Η βαλκανική απομόχλευση των τραπεζών

Οι ρυθμιστικές οδηγίες για απομόχλευση στην ΚΑ. Ευρώπη ίσως αποδειχθούν υπερβολικές. Ποια ρίσκα κρύβονται στις χώρες της περιοχής. Οι ευκαιρίες και τα πωλητήρια που μπαίνουν σε θυγατρικές τράπεζες. Η θέση της Ελλάδας.

  • Philip Alexander
Η βαλκανική απομόχλευση των τραπεζών
Όταν ξεκίνησε η κρίση του 2008, οι αγορές φοβήθηκαν ότι οι χωρίς προηγούμενο εισροές κεφαλαίων που είχαν παρατηρηθεί τα προηγούμενα χρόνια προς την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη θα ακολουθούσαν τώρα αντίστροφη πορεία, προκαλώντας την απότομη κατάρρευση των οικονομιών αυτών. Κεντρικές Τράπεζες, πολυεθνικά ιδρύματα, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης, και τραπεζικοί όμιλοι με διασυνοριακή παρουσία συναντήθηκαν στη Βιέννη τον Ιανουάριο του 2009 προκειμένου να συντονίσουν μια αντίδραση που θα απέτρεπε το χειρότερο σενάριο.

Καθώς η κρίση της Ευρωζώνης εντάθηκε στο 2011 οι φόβοι αυτοί άρχισαν να ξυπνούν ξανά. Αυτή τη φορά η τάση της αγοράς συνδυάστηκε και με τις ρυθμιστικές πιέσεις προς τους τραπεζικούς ομίλους για απομόχλευση.

«Αν οι μητρικές τράπεζες ξαφνικά υπαναχωρήσουν από την έκθεσή τους στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, είναι πιθανόν να προκληθεί συστημική κρίση στην περιοχή. Αυτό δεν είναι το βασικό μας σενάριο αλλά νιώσαμε, όπως και το ΔΝΤ και η Κομισιόν, ότι οι κίνδυνοι των ασυντόνιστων κινήσεων ήταν ένας λόγος να επισημανθεί η ανάγκη για δεύτερη συνθήκη της Βιέννης», λέει η Piroska Nagy, policy advisor στην EBRD.

Έτσι, τον Ιανουάριο του 2012 τα διάφορα μέρη επέστρεψαν στη Βιέννη για διαπραγματεύσεις. Η κ. Nagy λέει ότι όλα τα μέρη γύρω από το τραπέζι αναγνωρίζουν την ανάγκη για συνεργασία. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει καθησυχαστικά και για στελέχη σε τράπεζες, όπως η αυστριακή Reiffeisen Bank, η οποία έχει δραστηριότητα σε 16 διαφορετικές αγορές.

«Οι τράπεζες με πολυεθνική δραστηριότητα δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζονται με διαφορετικά μέτρα από τις διάφορες εγχώριες ρυθμιστικές αρχές. Αυτό που θέλουμε είναι οι ρυθμιστικές αρχές να συντονιστούν ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τη δουλειά μας. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο», είπε ο επικεφαλής της Reiffeisen, Herbert Stepic.

Ελληνικοί και ουγγρικοί κίνδυνοι

Ενώ οι εργασίες για την Βιέννη ΙΙ είναι ήδη σε εξέλιξη, υπάρχουν λόγοι να πιστεύει κανείς ότι η πρόκληση για να φτάσουμε σε μια ολοκληρωμένη πρόταση είναι ακόμη μεγαλύτερη. Οι χρηματοδοτικοί και κεφαλαιακοί κίνδυνοι για τις μητρικές τράπεζες γίνονται πιο σοβαροί- ειδικά για τους παίκτες με ελληνική ιδιοκτησία.

Η Ευρωπαϊκή Τραπεζική αρχή τον Δεκέμβριο του 2011 εκτίμησε ότι οι ανάγκες των ελληνικών τραπεζών για κεφάλαια είναι στα 30 δισ. ευρώ. Έως ότου ένα αξιόπιστο σχέδιο για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους ολοκληρωθεί, αυτές οι τράπεζες είναι αποκλεισμένες από τις χρηματοδοτικές αγορές. Όπως εξάλλου ανακοίνωσε ο Έλληνας υπουργός οικονομικών τον περασμένο Ιανουάριο, τα προηγούμενα χρόνια το ελληνικό τραπεζικό σύστημα απώλεσε το 30% των καταθέσεων.

