Wolf: Το μεγάλο δίλημμα για την οικονομία των ΗΠΑ

Το να κραδαίνει ο Τραμπ ένα μαστίγιο μπορεί να ξεκινήσει μια παγκόσμια συζήτηση. Αλλά σημασία έχει το τι ακολουθεί την απειλή. Το μπλεγμένο κουβάρι στην οικονομία της υπερδύναμης.

Wolf: Το μεγάλο δίλημμα για την οικονομία των ΗΠΑ
  • του Martin Wolf

Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ούτε τη μελλοντική πορεία του νέου πολέμου στη Μέση Ανατολή, ούτε τις πιθανές οικονομικές του επιπτώσεις.

Έγραψα ό,τι μπορούσα επ’ αυτού σε ένα άρθρο με τίτλο «Οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου Ισραήλ-Χαμάς» στις 31 Οκτωβρίου 2023. Ο μεγάλο ερώτημα, υποστήριζα, ήταν αν η λαίλαπα θα επεκτείνονταν στην παραγωγή και μεταφορά πετρελαίου από την περιοχή του Κόλπου.

Αυτή η περιοχή περιέχει το 48% τω παγκόσμιων αποδεδειγμένων αποθεμάτων και παρήγαγε το 33% του παγκόσμιου πετρελαίου το 2022. Έχει επίσης ένα σημείο «μποτιλιαρίσματος» για τις εξαγωγές, στα Στενά του Ορμούζ.

Αυτές οι πραγματικότητες παραμένουν. Το ερώτημα τώρα αφορά κυρίως τον Ντόναλντ Τραμπ: ξέρει πώς να τελειώσει αυτόν τον πόλεμο; 

Είναι ένα ερώτημα που τίθεται και σε άλλους τομείς, κυρίως την αλληλεπίδραση της εμπορικής του πολιτικής με τη δημοσιονομική του πολιτική. Ο στόχος της πρώτης είναι να μειώσει, αν όχι εξαλείψει, τα εμπορικά ελλείμματα.

Ο στόχος της δεύτερης είναι να έχει τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα. Αυτοί οι δυο στόχοι είναι ασύμβατοι. Τα μεγάλα εξωτερικά ελλείμματα σημαίνουν, εξ ορισμού, πως η χώρα δαπανά περισσότερα από τα έσοδά της. Καθώς η αμερικανική οικονομία βρίσκεται κοντά στις δυνατότητές της, με ένα ποσοστό ανεργίας μόλις 4,2%, δεν υπάρχει κάποιος γρήγορος τρόπος για να αυξηθούν ακόμα περισσότερο τα εισοδήματα. Άρα η μείωση του εξωτερικού ελλείμματος θα απαιτήσει μειώσεις στις εθνικές δαπάνες.

Ο προφανής τρόπος να γίνει αυτό θα ήταν με μια συνεχιζόμενη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, μέσω υψηλότερων φόρων και χαμηλότερων δεσμεύσεων για δαπάνες. Αυτό θα επέτρεπε στη Federal Reserve να μειώσει τα επιτόκια, κάτι που θα καλοδέχονταν ο Τραμπ. Θα πρέπει επίσης να αποδυναμώσει το δολάριο, κάτι που θα βοηθήσει να αυξηθεί η παραγωγή εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών. Άρα, πέραν του γεγονότος ότι ο Τραμπ λατρεύει τους χαμηλούς φόρους και τις υψηλές δαπάνες, γιατί να μην το πράξει αυτό;

Η απάντηση είναι πως θα μπορούσε να είναι χειρότερο από απλά πολιτικά δύσκολο. Το θέμα φωτίζεται από την εξέταση των τομεακών ισοζυγίων αποταμίευσης και επενδύσεων στην οικονομία των ΗΠΑ από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Το κρίσιμο είναι ότι αυτά πρέπει να προστίθενται στο μηδέν, επειδή η εγχώρια αποταμίευση συν την καθαρή ξένη αποταμίευση (δηλαδή την καθαρή εισροή κεφαλαίων) ισούται με τις εγχώριες επενδύσεις.

Κατά μέσο όρο, οι τομείς των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στις ΗΠΑ είχαν πλεόνασμα αποταμίευσης 3,5 και 1,6% του ΑΕΠ, αντίστοιχα, από το 2008 έως το 2023. Ακόμη και από το 1992 έως το 2007, ήταν κοντά στο ισοζύγιο. Έτσι, σε καθαρή βάση, ο ιδιωτικός τομέας των ΗΠΑ δεν χρειάζεται ξένες αποταμιεύσεις. Ο κυρίαρχος καθαρός δανειολήπτης στην οικονομία των ΗΠΑ είναι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. (Βλ. διαγράμματα.)

Η ανάλυση αυτή υποδηλώνει ότι το όφελος για τις ΗΠΑ από τις συνεχείς καθαρές εισροές κεφαλαίων είναι η δυνατότητα να έχουν μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα και έτσι να αυξάνουν το δημόσιο χρέος τους.

Αυτό δεν μοιάζει με καλή συμφωνία. Αλλά αν η κυβέρνηση μείωνε το έλλειμμά της, ενώ η εξωτερική εισροή συνεχίζεται, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να οδηγήσει τον ιδιωτικό τομέα σε έλλειμμα, είτε μέσω της πτώσης του εισοδήματός του, είτε μέσω της αύξησης των δαπανών του.

