%) παραπέμπει σε συνέχιση της δυσκολίας στον σχηματισμό μιας σταθερής κυβέρνησης.
Η πιο άμεση πρόκληση για την πολιτική είναι η εξασφάλιση κοινοβουλευτικής έγκρισης για τον προϋπολογισμό του 2019. Η κυβέρνηση θα μπορούσε να μετακυλίσει τον προϋπολογισμό του 2018 αν δεν δει στήριξη, όμως αυτό θα αποδυνάμωνε την εξουσία της και θα αύξανε ακόμα περισσότερο τις πιέσεις για πρόωρες εκλογές, ιδιαίτερα αν υπάρξει αδιέξοδο σε άλλους τομείς πολιτικής.
Το προσχέδιο προϋπολογισμού δεν αλλάζει σημαντικά τη δημοσιονομική εκτίμηση της Fitch. Στοχεύει σε έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης 1,8% του ΑΕΠ το 2019, από 2,7% φέτος, όμως η Fitch εξακολουθεί να θεωρεί πως το έλλειμμα θα είναι πιο κοντά στο 2,2%.
Ο προϋπολογισμός περιλαμβάνει νέα μέτρα εσόδων ύψους 0,6% του ΑΕΠ, περιλαμβανομένων εσόδων από την ενισχυμένη φορολογική συμμόρφωση, από τις αυξήσεις της εταιρικής φορολόγησης θυγατρικών και κερδών που καταγράφονται στο εξωτερικό, καθώς και από νέους φόρους επί χρηματοοικονομικών συναλλαγών και ψηφιακών δραστηριοτήτων.
Όπως σημειώνει η Fitch, η εκτίμηση των νέων αυτών πηγών εσόδων είναι αβέβαιη, υπάρχει προοπτική για κάποιες καθυστερήσεις στην εφαρμογή, ενώ αναμένει μικρότερη αύξηση των εσόδων.
Η ενίσχυση που θεωρείται ότι θα λάβουν οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης από την αύξηση κατά 23% του κατώτατου μισθού θα μπορούσε να αντισταθμιστεί εν μέρει από κάποιον περιορισμό στον ρυθμό ανάπτυξης των θέσεων εργασίας.
Αν το προσχέδιο προϋπολογισμού του 2019 δεν εγκριθεί, τότε η κυβέρνηση εκτιμά πως θα υπάρξει έλλειμμα τουλάχιστον 2,2%, χωρίς αλλαγή πολιτικής. Η εκτίμηση της Κομισιόν κάνει λόγο για έλλειμμα 2,1% χωρίς αλλαγή στο διαρθρωτικό έλλειμμα.
Σημειώνεται πως η Ισπανία αναμένεται να βγει από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος της ΕΕ φέτος και θα υπόκειται στον στόχο του Αποτρεπτικού Βραχίονα για διαρθρωτική βελτίωση 0,65% του ΑΕΠ το 2019, όμως η Fitch δεν αναμένει η κυβέρνηση να μεταβάλλει σημαντικά το προσχέδιο του προϋπολογισμού για να επιτύχει αυτόν τον στόλο.
Η Fitch επιβεβαίωσε τον Ιούλιο την αξιολόγηση «Α-» με σταθερό outlook για την Ισπανία, στο οποίο συνυπολογίζονταν ο πολιτικός κατακερματισμός και οι σχετικοί πολιτικοί περιορισμοί.
Όπως επισημαίνει, η αδύναμη διαρθρωτική δημοσιονομική προσαρμογή υποστηρίζει την πρόβλεψή της για βραδεία μείωση του πολύ υψηλού επιπέδου του δημόσιου χρέους, στο 95,3% του ΑΕΠ το 2020, από 98,1% το 2017. Παράλληλα, η αξιολόγηση αυτή αντανακλά την ισχυρή οικονομική ανάκαμψη της Ισπανίας, που αναμένεται το 2019 και 2020 να καταγράψει ρυθμό ανάπτυξης 2,3% και 1,9% αντίστοιχα.
Κατά τον οίκο, ένα από τα ευαίσθητα σημεία σε ό,τι αφορά μια θετική ενέργεια για την αξιολόγηση της Ισπανίας, αφορά στο ζήτημα του βαθμού της αυτονομίας της Καταλονίας, που έρχεται να προστεθεί στην πρόκληση εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης ως προς το αίτημα της τοπικής κυβέρνησης για ανεξαρτησία.