Και σε άλλες χώρες βρίσκουμε τράπεζες που κάθε άλλο παρά απρόσβλητες είναι- ιδίως στην Ιταλία. Υπάρχουν πολύ ισχυρές ενδείξεις πιστωτικής συρρίκνωσης, η οποία φαίνεται να ξεπερνά αυτό που θα περίμενε κανείς λόγω της επιβράδυνσης στην ανάπτυξη. Κανονικά αυτά τα δύο θα έπρεπε να κινούνται σχεδόν παράλληλα, αλλά τώρα η πιστωτική πίεση υπερβαίνει την επιβράδυνση», λέει ο Eric Bergiof, επικεφαλής οικονομολόγος της στην EBRD.

Ο Marcus Svedberg, επικεφαλής οικονομολόγος στην σουηδική East Capital- μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες διαχείρισης που εστιάζουν στην Ανατολική και Kεντρική Ευρώπη, αν και λέει ότι δεν περιμένει πιστωτικό γεγονός στην περιοχή, θεωρεί ότι συγκεκριμένες χώρες θα είναι εξαιρετικά ευάλωτες. Αυτές που έχουν σημαντική ανάμιξη στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα οπωσδήποτε ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται και οι τράπεζες που δραστηριοποιούνται σε χώρες της βαλκανικής όπου τα ελληνικά ιδρύματα έχουν μερίδιο αγοράς μεγαλύτερο από 20%.

Οι άλλοι παράγοντες κινδύνου θα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την χρηματοδότηση του εξωτερικού χρέους, η οποία θα προέρχεται από την ευρωζώνη και τους υψηλούς λόγους δανείων προς καταθέσεις ανάμεσα σε ξένης ιδιοκτησίας τράπεζες. Το μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους που οφείλει η Σλοβακία έως το 45%- μια χώρα που ήδη έχει ενσωματωθεί στο ευρώ- οφείλεται σε πιστωτές εκτός της Ευρωζώνης. Αυτό όμως αντισταθμίζεται από ένα εκ των χαμηλότερων συνολικό λόγο δανείων προς καταθέσεις που διαμορφώνεται στο 87% και έτσι επιτρέπει στις ξένες θυγατρικές στη χώρα να εμφανίζουν σημαντικό πλεόνασμα ρευστότητας.

Τα βαλκανικά κράτη πάλι φιγουράρουν στην λίστα υψηλού κινδύνου η οποία βασίζεται σε αυτούς τους δείκτες. Η Σερβία και η Σλοβενία έχουν σχετικά υψηλούς δείκτες δανείων προς καταθέσεις αλλά χαμηλότερο εξωτερικό χρέος. Οι χώρες που εμφανίζουν υψηλή έκθεση και στους δύο δείκτες κινδύνου είναι η Βουλγαρία, η Ουκρανία και η Κροατία (αν και στην τελευταία δεν υπάρχει ενεργή παρουσία των ελληνικών ιδρυμάτων).

Η άλλη χώρα που όλοι παρακολουθούν είναι η Ουγγαρία. Η ξένη ιδιοκτησία του τραπεζικού κλάδου είναι περίπου στο 63%, αλλά- το πιο σημαντικό- το μίγμα της ακολουθούμενης πολιτικής έπαψε από το 2011 να είναι υποστηρικτικό. Ένας φόρος 0,5% επί των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών και η αναγκαστική μετατροπή των στεγαστικών δανείων από Ελβετικό φράγκο σε φιορίνι και μάλιστα σε ισοτιμία που δεν ευνοεί καθόλου τις τράπεζες, διόγκωσε τις ζημιές για τις θυγατρικές, των οποίων ούτως ή άλλως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξάνονται.

Το αυστριακό φινάλε

Στην πραγματικότητα, για αρκετούς τραπεζίτες που έχουν γνώση των πραγμάτων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, η πολιτική κατάσταση αποτελεί παράγοντα ανησυχίας, όπως και η ρευστότητα. Ο Manfred Wimmer, Οικονομικός διευθυντής της Erste Bank, λέει πως αρχικά πίστευε ότι η μια δεύτερη Συμφωνία της Βιέννης δεν θα ήταν αναγκαία. Ωστόσο, οι πρόσφατες αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο τον έπεισαν ότι κάτι πρέπει να γίνει.

«Τα τελευταία 40 χρόνια ο βασικός στόχος της ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν να δημιουργηθεί μια πανευρωπαϊκή εσωτερική αγορά στο εσωτερικό της οποίας θα ήταν ελεύθερη η διακίνηση των ανθρώπων, των αγαθών, των υπηρεσιών, των κεφαλαίων και της ρευστότητας. Σήμερα βλέπουμε ότι οι χώρες τείνουν να δίνουν μεγαλύτερη προτεραιότητα στα εθνικά τους συμφέροντα. Δεν μπορούμε να πούμε ακόμη ότι παλιός στόχος πέθανε οριστικά αλλά κινούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση», λέει ο κ. Wimmer.

