Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οι «ζαβολιές» και η παρακαταθήκη του Μάριο Ντράγκι

Γιατί ο σχεδόν ανέκφραστος πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ θα διεκδικήσει τον τίτλο του Ευρωπαίου του 21ου αιώνα. Πώς παρέκαμψε το «πρότυπο Μονέ» και «δέσμευσε» την Κρ. Λαγκάρντ. Η κρίση της πανδημίας και τα επόμενα βήματα.

Οι «ζαβολιές» και η παρακαταθήκη του Μάριο Ντράγκι

Οι Ζαν Μονέ και Ρομπέρ Σουμάν, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, έριξαν τις βάσεις για να ξεκινήσει πάνω στα ερείπια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η ένωση της τότε μη κομμουνιστικής Ευρώπης. Και κατάφεραν να υπογραφεί τον Μάρτιο του 1957 η περίφημη Συνθήκη της Ρώμης.

Η ευρωπαϊκή περιπέτεια άρχιζε έτσι, όχι χωρίς τριγμούς και αντιπαραθέσεις. Πάντα, όμως, πρυτάνευε η περίφημη μέθοδος Μονέ, η οποία ήθελε οι όποιες διαφορές και αντιδικίες στους κόλπους της τότε ΕΟΚ να καταλήγουν σε στρογγυλεμένες συμφωνίες και ομοφώνως.

Πάνω σε αυτό το πρότυπο, λοιπόν, οικοδομήθηκε μια Ευρώπη, η οποία σταδιακά έγινε παγκόσμιο παράδειγμα κράτους δικαίου και κοινωνικής προστασίας, ενώ για αρκετές δεκαετίες (1960-2000) ήταν και η πρώτη εμπορική δύναμη στον κόσμο. Αυτή η Ευρώπη, στην οποία σταδιακά προστέθηκαν άλλες 22 χώρες πέρα από τις έξι πρώτες, ταρακουνήθηκε πολύ σοβαρά από την αμερικανική χρηματοπιστωτική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, η οποία με πρωτοφανή ταχύτητα είχε γίνει παγκόσμια.

Η ενιαία αγορά της και το κοινό της νόμισμα, που είχαν δομηθεί πάνω στο πρότυπο Μονέ και άρα ήσαν ευάλωτοι θεσμοί, λίγο έλειψε να οδηγήσουν το όλο οικοδόμημα στην κατάρρευση. Μπροστά στο ενδεχόμενο αυτό, ένας τραπεζίτης, ο Μάριο Ντράγκι, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από την 1η Νοεμβρίου 2011, χωρίς πολλές φανφάρες, αποφάσιζε να σώσει την ευρωζώνη, την οποία κάποιοι με μεγάλη χαρά θα έβλεπαν να καταρρέει.

Έτσι, το καλοκαίρι του 2012, με δηλώσεις του στο Λονδίνο, τόνιζε «θα κάνω ό,τι και αν χρειαστεί για να σώσω το ευρώ και πιστέψετε με, θα είναι αρκετό». Λίγες ώρες αργότερα, οι διεθνείς αγορές ομολόγων που βρίσκονταν σε σημείο έκρηξης ηρεμούσαν και η Ευρώπη έπαιρνε μια βαθιά ανάσα.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ο Μάριο Ντράγκι πιστώνεται ότι την κράτησε στο ευρώ διατηρώντας ζωντανές τις τράπεζές της, χορηγώντας τους ρευστότητα. Ο ίδιος αποκάλυψε, μάλιστα, σε τελευταία συνέντευξή του ότι όταν η χώρα μας βρισκόταν στην κορύφωση της κρίσης, του ζητήθηκε να διακόψει τη ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες και αρνήθηκε.

Κάποιοι άλλοι τού πιστώνουν τα 11 εκατ. θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν στην Ευρωζώνη μετά την κρίση χρέους, έστω κι αν επισημαίνουν πως η κατανομή αυτών των θέσεων είναι εξαιρετικά άνιση, με τις χώρες του Νότου σαφώς αδικημένες. Και στις αδικημένες χώρες συγκαταλέγεται, βέβαια, και η πατρίδα του, η Ιταλία.

Είναι σαφές επίσης ότι ο Ιταλός τραπεζίτης, στην προσπάθειά του να σώσει το ευρώ και γενικότερα την Ένωση, έκανε αρκετές ζαβολιές και με τον καταστατικό χάρτη της ΕΚΤ, γεγονός όμως που μάλλον αποσιωπήθηκε. Και αν η Γερμανία δεν αντέδρασε σ' αυτές τις παρατυπίες, αυτό οφείλεται στο ότι η πολιτική Ντράγκι τελικά δεν επιτάχυνε τον πληθωρισμό της ευρωζώνης.

Με αφετηρία εξάλλου τη στάση Ντράγκι, μεταξύ του 2012 και του 2015, οι Ευρωπαίοι ηγέτες δημιούργησαν μια σειρά θεσμών για τη γενική εποπτεία των τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών και των χρηματοπιστωτικών αγορών. Συνέταξαν ένα κοινό βιβλίο κανόνων που περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες μπορούν να συμπεριφέρονται με υπευθυνότητα και ίσως πιο σημαντικό, πώς μπορούν οι τράπεζες να καταληφθούν ή να εκκαθαριστούν, όταν δεν συμπεριφέρονται σωστά.

