Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Τα rockonomics και η χαμένη μεσαία τάξη

Πώς η μουσική βιομηχανία μπορεί να εξηγήσει την άνοδο των ανισοτήτων. Η παγκοσμιοποίηση, η τεχνολογία και ο ρόλος της τύχης. H συρρίκνωση της μεσαίας τάξης και πώς οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι.

Τα rockonomics και η χαμένη μεσαία τάξη

Η χρήση της οικονομικής επιστήμης ως εργαλείου για τη διαμόρφωση κατάλληλων δημοσιονομικών πολιτικών ήταν ο βασικός άξονας στον οποίο στηρίχτηκε το ερευνητικό έργο του Άλαν Κρούγκερ, ο οποίος ανέδειξε την άνοδο της εισοδηματικής ανισότητας ως κατεξοχήν πολιτικό πρόβλημα.

O Αμερικανός οικονομολόγος, ο οποίος απεβίωσε τον Μάρτιο, υπήρξε καθηγητής στο Princeton, οικονομικός σύμβουλος του Μπαράκ Ομπάμα και ειδικός στα οικονομικά της εργασίας. Σύμφωνα μάλιστα με τον Λώρενς Σάμερς, ήταν ο πιο σημαντικός οικονομολόγος στον συγκεκριμένο τομέα την τελευταία σαρανταετία.

Έγινε γνωστός στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν δημοσίευσε άρθρο το οποίο αμφισβητούσε τη συμβατική οικονομική σοφία για τη σχέση ανάμεσα στην αύξηση του κατώτατου μισθού και την ανεργία. Σε αντίθεση με όσα διδάσκονταν οι φοιτητές οικονομικών, ο κ. Κρούγκερ έδειξε πως η άνοδος του κατώτατου μισθού στο Νιου Τζέρσεϊ το 1992 ενίσχυσε την απασχόληση.

Ήταν το ξεκίνημα μιας καριέρας που χαρακτηρίστηκε από τη διερεύνηση ερωτημάτων τα οποία είχαν άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων. Πραγματοποίησε έρευνα για την οικονομία της ευκαιριακής απασχόλησης (gig economy), την άνοδο του ποσοστού των ανδρών που είναι άνεργοι και δεν ψάχνουν για εργασία και τη σχέση ανάμεσα στην ισότητα και την ισότητα ευκαιριών.

Ωστόσο, η πιο ιδιαίτερη δουλειά του κ. Κρούγκερ, η οποία συνάμα συμπυκνώνει τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα, αφορά τα λεγόμενα «rockonomics», μια προσπάθεια να αναλυθεί η άνοδος των εισοδηματικών ανισοτήτων στις ΗΠΑ μέσα από την εξέλιξη της μουσικής βιομηχανίας.

«Η μουσική βιομηχανία είναι ένας μικρόκοσμος του τι συμβαίνει στην αμερικανική οικονομία συνολικά» είχε υποστηρίξει σε ομιλία που έδωσε στον Λευκό Οίκο το 2013. Με βάση τα στοιχεία του κ. Κρούγκερ, η τιμή του μέσου εισιτηρίου για μια συναυλία έχει αυξηθεί κατά 400% από το 1981 ως το 2012, πολύ περισσότερο από την αύξηση κατά 150% του δείκτη τιμών καταναλωτή την ίδια περίοδο. Οι τιμές των εισιτηρίων για τις καλύτερες θέσεις έχει ανέβει με ακόμα πιο ταχύ ρυθμό. Την ίδια στιγμή το μερίδιο των  εσόδων από τις συναυλίες των καλλιτεχνών που ανήκουν στο κορυφαίο 1% ανέβηκε από το 26% το 1982 στο 56% το 2003. Το κορυφαίο 5% καρπώθηκε περίπου το 90% των συνολικών συναυλιακών εσόδων.