Είναι ίσως ειρωνικό ότι η πηγή αυτής της ανησυχίας ξεκινά από την ίδια τη Βιέννη. Τον Νοέμβριο του 2011 η κεντρική τράπεζα της Αυστρίας και η FMA ανακοίνωσαν μια νέα δέσμη κανόνων για να ενισχύσουν την βιωσιμότητα του επιχειρηματικού μοντέλου για τις αυστριακές τράπεζες που λειτουργούν στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Η δέσμη αυτή περιελάμβανε και την εφαρμογή των κανόνων της Βασιλείας ΙΙΙ για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, η οποία είναι προγραμματισμένη για το 2013.

Θεωρητικά, ο κανόνας αυτός πρέπει να είναι συνεπής με τις προσπάθειες της EBRD να ενθαρρύνει την ανάπτυξη τοπικών αγορών στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη- κάτι που προέκυψε από την αρχική πρωτοβουλία τη Βιέννης. Εξάλλου, οι ορισμοί των δανείων προς καταθέσεις διαφέρουν από αυτούς που χρησιμοποιούνται στην συνήθη λογιστική- η σταθερή χρηματοδότηση προορίζεται να περιλαμβάνει όχι μόνο καταθέσεις αλλά και χρηματοδότηση σε εγχώριο νόμισμα, καθώς και πολύπλευρες πιστωτικές διόδους.

«Με την ιδέα να ζητήσουμε πιο σταθερή εγχώρια χρηματοδότηση στηρίζουμε τη διάθεση των τοπικών αρχών να προωθήσουν τη δικές τους αγορές. Με το να συγκεντρωνόμαστε στις τοπικές αγορές επίσης, μειώνουμε τον δανεισμό σε συνάλλαγμα», λέει ο Andreas Ittner, μέλος της διοικητικής επιτροπής της κεντρικής τράπεζας της Αυστρίας, αρμόδιος για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την τραπεζική εποπτεία.

Η Κεντρική Τράπεζα της Αυστρίας πιστεύει ακόμη ότι οι περισσότερες αυστριακές τράπεζες- θυγατρικές έχουν ήδη μετακινηθεί προς πιο βιώσιμα χρηματοδοτικά μοντέλα, καθώς η ζήτηση για πιστώσεις χαλάρωσε μετά την κρίση του 2008.

Υπάρχει η γενική εντύπωση ότι τα μέτρα της κεντρικής αυστριακής τράπεζας δεν θα έχουν άμεσες επιπτώσεις στην πιστωτική επέκταση. Ωστόσο, ο κ. Wimmer προειδοποιεί ότι οι περιορισμοί στο λόγο δανείων προς καταθέσεις «θα επηρεάσουν τελικά την ανάπτυξη σε διάφορες χώρες που δεν έχουν επαρκή εγχώρια καταθετική βάση. Τελικά θα μειώσουν τους κινδύνους της φούσκας, αλλά χρειάζεται σκέψη για το πώς θα χρησιμοποιηθούν με τον καλύτερο τρόπο τα διαθέσιμα κεφάλαια».

Ο Boris Vujcic, υποδιοικητής της κεντρικής τράπεζας της Κροατίας επισημαίνει ότι είναι ακριβώς αυτή η έννοια σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις μιας τέτοιας απαγόρευσης που προκαλεί ανησυχία.

Κεφαλαιακοί περιορισμοί

Ίσως η ισχυρότερη γραμμή άμυνας του κ. Ittner είναι ότι το χρονοδιάγραμμα της εφαρμογής των απαιτήσεων της κεντρικής αυστριακής τράπεζας είναι σε κάθε περίπτωση πιο γενναιόδωρο από το τελεσίγραφο που εξέδωσε στα μέσα του 2012 η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή προς τις τράπεζες, ώστε να διαμορφώσουν το δείκτη της κεφαλαιακής τους επάρκειας στο 9%. Οι τραπεζίτες συμφωνούν ότι έχει δίκιο: Η ΕΤΑ είναι βραχυπρόθεσμα υπεύθυνη για τους πιο σοβαρούς πονοκεφάλους τους.

Επιπλέον, πέραν της άστοχης βιασύνης, υπάρχουν ακόμη ανησυχίες γύρω από τις λεπτομέρειες. Ένα πρόβλημα είναι η νέα χρήση των κεφαλαιακών δεικτών. Η ιδέα για αυτή αντικατέστησε προηγούμενο σχέδιο σύμφωνα με το οποίο θα υπήρχε υποχρέωση το κεφάλαιο να έχει ποσοστιαία σχέση με το ύψος του υπό κατοχή περιφερειακού εθνικού χρέους. Με τη χρήση της απλής κεφαλαιακής επάρκειας δίνεται κίνητρο για απομόχλευση αντί για συγκέντρωση κεφαλαίου- ειδικά μετά τις δυσκολίες που εμφανίστηκαν στην περίπτωση της Unicredit κατά την έκδοση δικαιωμάτων του Ιανουαρίου του 2012.

