Για τους δανειστές, η Ελλάδα φέρει την καίρια ευθύνη για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η οικονομία της, επειδή νομοθετεί αλλά δεν εφαρμόζει πλήρως τις μεταρρυθμίσεις.
Από την άλλη πλευρά, οι δανειστές έχουν επίσης πέσει έξω επανειλημμένα στις εκτιμήσεις τους τα προηγούμενα χρόνια.
Ας υπενθυμίσουμε ότι οι θεσμοί προέβλεπαν συρρίκνωση της οικονομίας από 2,6% έως 3,5% το 2011, αλλά η ύφεση έφτασε στο 9%.
Ομοίως, το 2012, οι ίδιοι προέβλεπαν μείωση του πραγματικού ΑΕΠ από 2% έως 4,7% αλλά το τελικό αποτέλεσμα ξεπέρασε το 7%. Το 2013, προέβλεπαν συρρίκνωση της οικονομίας άνω του 4% αλλά κατέληξε να είναι μικρότερη.
Για το 2005, η αρχική πρόβλεψη ήταν ανάπτυξη 2,5%, που μετατράπηκε σε πρόβλεψη για ύφεση άνω του 2% το καλοκαίρι μετά τα capital controls, για να καταλήξει σε ήπια μείωση της τάξης του 0,2%.
Για το 2016, το σκηνικό ίσως επαναληφθεί.
Το θέμα των εκτιμήσεων επανέρχεται στο προσκήνιο μετά τις δηλώσεις κυβερνητικού στελέχους ότι το ΔΝΤ ζητά επιπλέον μέτρα 4,2 δισ. ευρώ για να πιαστούν οι στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018.
Προφανώς, τα νούμερα για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους που ζητά το ΔΝΤ δεν βγαίνουν με τα μέτρα ελάφρυνσης που είναι διατεθειμένη να δεχθεί η Ευρωζώνη.
Ως εκ τούτου, το μπαλάκι περνά στην Αθήνα, από την οποία ζητείται να λάβει επιπρόσθετα μέτρα λιτότητας μετά το 2018 για να γεφυρωθούν οι διαφωνίες του ΔΝΤ με τη Γερμανία, με καρότο την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της EKT.
Προφανώς, οι αστοχίες στις εκτιμήσεις των θεσμών τα προηγούμενα 5-6 χρόνια δεν λαμβάνονται υπόψη, καθότι οι δανειστές είναι εκείνοι που έχουν και το μαχαίρι και το πεπόνι.
Εδώ ακριβώς γεννάται ένα ερώτημα.
Πώς είναι δυνατόν να σχεδιαστούν ορθά μεταρρυθμίσεις, όταν οι αρμόδιοι διαθέτουν λανθασμένες εκτιμήσεις για την ενδεχόμενη επίδραση που αυτές θα έχουν στην οικονομία;
Προφανώς, δεν μπορούν να σχεδιαστούν σωστά αλλά κανένας από τους δανειστές δεν νοιάζεται.
Όμως, όλα αυτά είναι προβλέψιμα και δεν έπρεπε ποτέ να φθάσουμε σ’ αυτό το σημείο.
Ας υπενθυμίσουμε εδώ κάτι που είχαμε αναφέρει στο παρελθόν και προέρχεται από συζήτηση με στέλεχος του ΔΝΤ στις αρχές του 2015.
Το δημοσιονομικό κενό που έπρεπε να καλύψει η ελληνική πλευρά για να βγει η χώρα από το 2ο μνημόνιο ήταν ύψους 1,7 δισ. ευρώ.
Κοινώς, οι πιο «σκληροί» των δανειστών απαιτούσαν μέτρα 1,7 δισ. ευρώ για να επιτευχθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα που προβλέπονταν, δηλαδή 3% του ΑΕΠ το 2015 και 4,5% το 2016, με βάση τις τότε εκτιμήσεις για ρυθμούς ανάπτυξης κ.τ.λ.
Σε μια τέτοια περίπτωση, τα ελληνικά ομόλογα θα γίνονταν αποδεκτά στο QE από την ΕΚΤ, ίσως από την αρχή, δηλαδή την Άνοιξη του 2015.
Αντ’ αυτού βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μέτρα 6-7 δισ. ευρώ για να πιάσουμε τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ το 2017 και 3,5% το 2018 και επιπλέον 4,2 δισ. ευρώ για να διατηρηθεί το πλεόνασμα στο 3,5% την περίοδο 2019-2021, με συμμετοχή του ΔΝΤ.
Τα λόγια είναι περιττά, όμως η ουσία δεν αλλάζει.
Οι αστοχίες των δανειστών στις εκτιμήσεις τους δεν παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση των μεταρρυθμίσεων σε μια οικονομία υπό επιτροπεία.
Dr. Money
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.