Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Πλεόνασμα 3,5%: Είναι εφικτή η μείωσή του;

Για μια ακόμη φορά κατορθώσαμε να καταστήσουμε αντικείμενο κομματικής αντιπαράθεσης ένα θέμα που θα έπρεπε να ενώνει: τη μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ.

Πλεόνασμα 3,5%: Είναι εφικτή η μείωσή του;

Είναι γεγονός ότι η προεκλογική περίοδος, όπως αυτή που διανύουμε, δεν προσφέρεται για συγκλίσεις των κομμάτων εξουσίας.

Ακόμη κι όταν κάποιο θέμα όπως η μείωση των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ  που δεσμεύουν τη χώρα μέχρι και το 2022, προσφέρεται για σύγκλιση της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης.

Γι’ αυτό δεν εκπλαγήκαμε όταν διαβάσαμε για τις αντιδράσεις στελεχών της ΝΔ σε μια τοποθέτηση του κ. Τσακαλώτου επί του θέματος, πριν από λίγο καιρό, παρότι στην ουσία πυροβολούσαν τα πόδια τους αφού τα γκάλοπ δίνουν σοβαρό προβάδισμα στο κόμμα τους και ίσως κληθούν να κυβερνήσουν τη χώρα.

Πάντως, είναι θετικό ότι ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε λίγες μέρες αργότερα στους Δελφούς πως ήταν ανοικτός στη διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής για τη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Όμως, πόσο πιθανό είναι να έχει ευτυχή κατάληξη μια τέτοια προσπάθεια;

Για να κατανοηθεί καλύτερα το θέμα, θα πρέπει να πάμε χρονικά λίγο πίσω και να δούμε πώς φθάσαμε στο 3,5% του ΑΕΠ για την περίοδο 2018-2022, ξεκινώντας από τις θέσεις των βασικών πρωταγωνιστών.

Πολύ σύντομα.

Το ΔΝΤ ήταν πάντοτε υπέρ της άποψης ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα έως 1,5% του ΑΕΠ για να επιτύχει υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης.

Όμως, το πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι ένας ξεκάρφωτος αριθμός.

Είναι μέρος της ανάλυσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (DSA), στην οποία μπαίνουν κι άλλες παράμετροι όπως το εκτιμώμενο μέσο κόστος δανεισμού και ρυθμού ανάπτυξης της χώρας σε βάθος χρόνου.

Για να έβγαινε το ελληνικό χρέος φερέγγυο με πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ και τις υποθέσεις του ΔΝΤ για ανάπτυξη και επιτόκιο δανεισμού τις επόμενες δεκαετίες, θα έπρεπε οι Ευρωπαίοι δανειστές να δώσουν πολύ πιο γενναιόδωρα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.

Όμως, η Γερμανία και κάποιες άλλες χώρες της ευρωζώνης, δεν ήταν διατεθειμένες να προσφέρουν κάτι τέτοιο.

Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο η Γερμανία να τάσσεται υπέρ των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ για μια δεκαετία και τον Γάλλο υπουργό Οικονομικών κ. Λε Μερ να παρεμβαίνει, λέγοντας ότι η χώρα του ήταν διατεθειμένη να δεχθεί μέχρι 5 χρόνια.

Κάπως έτσι έκλεισε η πολιτική διαπραγμάτευση μεταξύ τους και η Ελλάδα βρέθηκε με την υποχρέωση να επιτυγχάνει υψηλά πλεονάσματα την περίοδο 2018-2022.  

Όμως, ο πολιτικός συμβιβασμός είχε τεχνικό υπόβαθρο και δεν ήταν στον αέρα.

Κοινώς, βασιζόταν σε μια ανάλυση (DSA) που έβγαζε το ελληνικό χρέος φερέγγυο τις επόμενες δεκαετίες, σε συνάρτηση με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης που επικύρωσε το Eurogroup πέρυσι τον Ιούνιο.

Αν και τίποτα δεν είναι γραμμένο σε πέτρα, που λένε οι Αγγλοσάξονες, η ιστορία διδάσκει πως δεν θα είναι εύκολο να πεισθεί η Γερμανία -κυρίως- και άλλες χώρες να δεχθούν μείωση των στόχων μέχρι και το 2022.

Κατά την ταπεινή μας άποψη, θα πρέπει να συντρέχουν μια σειρά από λόγοι.

Από τη μια πλευρά, η Αθήνα θα πρέπει να αποδείξει ότι εννοεί μπίζνες και να παράξει απτά αποτελέσματα.

Eτσι, μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη των εταίρων της και να πείσει τους τεχνοκράτες της Κομισιόν και του ESM να αναβαθμίσουν τον ρυθμό ανάπτυξης της Ελλάδας στο DSA, δικαιολογώντας χαμηλότερο πλεόνασμα.  

Η ανωτέρω διαδικασία απαιτεί συνέπεια και χρόνο άνω των 12 μηνών κατ’ ελάχιστο, κατά την ταπεινή άποψη της στήλης.

Όμως, δεν αρκεί.  

Θα πρέπει επίσης οι πολιτικές ισορροπίες σε χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία να είναι ευνοϊκές και οι άνθρωποι σε θέσεις-κλειδιά σε χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία κι αλλού στην ΕΕ, π.χ. πρόεδρος της Κομισιόν, να τείνουν ευήκοον ους στο ελληνικό αίτημα.

Ρεαλιστικά, δεν νομίζουμε ότι μια μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ είναι εφικτή πριν το 2021, το νωρίτερο.

Ισως, μάλιστα, αποδειχθεί πως μια μείωση δεν είναι εφικτή ούτε μέχρι και το 2022, με πιθανή εξαίρεση τη σιωπηρή αποδοχή μιας μικρής αστοχίας από τον στόχο, π.χ. στο 3,2%-3,3% του ΑΕΠ.  

Όμως, αυτό δεν σημαίνει πως η Ελλάδα δεν πρέπει να προσπαθήσει να πάρει ό,τι μπορεί.

Ακόμη κι αν σημαίνει μια μικρή μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα τις επόμενες δεκαετίες, π.χ. στο 1,5% με 2% του ΑΕΠ από 2,25% κατά μέσο όρο.  

Η επίτευξη εσωτερικής πολιτικής συναίνεσης πάνω σ’ αυτό θα βοηθούσε.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v