Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η φιλελεύθερη δημοκρατία και η λάθος συνταγή των ελίτ

Oι ελίτ πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η κακοδιαχείριση της οικονομίας οδήγησε σε πολιτική αποσταθεροποίηση. Η υποχώρηση των δημοκρατικών αξιών, η επάνοδος του εθνικισμού και η αναζήτηση της χαμένης ισορροπίας.

Η φιλελεύθερη δημοκρατία και η λάθος συνταγή των ελίτ
  • του Martin Wolf

«Παν μέτρον άριστον». Το ρητό αυτό, γνωστό και ως ο «χρυσός κανόνας», ήταν γραμμένο στο Μαντείο των Δελφών.

Είναι ένας περιορισμός ιδιαίτερα σημαντικός για τη διατήρηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, που αποτελεί μια εύθραυστη σύνθεση προσωπικής ελευθερίας και πολιτειακής δράσης. Η εποχή μας απαιτεί να ανακτηθεί η ισορροπία μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων.

Ο Λάρι Ντάιμοντ του πανεπιστημίου του Στάνφορντ έχει υποστηρίξει πως η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει τέσσερα αναγκαία και επαρκή στοιχεία: ελεύθερες και δίκαιες εκλογές, ενεργή συμμετοχή των πολιτών, προστασία των πολιτικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των πολιτών και ένα κράτος δικαίου που δεσμεύει ισότιμα όλους τους πολίτες.

Το βασικότερο χαρακτηριστικό του συστήματος είναι οι περιορισμοί που επιβάλλει στην κυβέρνηση και άρα στην πλειοψηφία: οποιαδήποτε νίκη είναι προσωρινή.

Είναι εύκολο να δει κανείς γιατί το σύστημα είναι τόσο εύθραυστο. Η αλήθεια αυτή δεν είναι σήμερα απλώς ένα θεωρητικό πρόβλημα. Στην έκθεση του για το 2018, ο Οίκος της Ελευθερίας, ένας αξιοσέβαστος μη κερδοσκοπικός αμερικανικός οργανισμός που χρηματοδοτείται από ομοσπονδιακούς πόρους, διαπιστώνει ότι:

«Η δημοκρατία είναι σε κρίση. Οι αξίες που ενσαρκώνει – ειδικά το δικαίωμα της επιλογής ηγετών σε ελεύθερες και δίκαιες εκλογές – δέχονται επίθεση και βρίσκονται σε υποχώρηση σε παγκόσμιο επίπεδο».

Αυτή η «δημοκρατική ύφεση», όπως την έχει αποκαλέσει ο καθηγητής Ντάιμοντ, δεν περιορίζεται στις αναδυόμενες ή πρώην κουμμουνιστικές χώρες, όπως η Ουγγαρία ή η Πολωνία. Η δέσμευση στους κανόνες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα του εκλέγειν και τα ίσα δικαιώματα για όλους τους πολίτες, βρίσκεται σε κάμψη ακόμα και στις ώριμες δημοκρατίες, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ. Γιατί συνέβη αυτό;

Σε βιβλίο που εξέδωσε πρόσφατα και σε ένα παλιότερο άρθρο του, ο Γιάσα Μουνκ του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ υποστηρίζει ότι τόσο «ο μη δημοκρατικός φιλελευθερισμός» όσο και η «ανελεύθερη δημοκρατία» απειλούν τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Υπό τον πρώτο, η δημοκρατία είναι πολύ αδύναμη: οι κοινωνικοί δεσμοί και η οικονομική ασφάλεια θυσιάζονται στο βωμό της ατομικής ελευθερίας. Υπό την τελευταία, ο φιλελευθερισμός είναι πολύ αδύναμος: η εξουσία καταλαμβάνεται από δημαγωγούς που κυβερνούν στο όνομα μιας θυμωμένης πλειοψηφίας ή τουλάχιστον μιας μεγάλης μειοψηφίας, που υποτίθεται ότι είναι οι «πραγματικοί άνθρωποι». Ο μη δημοκρατικός φιλελευθερισμός καταλήγει σε μια κυριαρχία των ελίτ. Η ανελεύθερη δημοκρατία καταλήγει στον αυταρχισμό.

Το επιχείρημα του κ. Μουνκ είναι επιπλέον ότι ο μη δημοκρατικός φιλελευθερισμός, κυρίως ο οικονομικός φιλελευθερισμός, εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την άνοδο της ανελεύθερης δημοκρατίας: «ένα μεγάλο μέρος πολιτικών αποφάσεων λαμβάνεται χωρίς να υπόκειται σε δημοκρατικό έλεγχο». Επισημαίνει τον ρόλο των ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών και τον τρόπο με τον οποίο το εμπόριο ρυθμίζεται από διεθνείς συμφωνίες που δημιουργήθηκαν μετά από μυστικές διαπραγματεύσεις σε απρόσιτους θεσμούς.

Στις ΗΠΑ, σημειώνει ακόμα, μη εκλεγμένα σώματα έχουν λάβει αποφάσεις για πολλά αμφιλεγόμενα κοινωνικά ζητήματα. Σε τομείς όπως η φορολόγηση, οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι διατηρούν μια τυπική αυτονομία. Αλλά η παγκόσμια κινητικότητα του εμπορίου περιορίζει την ελευθερία των πολιτικών, περιορίζοντας τις ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στα καθιερωμένα κόμματα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς.

Μπορεί να εξηγήσει ο μη δημοκρατικός φιλελευθερισμός την άνοδο της ανελεύθερης δημοκρατίας; Η απάντηση είναι: μπορεί, μέχρις ενός ορισμένου σημείου.

Είναι αναμφίβολα αλήθεια πως η φιλελεύθερη οικονομία δεν έχει φέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, με την παγκόσμια οικονομική κρίση να έχει επιφέρει ένα εξαιρετικά επώδυνο σοκ. Ένα χαρακτηριστικό αυτού του είδους του φιλελευθερισμού – η μετανάστευση – έχει, όπως υποστηρίζει ο Ντέιβιντ Γκούντχαρτ στο βιβλίο του «Ο δρόμος προς τα κάπου», πείσει πολλούς «ανθρώπους από κάπου» - αυτούς που είναι εγκατεστημένοι σε έναν τόπο – ότι χάνουν τις χώρες τους από ανεπιθύμητους ξένους.

Επιπλέον, θεσμοί που εκπροσωπούσαν τη μεγάλη μάζα των καθημερινών ανθρώπων – τα εργατικά συνδικάτα και τα αριστερά κόμματα – έπαψαν να υπάρχουν ή σταμάτησαν να κάνουν τη δουλειά τους. Τέλος, η πολιτική κυριεύτηκε από τους «ανθρώπους από οπουδήποτε» - αυτούς που είναι σε διαρκή κίνηση και έχουν υψηλή μόρφωση.

Ο Τομά Πικετί εκτιμά πως μια «αριστοκρατική αριστερά» και μια «δεξιά των εμπόρων» κυριαρχούν πολιτικά στη Δύση. Οι ομάδες αυτές μπορεί να έχουν μεγάλες διαφορές η μία από την άλλη, αλλά και οι δύο είναι προσκολλημένες στον φιλελευθερισμό – τον κοινωνικό, στην περίπτωση των αριστοκρατών και τον οικονομικό, στην περίπτωση των εμπόρων. Η κοινή γνώμη το έχει καταλάβει.

Ένα μεγάλο ζήτημα είναι πως αν για μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος ο μη δημοκρατικός φιλελευθερισμός έχει υπερβεί τα όρια, αυτό δεν αφορά μόνο την οικονομική διάσταση: δεν είναι κάτι που έχει να κάνει μόνο τον νεοφιλελευθερισμό. Επιπλέον, το πρόβλημα δεν είναι τόσο οι πανίσχυροι διεθνείς θεσμοί, με την εξαίρεση της Ε.Ε. Η αλήθεια είναι πως η ευημερία που επιθυμούν οι πλούσιες χώρες βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο διεθνές εμπόριο. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει αναγκαστεί την πολυμέρεια. Ένα μέλλον χωρίς διεθνή συνεργασία στη φορολογία ή στους διασυνοριακούς κανονισμούς δεν θα είναι αποδοτικό. Είναι κάτι που πρέπει επίσης να αναγνωριστεί.

Η εκτίμηση πως η οικονομική διάσταση του μη δημοκρατικού φιλελευθερισμού έστρεψε τους ανθρώπους προς την ανελεύθερη δημοκρατία είναι τραβηγμένη. Αυτό που ισχύει είναι πως η κακή διαχείριση του οικονομικού φιλελευθερισμού βοήθησε στην αποσταθεροποίηση της πολιτικής. Αυτό μας βοηθάει να εξηγήσουμε την επάνοδο του εθνικισμού στις πλούσιες χώρες. Αλλά το είδος της ανελεύθερης δημοκρατίας που βλέπουμε στην Ουγγαρία ή στην Πολωνία, η οποία έχει τις ρίζες της στην ξεχωριστή ιστορία των χωρών αυτών, δεν αποτελεί ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα στις ώριμες δημοκρατίες. Θα είναι δύσκολο για τον Ντόναλντ Τραμπ να γίνει μια αμερικανική εκδοχή του Βίκτορ Όρμπαν της Ουγγαρίας.

Ωστόσο δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις πιέσεις. Είναι αδύνατο για τις δημοκρατίες να αγνοήσουν τον διάχυτο θυμό και την ανασφάλεια. Οι ελίτ πρέπει να βάλουν λίγο λιγότερο φιλελευθερισμό στο μείγμα, να δείξουν λίγο μεγαλύτερο σεβασμό για τους δεσμούς που ενώνουν τους πολίτες μεταξύ τους και να πληρώνουν περισσότερους φόρους. Η εναλλακτική του να αφήσουν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να νιώθει αποκληρωμένο είναι πολύ επικίνδυνη.

Είναι εφικτή μια τέτοια εξισορρόπηση; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα.

© The Financial Times Limited 2018. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v