Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Φόροι και δαπάνες είναι η νέα οικονομική ορθοδοξία

Οι παλαιές «βεβαιότητες» και τα συμφέροντα που τις υπερασπίζονταν, θα εγκαταλειφθούν πλέον για τα καλά. Γιατί θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με μόνιμα υψηλότερο δημόσιο χρέος και μόνιμα υψηλότερους φόρους.

Φόροι και δαπάνες είναι η νέα οικονομική ορθοδοξία
  • του Martin Sandbu

Η καταστροφή που προκάλεσε ο κορωνοϊός είναι, πάνω απ’ όλα, ζήτημα ανθρώπινου πόνου. Θα πρέπει όμως να σημειώσουμε όμως και μια άλλη απώλεια της πανδημίας: καρφώνει το τελευταίο καρφί στο φέρετρο μιας οικονομικής φιλοσοφίας που κυριαρχούσε στη λήψη πολιτικών αποφάσεων για περισσότερο από τρεις δεκαετίες.

Η εμπειρία του «στασιμοπληθωρισμού» της δεκαετίας του 1970, και οι αυξήσεις του δημόσιου χρέους της δεκαετίας του 1980, έφεραν μια αντίδραση υπό τη μορφή συγκεκριμένων ιδανικών για τη δημοσιονομική υπευθυνότητα. Η στόχευση της διατήρησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και των χρεών σε μέτρια επίπεδα, έγινε σήμα της σοβαρότητας των πολιτικών. Το ίδιο έγινε και η αποκήρυξη της αύξησης της κρατικής φορολόγησης για να χρηματοδοτηθούν αυξανόμενες δημόσιες δαπάνες ως μερίδιο του εθνικού εισοδήματος. Οι «ορθόδοξοι» έβλεπαν με καχυποψία τόσο το «φορολόγησε και δαπάνησε», όσο και το «δανείσου για να δαπανήσεις».

Πριν την πανδημία, αυτή η άποψη ήδη έχανε έδαφος, καθώς οι ειδικοί γίνονταν πιο ανεκτικοί έναντι του χρέους και εξέφραζαν μεγαλύτερη ανησυχία για τη βλάβη που προκαλούσαν οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Με την οικονομική επίπτωση της Covid-19, οι εκλαμβανόμενες αλήθειες για τη δημοσιονομική υπευθυνότητα θα είναι αδύνατον να διατηρηθούν.

Από τον Μάρτιο, οι κυβερνήσεις έχουν δικαίως «αγκαλιάσει» τα τεράστια ελλείμματα προκειμένου να περιορίσουν την κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας, να προστατεύσουν τα εισοδήματα και να διατηρήσουν τις σχέσεις εργοδοτών-εργαζομένων. Ως αποτέλεσμα, το βάρος στο δημόσιο χρέος αυξάνεται παντού, σε επίπεδα που έχουν να σημειωθούν πολλές δεκαετίες ή και ποτέ στην ιστορία. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, πολλές από τις κυβερνήσεις-μέλη του θα μπορούσαν να προσθέσουν χρέος 20 έως 30 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ φέτος και το επόμενο έτος.

Αυτό θα αναγκάσει σχεδόν όλες τις κυβερνήσεις να κάνουν μια απλή επιλογή. Μπορούν να ανεχθούν επ’ αόριστον τα υψηλά χρέη, αντί να προσπαθήσουν να τα επαναφέρουν σε μέτρια επίπεδα. Εναλλακτικά, μπορούν να αυξήσουν μόνιμα τη συμβολή των κρατικών φόρων στους προϋπολογισμούς και να αρχίσουν να περιορίζουν το χρέος. Όπως και να έχει, ο συνδυασμός «υπεύθυνων» πολιτικών τόσο για το χρέος, όσο και για το φορολογικό βάρος, δεν αποτελεί πλέον επιλογή.

Και ακόμα και αυτή η επιλογή -το αν θα είναι οι κυβερνήσεις «δημοσιονομικά υπεύθυνες» με το χρέος ή με τους φόρους- θα είναι διαθέσιμη μόνο στο καλό σενάριο. Μπορεί να χρειαστεί να εγκαταλείψουμε και τα δυο και να μάθουμε να ζούμε με μόνιμα υψηλότερο δημόσιο χρέος και μόνιμα υψηλότερους φόρους. Αυτό θα ισχύει εάν οι οικονομίες δεν επιστρέψουν ποτέ στην προ πανδημίας τάση ανάπτυξής τους, κάτι που φαίνεται σχεδόν βέβαιο εάν ένα νέο κύμα μολύνσεων οδηγήσει σε έναν νέο γύρο πανεθνικών lockdowns. Οι ελλείψεις στα κρατικά έσοδα που θα έφερνε κάτι τέτοιο, θα σήμαινε πως οι φόροι θα πρέπει να αυξηθούν, όχι για να μειωθεί το χρέος, αλλά απλώς για να μην γίνει ακόμα μεγαλύτερο.

