Αν ο Βλαντιμίρ Πούτιν θέλει ειρήνη, έχει έναν περίεργο τρόπο να το δείχνει. Το Σαββατοκύριακο, η Ρωσία εξαπέλυσε τη μεγαλύτερη αεροπορική επίθεση κατά της Ουκρανίας από την έναρξη της πλήρους εισβολής, τον Φεβρουάριο του 2022, (σ.μ. ενώ ακολούθησε το χτύπημα με drones στην Πολωνία). Μία μέρα αργότερα, στον Τραμπ τέθηκε το ερώτημα αν είναι έτοιμος να εντείνει τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας και απάντησε λακωνικά: «Ναι, είμαι».
Το σχόλιο του προέδρου των ΗΠΑ μπορεί να ακούστηκε σαν μια αυθόρμητη αντίδραση στην πρόσφατη ρωσική επίθεση. Στην πραγματικότητα, αντικατόπτριζε το αποτέλεσμα μιας δίωρης σχεδόν συνδιάλεξης την Πέμπτη μεταξύ του Τραμπ και δέκα ευρωπαίων ηγετών.
Στους συμμετέχοντες περιλαμβάνονταν ο Εμανουέλ Μακρόν από τη Γαλλία, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι από την Ουκρανία, η Τζόρτζια Μελόνι από την Ιταλία και ο Αλεξάντερ Στουμπ από τη Φινλανδία.
Στη διάρκεια της τηλεφωνικής επικοινωνίας, ο Τραμπ ήταν μερικές φορές αθυρόστομος και εριστικός. Αλλά οι Ευρωπαίοι έχουν συνηθίσει σε αυτό. Πιστεύουν ότι βρίσκονται κοντά στο να πείσουν την κυβέρνηση Τραμπ να εντείνει τις δευτερογενείς κυρώσεις κατά των αγοραστών ρωσικής ενέργειας και να αυξήσει τη στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία.
Ο Λευκός Οίκος υποστηρίζει, με κάποιο δίκιο, ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει πρώτα να τακτοποιήσουν δικά τους ζητήματα. Στην κλήση της Πέμπτης, ο Τραμπ επέκρινε την Ε.Ε. επειδή εξακολουθεί να εισάγει ενέργεια από τη Ρωσία.
Οι Ευρωπαίοι απάντησαν ότι οι αγορές της ΕΕ έχουν πλέον μειωθεί στο 20 % τoυ επιπέδου που βρίσκονταν πριν από τον πόλεμο — και μεγάλο μέρος αυτού οφείλεται στην Ουγγαρία και τη Σλοβακία, τις δύο χώρες-μέλη που είναι πιο κοντά στο κίνημα MAGA του Τραμπ.
Το συμβιβαστικό αποτέλεσμα είναι ότι η Ευρώπη θα εντείνει τις προσπάθειες να σταματήσει όλες τις αγορές ενέργειας από τη Ρωσία, ενώ παράλληλα θα καλέσει τον Λευκό Οίκο να ασκήσει πίεση στους φίλους του στην Βουδαπέστη και το Μπρατισλάβα. Ο Σκοτ Μπέσεντ, υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, επιβεβαίωσε στο «Meet the Press» του NBC ότι το στόχος ήταν να ασκηθεί μεγαλύτερη πίεση στην ρωσική οικονομία και ότι «οι ΗΠΑ και η ΕΕ [πρέπει] να το κάνουν μαζί».
Στην τηλεφωνική επικοινωνία, ο Τραμπ επίσης επέκρινε τους ευρωπαίους ηγέτες επειδή δεν κάνουν τίποτα για να ασκήσουν πίεση στην Κίνα, τον μεγαλύτερο αγοραστή ρωσικής ενέργειας, που μόλις συμφώνησε να κατασκευάσει έναν νέο μεγάλο αγωγό φυσικού αερίου με τη Ρωσία.
Η ευρωπαϊκή απάντηση ήταν να αποδεχθεί να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ για δευτερογενείς κυρώσεις με στόχο την Κίνα — επικεντρωμένες σε αγαθά που βοηθούν τον ρωσικό στρατιωτικό μηχανισμό. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα προχωρήσει γρήγορα σε τεχνικές συζητήσεις για το πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό. Την Παρασκευή, η Φον ντερ Λάιεν είχε σύμφωνα με τον Μπέσεντ μια «πολύ παραγωγική τηλεφωνική επικοινωνία» με τον Τραμπ και τον αντιπρόεδρο Βανς.
Καθώς η ρωσική οικονομία είναι ιδιαίτερα εξαρτημένη από τα έσοδα από εξαγωγές ενέργειας, η επιβολή σκληρών κυρώσεων θα μπορούσε να ασκήσει πραγματική πίεση στον Πούτιν. Ήδη υπάρχουν ενδείξεις ότι η χώρα βρίσκεται υπό αυξανόμενη οικονομική πίεση. Αλλά η στρατιωτική πίεση στην Ουκρανία αυξάνεται. Και οι ΗΠΑ και η Ευρώπη γνωρίζουν ότι πρέπει να κάνουν κάτι για να την ανακουφίσουν.
