Πριν από λίγες εβδομάδες, ένας Βρετανός κυβερνητικός αξιωματούχος αστειεύτηκε κατ’ ιδίαν πως οι αγορές του Λονδίνου έχουν «αλυσοδεθεί σε έναν μεθυσμένο δράκο».Ο λόγος; Οι αποδόσεις των gilt, που κάποτε κινούνταν (κυρίως) ανταποκρινόμενα στα βρετανικά θεμελιώδη. Ερευνα της Τράπεζας της Αγγλίας υποδηλώνει πως όλο και περισσότερο πλήττονται από τις τιμές των αμερικανικών κρατικών ομολόγων.
Αυτό είναι ειρωνικό, δεδομένου του πόσο πολύ θέλει η βρετανική κυβέρνηση -όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη- να ασκήσει την οικονομική της εθνική κυριαρχία και να προστατεύσει το Ηνωμένο Βασίλειο από την Αμερική. Είναι επίσης επικίνδυνο: οι τιμές στην κάποτε βαρετή αγορά treasuries πλέον παραδέρνουν άγρια ως απάντηση στα απρόβλεπτα σχέδια πολιτικής του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Άρα, το ερώτημα για τους νευρικούς επενδυτές και αξιωματούχους, στο Λονδίνο και αλλού, είναι το εξής: θα ξεμεθύσει αυτός ο «δράκος» των treasuries τους επόμενους μήνες; Ή απλά θα συνεχίσει να τσακίζει τους πάντες;
Με μια πρώτη ματιά, υπάρχουν ελάχιστοι λόγοι για αισιοδοξία. Την περασμένη εβδομάδα το ΔΝΤ προειδοποίησε πως «οι κίνδυνοι για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα έχουν αυξηθεί σημαντικά» λόγω ενός άσχημου μείγματος αβεβαιότητας της αμερικανικής πολιτικής, γεωπολιτικών κινδύνων, αυξανόμενων κρατικών χρεών και υπερβολικής μόχλευσης ορισμένων τμημάτων του finance.
Ένας ιδιαίτερα αξιοσημείωτος κίνδυνος είναι τα hedge funds με υψηλή μόχλευση να έχουν κάνει τα λεγόμενα «basis trade bets» με τα αμερικανικά ομόλογα -και τώρα τα αποσύρουν, πιέζοντας τις αποδόσεις.
Ακόμα χειρότερα, το αμερικανικό Κογκρέσο προσπαθεί να εφαρμόσει τεράστιες φοροαπαλλαγές την ώρα που οι δασμοί του Τραμπ απειλούν να οδηγήσουν τις ΗΠΑ σε ύφεση. Ο Jan Hatzius, επικεφαλής οικονομολόγος της Goldman Sachs, προειδοποιεί πως «το δολάριο έχει και άλλο να πέσει». Αυτό είναι ένα κακό κοκτέιλ για τα treasuries, ακόμα και χωρίς το απρόβλεπτο δράμα γύρω από τον Τραμπ.
Ωστόσο, αν οι επενδυτές θέλουν να χαρούν, θα πρέπει να σημειώσουν δυο άλλα πράγματα: το πρώτο είναι πως ο Σκοτ Μπέσεντ, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, φαίνεται να έχει όλο και μεγαλύτερη επιρροή στην ημιαυτοκρατορική αυλή του Τραμπ. Πράγματι, υπάρχουν αναφορές που τον φέρουν όχι μόνο να έχει συγκρουστεί με εκρηκτικό τρόπο με τον Έλον Μασκ πρόσφατα σε μια διαφωνία για το IRS, αλλά να έχει κερδίσει κιόλας.
Αυτό είναι ενθαρρυντικό. Αν υπάρχει κάποιος στη σφαίρα του Τραμπ που να καταλαβαίνει την πειθαρχία της αγοράς, αυτός θα πρέπει να είναι ο Μπέσεντ, δεδομένου ότι εργάζονταν στο hedge fund του Τζορτζ Σόρος όταν αυτό «έσπασε τη λίρα» το 1992, στοιχηματίζοντας ότι τα οικονομικά θεμελιώδη θα ανάγκαζαν τη βρετανική κυβέρνηση να εγκαταλείψει τη σύνδεση του νομίσματος της στερλίνας.
Ο Μπέσεντ, με άλλα λόγια, είναι ο οικονομικός λαθροκυνηγός που μετατράπηκε σε θηροφύλακα, ο οποίος σέβεται τους εκδικητές των ομολόγων. Έχει πολύ διαφορετικό υπόβαθρο από αυτό του υπουργού Εμπορίου Χάουαρντ Λάτνικ, ο οποίος έχτισε την καριέρα του ως μεσίτης, κολακεύοντας επιδέξια τους πελάτες (τώρα μόνο τον Τραμπ).