Ορισμένοι ειδήμονες ευελπιστούν -ή φοβούνται- πως οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να πείσουν τις κεντρικές τράπεζές τους να αντιμετωπίσουν το χρέος με πληθωρισμό. Αυτό θεωρητικά είναι εφικτό. Όμως, φυσικά, θα σήμαινε την κατάρρευση ενός άλλου πυλώνα της «συμβατικής σοφίας» για το τι είναι η «σοβαρή» οικονομική πολιτική, δηλαδή η κεντρική τράπεζα που σταθεροποιεί τον πληθωρισμό.

Οι ενδείξεις, ωστόσο, είναι πως οι κεντρικές τράπεζες δυσκολεύονται να αυξήσουν τον πληθωρισμό ακόμα και στους στόχους που έχουν θέσει οι ίδιες, πόσω μάλλον να τον αυξήσουν τόσο ώστε να διαβρωθεί ουσιαστικά το δημόσιο χρέος. Η περίπτωση της Ιαπωνίας είναι διδακτική: δεκαετίες χαλαρής και συχνά πρωτοπόρας νομισματικής πολιτικής, δεν έχουν καταφέρει να μειώσουν το δημόσιο χρέος μέσω του πληθωρισμού.

Ομοίως διαφωτιστικό είναι το γεγονός πως η φορολόγηση στην Ιαπωνία, που ήταν χαμηλότερη του μέσου όρου των πλούσιων χωρών, έχει αυξηθεί σημαντικά. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το 25,8% του ΑΕΠ του Τόκιο προέρχονταν το 2000 από φόρους, ή 8% χαμηλότερα από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Πριν την πανδημία αυτό είχε αυξηθεί στο 31,4% του ΑΕΠ, με διαφορά 3 ποσοστιαίων μονάδων από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. αν η Ιαπωνία αποτελεί προάγγελο του μέλλοντος για όλες τις πλούσιες οικονομίες, τότε να περιμένετε πως το δημόσιο χρέος θα παραμείνει υψηλό και οι φόροι θα κινηθούν υψηλότερα.   

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια τέτοια αλλαγή στις επικρατούσες ιδέες χωρίς να υπάρξει και αλλαγή πολιτικής. Θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν το ποιου συμφέροντα εξυπηρετούνταν καλύτερα με τις επικρατούσες ιδέες για τη δημοσιονομική υπευθυνότητα. Ο δημόσιος δανεισμός, όπως πίστευαν για πολύ καιρό, διώχνει τις ιδιωτικές επενδύσεις κάνοντας τη χρηματοδότηση πιο ακριβή για τον ιδιωτικό τομέα. Οι υψηλότεροι φόροι, φυσικά, θεωρούνταν ότι μείωναν την κερδοφορία των ιδιωτικών επιχειρήσεων.

Με άλλα λόγια, η παλαιά «ορθόδοξη» σκέψη βόλευε αυτούς με πλούσιο ενεργητικό και αυτούς που έχαιραν εισοδήματα από την κατοχή ή τον έλεγχο κεφαλαίων. Η εξουσία των συμφερόντων αυτών -σε όρους καθορισμού των επικρατουσών ιδεών για το τι είναι σοβαρή πολιτική αν όχι και σε όρους άμεσου lobbying των ιδεών αυτών- μπορεί να ιδωθεί στην αντίδραση των περισσοτέρων χωρών στην προηγούμενη αύξηση του δημόσιου χρέους, που προκλήθηκε από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Η δημοσιονομική ορθοδοξία ήταν πίσω από την ώθηση της μείωσης δημοσίων δαπανών σε πολλές χώρες.

Είναι πολύ πιο δύσκολο να φανταστεί κανείς σήμερα σημαντικές περικοπές στους δημόσιους προϋπολογισμούς. Εν μέρει επειδή η ζημιά από τις προηγούμενες περικοπές είναι τώρα εμφανής και οι περαιτέρω περικοπές είναι δυσκολότερο να αιτιολογηθούν. Εν μέρει επειδή η ίδια η πανδημία επικεντρώνει την προσοχή των πολιτικών στις ανεπαρκείς δημόσιες υπηρεσίες και στον υποαμοιβόμενο δημόσιο τομέα και άλλους βασικούς εργαζόμενους. Τώρα, οι αστοχίες του προϋπολογισμού θα πρέπει να καλυφθούν με αυξήσεις φόρων.

Δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε πως αυτοί που επωφελήθηκαν από τη «δημοσιονομική υπευθυνότητα» του παρελθόντος θα εγκαταλείψουν τη μάχη για τα συμφέροντά τους. Εάν πράγματι είναι αναπόφευκτες οι σημαντικές αυξήσεις φόρων, τότε η μάχη θα μεταφερθεί εκεί που πέφτει το μεγαλύτερο φορολογικό βάρος: στο πού θα αυξηθούν οι φόροι και κατά πόσο.

Αυτή αναμένεται να είναι η εντονότερη μάχη για την οικονομική πολιτική εάν, και όταν, επιστρέψουμε σε κάποια κανονικότητα.

© The Financial Times Limited 2020. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v