Οι ηγέτες δημιούργησαν επίσης ένα μόνιμο όργανο για την εγγύηση των εθνικών δημόσιων οικονομικών, όταν το κόστος αντιμετώπισης μιας κρίσης είναι υπερβολικά μεγάλο για να το διαχειριστεί η κάθε κυβέρνηση ή υπερβολικά επικίνδυνο για να το αναλάβουν οι διεθνείς επενδυτές. Γνωστό ως Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (European Stability Mechanism), το σώμα αυτό λειτουργεί ως το κυρίαρχο ταμείο διάσωσης της ευρωζώνης και μπορεί να χορηγήσει προληπτική πίστωση στις κυβερνήσεις σε μια διόρθωση, υπό την προϋπόθεση ότι αποδέχονται τους όρους του μηχανισμού.

Όλα αυτά αποτελούν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, πλην όμως, παρά την κρίση του κορωνοϊού και τις τελευταίες αποφάσεις της ΕΚΤ, της Επιτροπής και του Eurogroup, οι δομικές ανεπάρκειες της ευρωζώνης παραμένουν. Αυτός είναι και ο λόγος που εννιά χώρες-μέλη της ευρωζώνης θεωρούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να εκδώσει ένα κοινό ομόλογο που θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν ως ασφάλεια οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί σε ολόκληρη την Ευρώπη όταν δανείζονται μεταξύ τους και από τις Κεντρικές Τράπεζες.

Αυτό το λεγόμενο ευρωομόλογο θα μπορούσε να αντικαταστήσει ή να συμπληρώσει κρατικά ομόλογα που εκδίδονται από μεμονωμένα κράτη-μέλη, παρέχοντας στις κυβερνήσεις ένα εναλλακτικό μέσο για την άντληση χρημάτων και κατά τη διαδικασία, μειώνοντας τον κίνδυνο μιας χρεοκοπίας.

Ωστόσο, οι συγκριτικά πλουσιότερες κυβερνήσεις της Βόρειας Ευρώπης απέρριψαν την ιδέα αυτή, επικαλούμενες φόβους ότι ανεύθυνες κυβερνήσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το ευρωομόλογο για να προχωρήσουν σε μια έκρηξη δαπανών. Η συζήτηση για τη συγκεκριμένη αλλά και άλλες πολιτικές που αποσκοπούν στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών συνεχίζεται σήμερα, αν και σε διαφορετική μορφή, καθώς η ΕΕ αντιμετωπίζει μια μοναδική και οξύτατη μέσα σε εκατό χρόνια κρίση πανδημίας. Μια κρίση που οδηγεί σε οικονομική ακινησία και έπεται δραματική ύφεση, αγνώστου για την ώρα κόστους.

Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, η κυρία Κριστίν Λαγκάρντ, διάδοχος του αποκαλούμενου «σούπερ Μάριο», έχει την ευθύνη του μόνου θεσμικού οργάνου στην ΕΕ, που μπορεί να κρατήσει την ευρωπαϊκή οικονομία ζωντανή.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να επιτύχει να προσφέρει υποστήριξη με πρόσθετα κεφάλαια για την ασφάλιση ανεργίας στο πλαίσιο του προγράμματος SURE, που ανακοινώθηκε από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen, την 1η Απριλίου. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων μπορεί να προσφέρει περισσότερους πόρους στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Και η ολλανδική κυβέρνηση μπορεί να συμφώνησε να συνεισφέρει και να βοηθήσει στην ανακούφιση των δεινών στις χώρες που πλήττονται περισσότερο, ωστόσο, καμία από αυτές τις δράσεις από μόνη της ή από κοινού δεν θα έχει το είδος της δημοσιονομικής δύναμης πυρός που είναι απαραίτητη για την αποτροπή μιας οικονομικής κρίσης.

Η ευρωπαϊκή οικονομία χρειάζεται συντονισμένη δημοσιονομική προσπάθεια πολύ μεγάλη, ώστε να έχει μακροοικονομικό αντίκτυπο. Η ΕΚΤ έχει αγοράσει χρόνο με τα τελευταία μέτρα της. Ωστόσο, δεν έχει λύσει τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη ως αποτέλεσμα του κορωνοϊού. Και τα προβλήματα αυτά, κατά τον Μάριο Ντράγκι, δεν είναι άλλα από τον συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών στην ευρωζώνη, προκειμένου η νομισματική ένωση να γίνει και οικονομική.

Υπενθυμίζεται ότι πριν αποχωρήσει από τη θέση του ο Ιταλός τραπεζίτης, σε μια τελευταία συνέντευξή του, εξέφρασε τη στήριξή του «σε κάτι που έχουν όλες οι επιτυχημένες νομισματικές ενώσεις, έναν κεντρικό δημοσιονομικό μηχανισμό, είτε κοινό προϋπολογισμό είτε ένα σύστημα ασφάλισης». Επανέλαβε, όμως, επίσης, και την υπόσχεσή του πως η πολιτική της ΕΚΤ θα παραμείνει άκρως αναπτυξιακή για όσο χρειαστεί.

Ο Μάριο Ντράγκι έχει ουσιαστικά δεσμεύσει τη διάδοχό του, σε μια πολιτική, η οποία μετά την κρίση της πανδημίας θα είναι μονόδρομος.

Και το γεγονός αυτό συνιστά σοβαρή υποθήκη.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v