Ακόμα καλύτερα, υπάρχουν αυξανόμενες αποδείξεις πως οι εκδικητές της αγοράς ομολόγων αναγκάζουν τον Τραμπ να αντιδράσει -αρκετά. Όταν οι αποδόσεις των treasuries αυξήθηκαν στις αρχές του μήνα, ο Μπέσεντ (και ο Τραμπ) μαλάκωσαν λεκτικά τις πιο άγριες απειλές τους για τους δασμούς. Το ίδιο συνέβη και όταν οι αποδόσεις εκτινάχθηκαν και πάλι όταν ο Τραμπ απείλησε να απομακρύνει τον Τζέι Πάουελ από την θέση του προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ.
Αυτό κάνει τον οικονομολόγο Νουριέλ Ρουμπίνι να λέει στους πελάτες του πως «οι traders [τώρα] νικούν τον Τραμπ». Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, φαίνεται τώρα να υπάρχει ένα “put” στην αγορά ομολόγων, ή ένα επίπεδο διακυμάνσεων τιμών που θα αναγκάσει τον Λευκό Οίκο να τροποποιήσει την πολιτική του, τουλάχιστον λεκτικά -πιθανόν γύρω στο 4,5% για τις 10ετείς αποδόσεις.
Επιπρόσθετα, ο Μπέσεντ είναι ξεκάθαρο πως ψάχνει τεχνικά κόλπα για να διατηρήσει την ηρεμία. Ένα από αυτά θα ήταν να επιταχύνει ένα πρόγραμμα για αγορά μη ρευστοποιήσιμων μακροπρόθεσμων treasuries, και αντικατάστασή τους με έναν τύπο ρευστοποιήσιμων ομολόγων που αρέσουν στους ξένους επενδυτές. «Θα μπορούσαμε να αυξήσουμε τις επαναγορές αν θέλαμε», είπε πρόσφατα. «Έχουμε μια μεγάλη εργαλειοθήκη που μπορούμε να αναπτύξουμε».
Ένα άλλο θα ήταν να αντιστρέψει τους κανόνες που εισήχθησαν μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 που καθιστούσαν ακριβό για τις τράπεζες να δράσουν ως market makers. Χρηματιστές όπως ο Τζέιμι Ντάιμον, επικεφαλής της JPMorgan, υποστηρίζουν πως αυτοί οι κανόνες περιόρισαν τη ρευστότητα με τρόπο που αύξησε τη μεταβλητότητα των τιμών.
Ορισμένοι οικονομολόγοι το αμφισβητούν. Αλλά αν ο Μπέσεντ ανατρέψει τους κανόνες για τον λεγόμενο δείκτη κάλυψης ρευστότητας στο πλαίσιο μιας μεγαλύτερης ρυθμιστικής επανεκκίνησης -την οποία έχει υποσχεθεί- τότε η Wall Street θα χαρεί.
Κυκλοφορούν και άλλες, πολύ πιο άγριες, ιδέες: η χρήση του αποθέματος χρυσού του υπουργείου Οικονομικών για την κάλυψη των ομολόγων· ο εξαναγκασμός των συμμάχων στον χώρο της άμυνας, όπως η Ιαπωνία, να αγοράσουν περισσότερο αμερικανικό χρέος· η ενθάρρυνση της παγκόσμιας χρήσης stablecoins που να υποστηρίζονται από τα treasuries. Τέτοιες ιδέες μπορεί να μην πετύχουν ποτέ. Αλλά δεν μπορούν να απορριφθούν τελείως.
Φυσικά, κάποιος κυνικός θα μπορούσε να πει πως αυτό είναι απλά σαν να βάζεις κραγιόν σε ένα χρηματοπιστωτικό γουρούνι. Δίκαιο: καμία ποσότητα «κόλπων» -ή «puts»- δεν θα σταματήσει την εκτίναξη των αμερικανικών αποδόσεων αν τα δημοσιονομικά θεμελιώδη της Αμερικής συνεχίσουν να επιδεινώνονται, οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό εκτοξευτούν και/ή ο Τραμπ να παραμένει απρόβλεπτος. Όλα φαίνονται πιθανά.
Αλλά αυτή τη στιγμή το βασικό σημείο είναι το εξής: με τον Μπέσεντ υπάρχει ένας ας πούμε δαμαστής δράκων στον Λευκό Οίκο, ο οποίος κρατιέται από την ουρά του θηρίου. Ας ελπίσουμε πως ο Μασκ δεν θα τον διώξει. Αν το κάνει, τότε οι επενδυτές τόσο στη Νέα Υόρκη όσο και στο Λονδίνο πραγματικά θα αρχίσουν να πανικοβάλλονται.
© The Financial Times Limited 2025. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation