Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η ξενιτιά και η διπλή μοναξιά των Χριστουγέννων

Για εκείνους που ζουν μακριά από τους συγγενείς και την πατρίδα τους, οι γιορτές έρχονται με μια «διπλή δόση» μοναξιάς: Τη δική τους κι εκείνη όσων άφησαν πίσω στην πατρίδα. Ρεπορτάζ DW.

Η ξενιτιά και η διπλή μοναξιά των Χριστουγέννων

Οικογενειακά τραπέζια, χριστουγεννιάτικες συνταγές, στολισμοί και… ολίγον κιτς ... Οι γιορτές των Χριστουγέννων επιστρέφουν κάθε χρόνο με το γνωστό «πρωτόκολλο» των ημερών. Κοινωνικά δίκτυα και ΜΜΕ επικεντρώνονται κι αυτά όπως πάντα την εορταστική περίοδο στη γνωστή θεματολογία: συνταγές, ιδέες για δώρα και ενδυμασίες, πώς να αποφύγετε τις εντάσεις στο οικογενειακό τραπέζι.

Κάθε χρόνο, ωστόσο, αναδεικνύεται και μία λιγότερο αστραφτερή πλευρά των γιορτών: Η μοναξιά που πλήττει συχνά έντονα όσους ζουν μακριά από την πατρίδα και την οικογένειά τους.

Η μοναξιά των Χριστουγέννων δεν είναι απλώς ένα προσωπικό συναίσθημα, αλλά ένα κοινωνικό φαινόμενο. Σχεδόν όλα τριγύρω υπενθυμίζουν τι «θα έπρεπε» να είναι οι γιορτές – μεταξύ άλλων, μία «υποχρεωτική χαρά» που περνά κανείς με την οικογένεια και τους φίλους. Για τους μετανάστες αυτή η μοναξιά συχνά συνοδεύεται και από κάτι ακόμη. Την ενοχή ότι ενώ οι ίδιοι προσπαθούν να χτίσουν μια νέα ζωή αλλού, άφησαν πίσω ανθρώπους που γερνούν και γιορτάζουν κι εκείνοι μόνοι.

Τα «δύο πρόσωπα» στη μοναξιά του ξενιτεμένου

Αυτή τη διπλή διάσταση της μοναξιάς περιγράφουν και πολλοί Έλληνες που ζουν εδώ και χρόνια στο εξωτερικό: «Από τη μια μεριά ήμουν μόνος γιατί δεν είχα κανέναν και από την άλλη όμως αισθανόμουν ότι άφησα και τη μάνα μου στην Ελλάδα που ήταν μόνη της. Δεν υπήρχαν οι τεχνολογίες όπως σήμερα, να πάρεις ένα κινητό με κάμερα και να πάρεις τη μάνα σου τηλέφωνο», λέει χαρακτηριστικά ο Παναγιώτης Τσαβέλης, ο οποίος εδώ και πέντε χρόνια δραστηριοποιείται στο Ελληνικό Σπίτι του Πορτς στην Κολωνία.

Ο ίδιος ήρθε στη Γερμανία το 1997 και πιστεύει πως νοσταλγία και μοναξιά γίνονται ακόμη μεγαλύτερες τις  γιορτές, ειδικά σε ένα μέρος όπου δεν έχεις συγγενείς. Λέει επίσης ότι η μοναξιά των ανθρώπων που ζουν μακριά από την πατρίδα τους και την οικογένειά τους έχει δυο όψεις. Από τη μία είναι η μοναξιά και από την άλλη είναι οι τύψεις.

Και δεν είναι ο μόνος. Η Ελισάβετ Χάσε, ηθοποιός και σκηνοθέτρια που ζει και εργάζεται στην Κολωνία, ασχολείται με αυτήν ακριβώς την πτυχή στο τελευταίο της θεατρικό έργο «Μητέρα, μίλα» (Mutter, sprich). «Στις γιορτές ιδίως καταλαβαίνεις ότι δεν έχεις οικογένεια. Εντάξει, εγώ έχω δύο κόρες βέβαια, αλλά η μεγάλη οικογένεια που είχα στην Ελλάδα που κάθε Σαββατοκύριακο, όπως γράφω και στο έργο, υπήρχε ένα γλέντι, ένας γάμος, βαφτίσια κτλ, δεν υπάρχει εδώ», λέει σε συνέντευξή της στην DW. «Αισθάνομαι τύψεις που έχω αφήσει τους γονείς μου και τα αδέρφια μου τόσο μακριά στην Ελλάδα και ζω τώρα εδώ πέρα. Αλλά εδώ είναι η ζωή μου. Τι να κάνω;»

Ο Χρήστος Νικόπουλος, διευθυντής του θεάτρου Horizont στην Κολωνία ζει εδώ και πολλές δεκαετίες στο εξωτερικό – αρχικά στο Λονδίνο και από το 1989 στη Γερμανία. «Την ξέρω αυτή τη νοσταλγία και ξέρω αυτό το αίσθημα που παίρνει κανείς τη μαμά τηλέφωνο… Και πριν από τα κινητά, ήταν μόνο τηλεφωνικά η επικοινωνία ή με δέματα». Για τον ίδιο βέβαια, η τέχνη λειτούργησε και ως αντίβαρο στη μοναξιά της ξενιτιάς. «Αν κάποιος δουλεύει στο θέατρο δεν είναι ποτέ μόνος», λέει χαμογελώντας.

Κοινότητες: Μικρό «αντίδοτο» στη μοναξιά

Η μοναξιά ήταν ένας από τους «κινητήρες» για την ίδρυση των ελληνικών κοινοτήτων στη Γερμανία, κάτι που επιβεβαιώνει από την εμπειρία του και ο Κοσμάς Ρουσσόπουλος, πρόεδρος του Ελληνικού Σπιτιού στο Πορτς της Κολωνίας. Ο ίδιος ανήκει στη λεγόμενη «πρώτη γενιά» Ελλήνων μεταναστών: ήρθε το 1965, νέος, από την επαρχία και φτωχός όπως χαρακτηριστικά λέει, στην τότε Δυτική Γερμανία.

«Τα πρώτα χρόνια είχαμε νοσταλγία μεγάλη για την Ελλάδα. Μεγάλη προσδοκία, πολύ μεγάλη νοσταλγία. Αλλά η ανάγκη μας έκανε να μείνουμε εδώ», θυμάται. «Του χρόνου φεύγουμε, του χρόνου φεύγουμε, λέγαμε. Και περάσανε εξήντα χρόνια». Αυτή η νοσταλγία, λέει, ήταν και ο λόγος που ίδρυσαν το Ελληνικό Σπίτι στο Πορτς το 1985: «να βρεθούμε, να έχουμε κάποιους χώρους να συζητούμε τα προβλήματά μας. Γιατί το ΄85 τα προβλήματα ήταν τρομερά, δεν είχαμε ούτε εκκλησία, ούτε σχολείο».

Η μοναξιά και ο «νόστος»

Οι κοινότητες, καθώς και νέοι χώροι συνάντησης, υπάρχουν ακόμη, έτοιμοι να υποδεχτούν και να στηρίξουν ανθρώπους που τους χρειάζονται και νοσταλγούν την πατρίδα τους.Παράλληλα, ο «νόστος», ένα συναίσθημα που οι ίδιοι οι μετανάστες πλέον δεν φοβούνται να ονοματίσουν, μετατρέπεται κάποιες φορές σε χρήσιμο εργαλειο πολιτικής, όταν αυτή επιλέγει να μιλήσει γι’ αυτούς - ή εκ μέρους τους.

Με τη μετανάστευση να βρίσκεται συστηματικά στο επίκεντρο τα τελευταία χρόνια, ίσως τέτοιες μέρες αξίζει κανείς να θυμηθεί πως και η μοναξιά και η ανάγκη για στήριξη στην «ξενιτιά» δεν πλήττει μόνο τους Έλληνες. Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί και ο κ. Ρουσσόπουλος: «Βοήθεια δεν χρειάζεται μόνο ο Έλληνας μετανάστης, αλλά κάθε άνθρωπος που φτάνει στη Γερμανία μόνος, είτε προέρχεται από τη Συρία είτε από οποιαδήποτε άλλη χώρα».

ΠΗΓΗ: DW

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v
Απόρρητο