Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Στα 100 δισ. δολ. η αγορά ρύπων το 2010

Την ίδια στιγμή που ο τζίρος στη διεθνή αγορά για τα περιθώρια εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα τριπλασιάστηκε μέσα σε μία μόνο χρονιά, η ευρωπαϊκή δικαιοσύνη επιχειρεί να βάλει τάξη τρίζοντας τα δόντια της στις επιχειρήσεις που ανακάλυψαν ένα ακόμη πεδίο κερδοσκοπίας. Πώς λειτουργεί η αγορά.

Στα 100 δισ. δολ. η αγορά ρύπων το 2010
του Στέφανου Κορέλλη

Mειώστε τους ρύπους, αλλά μην κερδοσκοπείτε. Την ίδια στιγμή που ο τζίρος στη διεθνή αγορά για τα περιθώρια εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα τριπλασιάστηκε μέσα σε μία μόνο χρονιά και προβλέπεται εκ νέου τριπλασιασμός του έως το 2010, η ευρωπαϊκή δικαιοσύνη επιχειρεί να βάλει τάξη, τρίζοντας τα δόντια της στις επιχειρήσεις που ανακάλυψαν ένα ακόμη πεδίο κερδοσκοπίας.

Συνολικά, η αγορά προβλέπεται ότι θα δεκαπλασιαστεί μόλις μέσα σε μία πενταετία από την έναρξη της λειτουργίας της, το 2005.

Το παιχνίδι είναι μεγάλο καθώς στο τέλος του 2007 ολοκληρώνεται η πρώτη τριετία λειτουργίας της αγοράς ρύπων και οι ισχυρές ρυπογόνες εταιρείες της Ευρώπης ”τρέχουν” να αγοράσουν περισσότερα δικαιώματα από όσα χρειάζονται για την επόμενη τετραετία ώστε να είναι καλυμμένες. Πόσο μάλλον που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητά από τα κράτη-μέλη της να μειώσουν τις άδειες τις οποίες θα παραχωρήσουν στις βιομηχανίες για την περίοδο από το 2008 έως το 2012.

Στο πλαίσιο αυτό, οι επενδυτικές τράπεζες ανακάλυψαν νέα φλέβα κερδών και σπεύδουν να δημιουργήσουν ”τράπεζες ρύπων”.

Πώς λειτουργεί η αγορά

Η αγορά εμπορίας ρύπων δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του Πρωτοκόλλου του Κιότο για τις κλιματικές αλλαγές, το οποίο υποχρεώνει τα ανεπτυγμένα κράτη να μειώσουν τις εκπομπές ρύπων κατά μέσο όρο 5% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.

Από τις ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη μόνο οι ΗΠΑ και η Αυστραλία απέρριψαν τη συνθήκη του Κιότο.

Όπως προβλέπει το Πρωτόκολλο, οι πλούσιες χώρες μπορούν να πετύχουν τους στόχους μείωσης των ρύπων χρηματοδοτώντας την ανάπτυξη έργων όπως τα αιολικά πάρκα και η παραγωγή ηλιακής ενέργειας στις φτωχές χώρες.

Για κάθε χώρα είναι συγκεκριμένα τα δικαιώματα εκπομπών ρύπων τα οποία κατανέμονται στις επιχειρήσεις της. Έτσι, κάθε επιχείρηση που έχει πλεόνασμα -δηλαδή ρυπαίνει λιγότερο απ’ όσο μπορεί- πουλά τα επιπλέον δικαιώματά της σε άλλες επιχειρήσεις οι οποίες ρυπαίνουν περισσότερο από τα δικαιώματα που τους αναλογούν.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι ρυθμοί ανάπτυξης της αγοράς ρύπων είναι εντυπωσιακοί. Ενώ το 2005 ο τζίρος έφτανε στα 10 δισ. δολάρια, το 2006 τριπλασιάστηκε στα 30 δισ. δολάρια.

Αναλυτές εκτιμούν ότι έως το 2010 ο τζίρος θα ανέλθει έως τα 100 δισ. δολάρια, δηλαδή θα είναι δεκαπλάσιος σε σχέση με πέντε χρόνια πριν, όταν άρχισε να λειτουργεί η αγορά.

Από τα 30 δισ. δολάρια τζίρο το 2006, σχεδόν τα 25 δισ. δολάρια προήλθαν από συναλλαγές που έγιναν στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας ρύπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου λειτουργούν και πέντε χρηματιστήρια. Στα νέα χρηματιστήρια ρύπων τη θέση των μετοχών έχουν πάρει οι ”πιστώσεις ρύπων” (carbon credits). Τα υπόλοιπα 5 δισ. δολάρια από την πώληση περιθωρίων διοξειδίου του άνθρακα προήλθαν από αναπτυσσόμενες χώρες.

Οι κερδισμένοι

Η Κίνα ήταν η χώρα που είχε το μεγαλύτερο όφελος, καθώς πούλησε το 61% των περυσινών περιθωρίων της. Από την άλλη πλευρά, βρετανικές επιχειρήσεις ήταν εκείνες που αγόρασαν τα περισσότερα περιθώρια ρύπων, απορροφώντας σχεδόν το 50% της προσφοράς.