Η «συμμαχία των προθύμων», η οποία συναντήθηκε στο Παρίσι την προηγούμενη εβδομάδα, συζήτησε την πιθανή μεταπολεμική στρατιωτική βοήθεια για την Ουκρανία — συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης δύναμης «εγγύησης» ευρωπαϊκών στρατευμάτων στη χώρα. Ωστόσο, πολλές από τις σημαντικότερες χώρες αυτής της «συμμαχίας» είναι στην πραγματικότητα απρόθυμες να αναπτύξουν στρατεύματα στην Ουκρανία. Ανάμεσά τους η Γερμανία, η Ιταλία και η Πολωνία.
Ακόμα και εκείνοι που λένε ότι θα συμβάλουν στη δύναμη «εγγύησης» στην Ουκρανία θέλουν οι ΗΠΑ να παρέχουν υποστήριξη υποδομών και αεροπορική υποστήριξη. Επίσης, φαίνονται πρόθυμοι να στείλουν στρατεύματα μόνο στο πλαίσιο συμφωνημένης κατάπαυσης του πυρός με τη Ρωσία.
Η Ρωσία, όμως, επιμένει ότι δεν θα συμφωνήσει ποτέ στην ανάπτυξη ευρωπαϊκών στρατευμάτων στο ουκρανικό έδαφος — και ότι θα τα θεωρούσε στόχο. Έτσι, το να λέγεται ότι ευρωπαϊκά στρατεύματα θα αναπτυχθούν στην Ουκρανία μόνο μετά από συμφωνία κατάπαυσης πυρός μπορεί να δώσει στη Ρωσία ένα παράδοξο κίνητρο να μην συμφωνήσει ποτέ.
Ευτυχώς, οι ευρωπαίοι ηγέτες κατανοούν αυτά τα προβλήματα και εργάζονται πάνω σε πιο γρήγορους και πρακτικούς τρόπους για να ενισχύσουν τη στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία.
Αφού δεν θεωρείται πιθανό να συμφωνήσει η Ρωσία σε κατάπαυση του πυρός μέσω διαπραγματεύσεων, τώρα έχει αρχίσει να γίνεται συζήτηση για τη δημιουργία μιας «de facto» κατάπαυσης πυρός με τη βοήθεια μιας αμερικανικής «αεροπορικής ασπίδας» για την Ουκρανία.
Η αεροπορική ασπίδα θα περιλαμβάνει μεγάλη ενίσχυση των αντιαεροπορικών μέσων ικανή να κλείσει τον εναέριο χώρο για τα ρωσικά μη επανδρωμένα (drone), αν και όχι για τους βαλλιστικούς πυραύλους. Οι Ευρωπαίοι θα συμβάλουν, εν μέρει μέσω ναυτικής υποστήριξης, που θα μπορούσε να βοηθήσει στην προστασία του ουκρανικού εναέριου χώρου. Συζητείται επίσης η ανάπτυξη αεροπλανοφόρων, πιθανόν ευρωπαϊκών.
Οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν ότι θα ήταν λάθος να βασιστούν μόνο στο λόγο του Τραμπ. Έτσι, ελπίζουν να δουν τα αυστηρότερα μέτρα κατά της Ρωσίας να εγκρίνονται από το Κογκρέσο. Ο γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαμ από τη Νότια Καρολίνα, ένα ρεπουμπλικανικό «γεράκι» κατά της Ρωσίας, διαδραματίζει κομβικό ρόλο σε αυτές τις προσπάθειες.
Ο προφανής κίνδυνος για τους Ευρωπαίους είναι ότι είναι τόσο βυθισμένοι στις λεπτομέρειες της διπλωματίας -και στη λεπτή τέχνη του «καλοπιάσματος του Τραμπ»- που χάνουν τη μεγάλη εικόνα.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει επανειλημμένα σημάνει με λόγια και πράξεις ότι δεν θέλει να δεσμευτεί υπέρ της άμυνας της Ουκρανίας. Το ανανεωμένο Υπουργείο Πολέμου (πρώην Πεντάγωνο) πρόκειται σύντομα να ανακοινώσει ότι η Αμερική θα επικεντρωθεί στην υπεράσπιση των δικών της συμφερόντων στο δυτικό ημισφαίριο.
Το να πείσει κανείς τον Τραμπ να αυξήσει την οικονομική και στρατιωτική πίεση στον Πούτιν -και να τη διατηρήσει- θα ήταν ένα απίστευτο επίτευγμα πειθούς. Αξίζει, σίγουρα, να το προσπαθήσουν.
Αλλά η Ευρώπη χρειάζεται ένα εναλλακτικό σχέδιο, για όταν αποτύχει το «καλόπιασμα του Τραμπ».