Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Είναι θέμα εμπιστοσύνης

Η νομισματική πολιτική δεν μπορεί από μόνη της να θεραπεύσει τον κορωνοϊό. Θα μπορούσε μαζί με την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική να αποτρέψει την πιο απροσδόκητη ύφεση, όταν η πανδημία επηρεάζει πολλούς κλάδους και χώρες συγχρονισμένα;

Είναι θέμα εμπιστοσύνης

Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ μάς έδειξε πριν από δύο περίπου εβδομάδες πως οι κεντρικοί τραπεζίτες μπορούν να επιδεινώσουν τα συμπτώματα των αγορών με κάποια σχόλιά τους.

Η τοποθέτηση της κ. Λαγκάρντ ότι δεν είναι δουλειά της ΕΚΤ να «κλείσει το spread» μεταξύ των ομολόγων από διάφορες χώρες της ευρωζώνης προκάλεσε το ξεπούλημα των ελληνικών, ιταλικών και άλλων ομολόγων της ευρωζώνης. Η κατακόρυφη άνοδος των αποδόσεων ήταν ό,τι το χειρότερο για χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος, που ετοιμάζονται να αυξήσουν τις κρατικές δαπάνες για να αντιμετωπίσουν την πανδημία και βασίζονται στον φθηνό δανεισμό.

Η απάντηση της ΕΚΤ ήταν η προβλεπόμενη. Ένα νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων έως 750 δισ. ευρώ ή 6% του ΑΕΠ για την καταπολέμηση της πανδημίας, στο οποίο -ευτυχώς- αυτή τη φορά συμμετέχει κι η Ελλάδα.

Αρκετοί πιστεύουν ότι η λύση θα δοθεί από μεγάλα δημοσιονομικά πακέτα σ' έναν κόσμο που τα χρέη έχουν πάρει την ανηφόρα. Παρ’ όλα αυτά η αβεβαιότητα  για τον κορωνοϊό καθιστά εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη την πρόβλεψη για τη διάρκεια και το μέγεθος της συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη, στις ΗΠΑ και τον κόσμο γενικότερα.

Δεν εκπλήσσει λοιπόν που εταιρείες και τράπεζες βάζουν στην άκρη ευρώ ή δολάρια για να αποπληρώσουν χρέη ή για να κρατήσουν τις επιχειρήσεις τους ζωντανές τις επόμενες εβδομάδες ή μήνες, κατά τη διάρκεια της επιδημίας. Ήδη οι αναθεωρήσεις των προβλέψεων είναι επί τα χείρω.  Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η ύφεση θα είναι παρόμοια ή χειρότερη σε σύγκριση με εκείνη του 2008-2009 σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο IIF προβλέπει ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας κατά 1,5% φέτος έναντι ανάπτυξης 2,6% που έβλεπε τον Οκτώβριο του 2019. Η οικονομία της ευρωζώνης θα χτυπηθεί περισσότερο με την ύφεση στο 4,7%. 

Θα μπορούσε ένα ισχυρό κοκτέιλ επεκτατικής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής να αποτρέψει τα χειρότερα στις αγορές σε πρώτη φάση και στις πραγματικές οικονομίες αργότερα; Η απάντηση θα μπορούσε να είναι καταφατική, αν κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες μπορούσαν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη ότι έχουν την κατάσταση υπό έλεγχο.

Η παρατεταμένη περίοδος εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων και προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης (QE) έχει ευνοήσει τη δημιουργία σπεκουλαδόρικης μόχλευσης σ’ όλη την υφήλιο. Από τις απλές στρατηγικές του φθηνού δανεισμού σ’ ένα νόμισμα για την αγορά τίτλων με υψηλότερη απόδοση αλλού (carry trades) μέχρι τις πιο περίπλοκες. Όλη αυτή η μόχλευση είναι μια σημαντική πηγή ρευστότητας για το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα.

Όμως, η μείωση της μόχλευσης που είναι συνάρτηση της βουτιάς των αγορών στερεί ρευστότητα, πληγώνοντας κινητές αξίες και οικονομίες.  

Μπορούν οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις να τους πείσουν να τις εμπιστευθούν; Πόσο εύκολο είναι όμως όταν βλέπουν τις κεντρικές τράπεζες να μην μπορούν να εγγυηθούν την ηρεμία στις αγορές και τον ρόλο των ιδίων να περιορίζεται;


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v