Η έλλειψη εξάλλου οποιασδήποτε σύνδεσης με την έκθεση σε κρατικό χρέος είναι επίσης ανησυχητική. «Παρά τον μάλλον περιορισμένο κίνδυνο πρέπει και πάλι να αυξήσουμε την κεφαλαιακή επάρκεια. Όλα αυτά έρχονται σε μία εποχή και με μια ταχύτητα που θα αποσπάσει την προσοχή της διοίκησης από την προσπάθεια για ανασυγκρότηση μετά την τελευταία κρίση του 2009», λέει ο κ. Stepic.

Υπογραμμίζει ότι η Reiffeissen δεν αναθεωρεί την γεωγραφική της παρουσία στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη ως μέρος αυτής της διαδικασίας. «Δεν θα αποσυρόμασταν πρόθυμα από κάποια εκ των αγορών της Κεντροανατολικής Ευρώπης όπου δραστηριοποιούμαστε. Κάτι τέτοιο θα γινόταν μόνο αν υποχρεωνόμασταν από ρυθμιστικά μέτρα», λέει- πιθανόν έχοντας υπόψη του και την κατάσταση στην Ουγγαρία.

Ζητούνται αγοραστές

Ωστόσο, άλλες τράπεζες δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει στην Ν.Α. Ευρώπη. Στην Πολωνία, η βελγική KBC ανακοίνωσε την πώληση της Kredyt Bank προκειμένου να εναρμονιστεί με τους κανόνες κρατικής βοήθειας της ΕΕ μετά τις κυβερνητικές ενισχύσεις που δέχθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης, ενώ η πορτογαλική Millennium Bank κατέστησε σαφή την πρόθεσή της να πουλήσει. Στη Ρουμανία, η αυστριακή Volksbank, μετά την πώληση του δικτύου της το 2011 βρίσκεται τώρα στην ανάγκη να διαθέσει και τη θυγατρική της.

Η Ελληνική ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, η μόνη ελληνική τράπεζα που δεν κατάφερε να περάσει το stress test του περασμένου Ιουλίου, σχεδιάζει την πώληση της ρουμανικής θυγατρικής της και του μεριδίου 20% που διαθέτει στην σερβική AIK Banka. Η RBI υπέγραψε νωρίς το 2011 συμφωνία για την εξαγορά του 70% της Polbank- η οποία έως τότε αποτελούσε μέρος του δικτύου της Eurobank, έναντι περίπου 490 εκατ. ευρώ.

«Αλλά ποιος αγοράζει τώρα;», αναρωτιέται ο κ. Stepic. «Δεν ξέρω ούτε έναν τραπεζίτη μετά τη Βασιλεία ΙΙ και τις επεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής που να έχει όρεξη για συνενώσεις».

Ορισμένες τράπεζες με ισχυρή κεφαλαιοποίηση και εκτός της Ευρωζώνης θα μπορούσαν να καλύψουν το κενό. Ο CFO της Sberbank, Anton Karamzin λέει: «Δεν βλέπουμε ευκαιρίες για μακροπρόθεσμη ανάπτυξη στην ανατολική Ευρώπη και πιστεύουμε ότι η απόκτηση της VBI προσφέρει μια καλή βάση για να ξεκινήσουμε, μαζί ίσως με μία ή δύο μικρότερες εξαγορές στην περιοχή».

Λόγω απουσίας σημαντικού ενδιαφέροντος από τον ιδιωτικό τομέα, η πολύπλευρη συμμετοχή μπορεί να ζητηθεί ώστε να επανακεφαλαιοποιηθούν οι θυγατρικές τράπεζες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, ενώ οι μητρικές εταιρίες εμφανίζονται ανήμπορές να παρέμβουν. Καθώς η κρίση εξελισσόταν, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης σχεδόν διπλασίασε τις επενδύσεις της στην περιοχή σε περίπου 9 δισ. ευρώ ανά έτος το 2010 και το 2011. «Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να επανατοποθετήσουμε κάποιες από τις επενδύσεις μας σε μετοχές αντί σε χρέος και στα τραπεζικά ιδρύματα που δέχθηκαν το μεγαλύτερο χτύπημα από την κρίση, όπως αυτά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης», λέει η κ. Nagy.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v