Πρόκειται σύμφωνα με τον κ. Κρούγκερ για μια ακραία εκδοχή της εισοδηματικής κατανομής στην αμερικανική οικονομία συνολικά, όπου το πλουσιότερο 1% των νοικοκυριών διπλασίασε το μερίδιο του στο συνολικό εθνικό εισόδημα από το 1979 ως το 2011.

H εξέλιξη της μουσικής βιομηχανίας

O κ. Κρούγκερ αναγνωρίζει τέσσερις παράγοντες πίσω από την μετατροπή της μουσικής βιομηχανίας σε μια οικονομία των super star: την τεχνολογία, την κλίμακα, την τύχη και τη διάβρωση κοινωνικών δυνάμεων που ασκούν πιέσεις για περισσότερη οικονομική δικαιοσύνη. 

Οι τέσσερις αυτοί παράγοντες εξηγούν παράλληλα και την άνοδο των ανισοτήτων στις ΗΠΑ και την επακόλουθη συρρίκνωση της μεσαίας τάξης. 

Οι τεχνολογικές αλλαγές έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην μετατροπή της μουσικής βιομηχανίας σε μια βιομηχανία των super star. Η εφεύρεση του ενισχυτή, του ραδιοφώνου, του βινυλίου, των μουσικών βίντεο, των CD, του iPod επέτρεψε στους καλύτερους μουσικούς να εκμεταλλευτούν τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας και να έρθουν σε επαφή με ένα μεγαλύτερο κοινό. 

Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές είχαν σύμφωνα με τον κ. Κρούγκερ και μια αναπάντεχη επίπτωση. Η ηχογραφημένη μουσική μπορεί πλέον να αντιγραφεί και να διανεμηθεί με πολύ χαμηλό κόστος. Η εξέλιξη αυτή μείωσε τα έσοδα από τις πωλήσεις δίσκων και ανάγκασε τους πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες να αυξήσουν τις τιμές των εισιτηρίων για τις συναυλίες τους.

Ο κ. Κρούγκερ υποστηρίζει ότι αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο αυξήθηκαν τόσο πολύ οι τιμές των εισιτηρίων στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ενώ στο παρελθόν οι συναυλίες ήταν ένα μέσο για την προώθηση ενός νέου δίσκου, σήμερα οι συναυλίες είναι η βασική πηγή κερδοφορίας. 

Την ίδια στιγμή, η μετατροπή της μουσικής βιομηχανίας σε μια βιομηχανία των super star διογκώνει τον ρόλο που διαδραματίζει η τύχη στην επιτυχία ενός καλλιτέχνη. Η αντίληψη ότι ένα τραγούδι είναι δημοφιλές έχει από μόνη της τεράστιο αντίκτυπο στο πόσο δημοφιλές θα αποδειχθεί τελικά. 

Ωστόσο, υπάρχουν όρια στο πόσο μπορούν να χρεώσουν οι καλλιτέχνες ένα εισιτήριο, εξαιτίας κοινωνικών πιέσεων. Η πλειονότητα των οπαδών ενός καλλιτέχνη δεν θέλει να τον βλέπει ως έναν άπληστο επιχειρηματία. Όταν αγοράζει έναν δίσκο του ή ένα εισιτήριο, αγοράζει εν μέρει και το ίματζ του. Αλλά καθώς η ανισότητα αυξάνεται στην κοινωνία γενικότερα, αυτές οι κοινωνικές πιέσεις έχουν διαβρωθεί, επιτρέποντας την εκτίναξη των τιμών των εισιτηρίων για τις καλύτερες θέσεις των πιο διάσημων καλλιτεχνών.

H άνοδος των ανισοτήτων στις ΗΠΑ

Οι ίδιες δυνάμεις της τεχνολογίας, των οικονομιών κλίμακας, της τύχης και της διάβρωσης των κοινωνικών πιέσεων για περισσότερη δικαιοσύνη οι οποίες έχουν μετατρέψει τη μουσική σε μια βιομηχανία των super star προκαλούν και την άνοδο των ανισοτήτων στην αμερικανική οικονομία, υποστηρίζει ο κ. Κρούγκερ. 