Όμως, διαπιστώθηκε πλέον ότι κάποιες ευρωπαϊκές εταιρείες αποφάσισαν να μετατρέψουν την εμπορία ρύπων σε βασική επιχειρηματική δραστηριότητα.

Δηλαδή δεν μείωσαν τους ρύπους τους επειδή χρησιμοποίησαν νέες, πιο καθαρές τεχνολογίες, όπως προβλέπει και η φιλοσοφία του εγχειρήματος.

Αντίθετα, μείωσαν τους ρύπους τους απλώς επειδή περιόρισαν σε σημαντικό βαθμό την παραγωγή τους.

Έτσι, κατάφεραν να πουλήσουν το πλεόνασμα ρύπων που είχαν σε άλλες εταιρείες, περισσότερο ρυπογόνες, δημιουργώντας ουσιαστικά μια νέα επιχειρηματική δραστηριότητα.

Στη Γερμανία υπήρξαν οι πρώτες αντιδράσεις. Μπροστά στη νέα, καταχρηστική αξιοποίηση των δικαιωμάτων ρύπου την οποία εγκαινίασαν ορισμένες εταιρείες, το γερμανικό κράτος αποφάσισε να παρεμβαίνει και να αφαιρεί τα δικαιώματα ρύπων όσων εταιρειών τα αξιοποιούν κερδοσκοπικά δίνοντάς τα σε άλλες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντέδρασε, αλλά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δικαίωσε τη Γερμανία, βάζοντας τέλος στα σχέδια των κερδοσκόπων. Το σκεπτικό της δικαστικής απόφασης είναι ότι δεν μπορεί η εμπορία ρύπων να εξελιχθεί σε κύρια δραστηριότητα μιας βιομηχανίας. Στόχος είναι ο περιορισμός του φαινομένου του θερμοκηπίου και όχι το επιχειρηματικό κέρδος.

ΟΙ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΜΕΣΟΛΑΒΟΥΝ ΣΤΙΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΡΥΠΩΝ

Η αυστηρή τήρηση των κανονισμών είναι μονόδρομος για την προστασία του περιβάλλοντος τόσο από τις εταιρείες που δεν βλέπουν παρά μόνο το κέρδος όσο και από τα ίδια τα κράτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αξιοπιστία του συστήματος μέτρησης ρύπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και κατ’ επέκταση μέτρησης των τιμών πώλησής τους) δέχτηκε ιδιαίτερα ισχυρό πλήγμα την άνοιξη του 2006, όταν αποδείχτηκε ότι αρκετές κυβερνήσεις παραποιούσαν τα επίσημα στοιχεία για την εκπομπή ρύπων των εταιρειών προκειμένου να έχουν περιθώρια για μεγαλύτερες εκπομπές αερίων.

Μεταξύ εκείνων που ευνοήθηκαν ήταν και γερμανικές εταιρείες, οι οποίες πήραν άδεια από την κυβέρνηση να παράγουν περισσότερους ρύπους από όσους χρειάζονται. Το ίδιο είχε συμβεί στη Γαλλία, στην Ολλανδία και στο Βέλγιο.

Βέβαια, οι εταιρείες έχουν και άλλους τρόπους για να εκμεταλλευτούν το νέο σύστημα ώστε να κερδίζουν συμβόλαια ρύπων. Δηλαδή επενδύουν σε έργα καθαρής ενέργειας σε αναπτυσσόμενες χώρες και μπορούν να αποκτήσουν περισσότερα δικαιώματα ρύπων στις ανεπτυγμένες χώρες. Από την άλλη, το θετικό είναι ότι, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, τα συστήματα εμπορίας ρύπων έχουν δημιουργήσει κεφαλαιακές ροές από πλούσιες προς φτωχές χώρες ύψους περί τα 8 δισ. δολάρια από το 2002 και μετά.

Στο πλαίσιο αυτό, μεγάλο είναι και το ”παιχνίδι” των επενδυτικών ομίλων που επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τη νέα αγορά. Είναι χαρακτηριστική η συμφωνία της BNP Paribas με την ενεργειακή Petroleos Mexicanos από το Μεξικό.

Η μεξικανική εταιρεία συμφώνησε με τη γαλλική τράπεζα να αναβαθμίσει τις εγκαταστάσεις της ώστε να παράγει λιγότερους ρύπους κατά 140.000 τόνους τον χρόνο και κατόπιν θα πουλήσει τα περιθώρια που έχει σε κυβερνήσεις και εταιρείες του ανεπτυγμένου κόσμου. Ο διαμεσολαβητής στις πωλήσεις των δικαιωμάτων ρύπου θα είναι η BNP Paribas.

Από την άλλη, η Μorgan Stanley έχει ήδη δημιουργήσει τη δική της τράπεζα ρύπων για να εξυπηρετήσει όσους πελάτες της αναζητούν επιπλέον ”πιστώσεις ρύπων” (carbon credits).

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v