Η Ελλάδα δεν είναι κανένα γαλατικό χωριό μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και την Ευρωζώνη. Αντίθετα, επηρεάζεται άμεσα και έμμεσα από τις εξελίξεις στον διεθνή περίγυρο, έστω και με κάποια καθυστέρηση ενίοτε. Αυτό θα γίνει πιο ορατό μετά το 2026 και κυρίως το 2027, όταν τα ευρωπαϊκά κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης στερέψουν, κατά την ταπεινή άποψη της στήλης.Είναι λοιπόν σημαντικό για τους ασκούντες πολιτική και τους ανθρώπους που επενδύουν τα χρήματά τους να κατανοήσουν πού βρισκόμαστε σήμερα. Η ιστορία βοηθάει μερικές φορές.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο εναρμονισμένος πληθωρισμός στην ΕΕ και την Ελλάδα έχει υποχωρήσει αισθητά από τα υψηλά της πανδημίας στο 2,1% και 1,7% αντίστοιχα τον Οκτώβριο, σε ετήσια βάση. Αυτό έχει κάνει ευκολότερο το έργο της ΕΚΤ, επιτρέποντάς της να μειώσει το βασικό επιτόκιο καταθέσεων στο 2%. Όμως, τα ελλείμματα είναι ο κανόνας στις περισσότερες χώρες και γι’ αυτό ο λόγος δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ ανεβαίνει εκεί.
Από την άλλη πλευρά, ο πληθωρισμός επιμένει σε άλλες μεγάλες χώρες. Στις ΗΠΑ, ο πληθωρισμός βρίσκεται στο 3% περίπου αλλά το δημοσιονομικό έλλειμμα αυξάνεται, προκαλώντας συνεχή αύξηση του δημόσιου χρέους.
Ο συνδυασμός επιμένοντος πληθωρισμού και υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων μετά αυξανόμενου δημόσιου χρέους βάζει δύσκολα στους ασκούντες οικονομική πολιτική. Κυρίως, στις κεντρικές τράπεζες όπως η Fed.
Για την ακρίβεια, τους βάζει σε ένα δίλημμα στο οποίο βρέθηκαν οι τότε συνάδελφοί τους τη δεκαετία του 1940. Από τη μια πλευρά, ήταν οι ανάγκες του πολέμου που σήμαινε υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και υψηλότερο δημόσιο χρέος και από την άλλη, ο πληθωρισμός.
Οι αρχές της εποχής αποφάσισαν ότι ήταν πιο σημαντικό να ελέγξουν τα κόστη δανεισμού, διατηρώντας τα επιτόκια χαμηλά παρά να τα αυξήσουν για να μειώσουν τον πληθωρισμό. Το φαινόμενο είναι γνωστό ως χρηματοοικονομική καταστολή (financial repression).
Ετσι, τα ονομαστικά επιτόκια συμπιέστηκαν και τα πραγματικά επιτόκια διατηρήθηκαν αρνητικά (ονομαστικά επιτόκια μείον πληθωρισμός). Με αυτό τον τρόπο, το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους ελάφρυνε εκείνη τη δεκαετία.
Ερχόμενοι στη σημερινή εποχή, ο καθένας μπορεί να δει κάποιες ομοιότητες με τότε. Τα χρέη βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες, τα δημοσιονομικά ελλείμματα είναι μεγάλα και οι κεφαλαιαγορές κοντά σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Επομένως, οι κεντρικές τράπεζες έχουν ισχυρό λόγο να θέλουν να αποφύγουν μια χρηματοοικονομική κρίση ή αστάθεια μέσω της αύξησης των επιτοκίων τους.
Αν η σύγκριση των δύο δεκαετιών είναι σωστή, οι πραγματικές αποδόσεις θα είναι χαμηλές και ίσως αρνητικές τα επόμενα χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει ότι η μεταβλητότητα στις αγορές θα είναι χαμηλή.
Όμως, σίγουρα τα χαμηλά έως αρνητικά πραγματικά επιτόκια θα ευνοήσουν τους δανειζόμενους σε σχέση με τους δανειστές (αποταμιευτές). Κι αν η μεταβλητότητα στις αγορές είναι υψηλή, οι δημοφιλείς παθητικές επενδύσεις των χρηματιστηριακών δεικτών της τελευταίας δεκαετίας ίσως αποδειχθούν προβληματικές.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.