Πρώτον, η επανάσταση των υπολογιστών έχει μειώσει τη ζήτηση για θέσεις εργασίας ρουτίνας και έχει αυξήσει τη ζήτηση για εργαζόμενους υψηλής ειδίκευσης.

Τον περασμένο αιώνα, οι αμερικανικές εταιρείες μπορούσαν να επιλέξουν εργαζομένους μόνο μέσα από μια περιορισμένη δεξαμενή, εντός των γεωγραφικών ορίων των ΗΠΑ. Αλλά τα τελευταία 30 χρόνια, οι ίδιες αυτές εταιρείες μπορούν να βρουν εργαζομένους στην Κίνα ή να τους αντικαταστήσουν με ρομπότ.

Με τον ίδιο τρόπο που οι συναυλίες κυριάρχησαν στη μουσική βιομηχανία γιατί η εμπειρία που προσφέρουν είναι μοναδική και δεν μπορεί να αντιγραφεί, έτσι και στην αγορά εργασίας τα επαγγέλματα που κερδίζουν έδαφος είναι αυτά που δεν μπορούν να αντικατασταθούν από ρομπότ ή Κινέζους εργαζομένους, όπως αυτά στην εκπαίδευση και την υγεία.

Δεύτερον, η αμερικανική οικονομία είναι πολύ πιο ενσωματωμένη με την παγκόσμια οικονομία από ότι στο παρελθόν. Ενώ τη δεκαετία του 1970 οι εξαγωγές και οι εισαγωγές αποτελούσαν μόνο το 11% του ΑΕΠ, το ποσοστό αυτό ξεπέρασε το 30% τη δεκαετία του 2010. Μια πιο συνδεδεμένη παγκόσμια οικονομία δημιουργεί οικονομίες κλίμακας για τους επιτυχημένους επιχειρηματίες και προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες στα υψηλόβαθμα στελέχη, αλλά ταυτόχρονα φέρνει τους Αμερικανούς εργαζομένους σε ανταγωνισμό με περισσότερους χαμηλόμισθους εργαζόμενους από όλον τον κόσμο. 

Τρίτον, οι ευκαιρίες που προσφέρει η τεχνολογία και οι οικονομίες κλίμακας της παγκοσμιοποίησης αυξάνουν και τον ρόλο της τύχης. Για παράδειγμα, οι απολαβές των CEO των πετρελαϊκών εταιρειών εκτινάσσονται όταν αυξάνονται οι τιμές του πετρελαίου. Από τη στιγμή που οι τιμές του πετρελαίου καθορίζονται από γεωπολιτικές δυνάμεις πολύ πέρα από τον έλεγχο των CEO, η άνοδος τους δεν έχει καμία σχέση με την απόδοσή τους. Ωστόσο, επωφελούνται αδρά από τις αυξήσεις αυτές. 

Τέταρτον, οι κοινωνικές πιέσεις για πιο δίκαιη διανομή του εισοδήματος έχουν διαβρωθεί. Οι αμερικανικές εταιρείες που είναι κερδοφόρες τείνουν να μοιράζονται μικρότερο μερίδιο των κερδών με τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους σε σχέση το παρελθόν. Την ίδια στιγμή έχει περιοριστεί ο ρόλος των εργατικών συνδικάτων στον καθορισμό των μισθών, ενώ μετά τη δεκαετία του 1980 μειώθηκαν οι φόροι των πλουσιότερων πολιτών. 

*Το βιβλίο του Άλαν Κρούγκερ «Rockonomics: A Backstage Tour of What the Music Industry Can Teach Us about Economics and Life» θα κυκλοφορήσει στις 4 Ιουνίου. 

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v