Το πρώτο σημαίνει ύφεση. Το δεύτερο σημαίνει φούσκες στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Σε γενικές γραμμές, η τάση των μεγάλων και συνεχιζόμενων εισροών ξένων κεφαλαίων να παράγουν σπάταλο δανεισμό, ύφεση ή και τα δύο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που δημιουργούν.

 

Σε μια πρόσφατη εργασία για το Carnegie Endowment σχετικά με το θέμα, ο Michael Pettis και η Erica Hogan επικεντρώνονται σε ένα άλλο μειονέκτημα: υποστηρίζουν ότι η καταστολή της κατανάλωσης στην Κίνα και σε άλλες χώρες οδηγεί σε τεράστια εμπορικά πλεονάσματα και έτσι σε μεγάλα ελλείμματα στο εξωτερικό.

Οι χώρες που εμφανίζουν αυτά τα εμπορικά ελλείμματα, όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, καταλήγουν να έχουν μικρότερους μεταποιητικούς τομείς από ό,τι οι χώρες με πλεονάσματα. Αλλά, όπως υποστηρίζει ο Paul Krugman, ακόμη και η εξάλειψη του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ θα αύξανε την προστιθέμενη αξία της μεταποίησης στις ΗΠΑ μόνο κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Οι ίδιες οι εμπορικές ανισορροπίες δεν είναι τόσο σημαντικές.

Οι Pettis και Hogan δείχνουν επίσης ότι το μέγεθος του μεταποιητικού τομέα συνδέεται με το επίπεδο των αποταμιεύσεων. Αλλά η διαφορά μεταξύ του μέσου όρου των μεριδίων της μεταποίησης στο ΑΕΠ της Κίνας και των ΗΠΑ μεταξύ του 2012 και του 2022 είναι 17 ποσοστιαίες μονάδες (28% στην Κίνα έναντι 11% στις ΗΠΑ). Αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο από το χάσμα μεταξύ των αντίστοιχων εμπορικών ισοζυγίων.

Η εξήγηση πρέπει να βρίσκεται στη σύνθεση της ζήτησης. Οι επενδύσεις που χρηματοδοτούν οι υψηλές αποταμιεύσεις δημιουργούν μεγαλύτερη ζήτηση για βιομηχανικά προϊόντα από ό,τι η κατανάλωση.

Συνοψίζοντας, ο κύριος λόγος ανησυχίας για τις παγκόσμιες εμπορικές ανισορροπίες δεν είναι ο αντίκτυπος στη μεταποίηση, ο οποίος για μια χώρα όπως οι ΗΠΑ είναι δευτερεύον ζήτημα, αλλά μάλλον η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να είναι ένα συνεργατικό εγχείρημα όταν οι συμμετέχοντες είναι τόσο μεγάλες οικονομίες. Οι Αμερικάνοι που επικεντρώνονται μόνο στο δημοσιονομικό έλλειμμα αγνοούν τον αντίκτυπό του στην παγκόσμια ζήτηση.

Οι ΗΠΑ είναι πιθανό να μην καταφέρουν να μειώσουν το εξωτερικό τους έλλειμμα μόνο με την αύξηση των δασμών, εκτός εάν η προστασία οριστεί σε εντελώς απαγορευτικά επίπεδα. Διαφορετικά, οι δασμοί απλώς μετατοπίζουν τη σύνθεση της παραγωγής, από τα εξαγώγιμα προς τα υποκατάστατα των εισαγωγών, με μικρή επίδραση στο εμπορικό ισοζύγιο.

Ωστόσο, αν προσπαθήσoυν, αντ' αυτού, να κλείσουν το εξωτερικό έλλειμμα με την εξάλειψη των δημοσιονομικών του ελλειμμάτων, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντική οικονομική επιβράδυνση.

Οι ΗΠΑ δεν είναι μια μικρή χώρα: πρέπει να λάβουν υπόψη τους τις παγκόσμιες επιπτώσεις. Αν θέλουν να επιταχύνουν μια παγκόσμια συζήτηση για τις ανισορροπίες με μια πολιτική παρέμβαση, το προφανές δεν θα ήταν οι δασμοί αλλά ένας φόρος στις εισροές κεφαλαίων. Αυτό θα στόχευε τουλάχιστον τον υπερβολικό εξωτερικό δανεισμό, αν και η οντότητα που πρέπει να απεξαρτηθεί από αυτόν είναι η κυβέρνηση των ΗΠΑ.

Αυτό, εάν πραγματοποιηθεί, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια παγκόσμια συζήτηση όπως αυτή που τίθεται σε μια στοχαστική εργασία του Richard Samans για το Brookings Institution. Η συζήτηση, λέει, θα πρέπει να επικεντρώνεται στις δημοσιονομικές, νομισματικές, αναπτυξιακές πολιτικές και τις πολιτικές διεθνούς εμπορίου. Αυτό έχει λογική. Αλλά υποθέτει επίσης μια έξυπνη και συνεργατική προσέγγιση της πολιτικής. Αυτό φαίνεται απίθανο.

Το να κραδαίνεις ένα μαστίγιο μπορεί να ξεκινήσει μια παγκόσμια συζήτηση. Αλλά αυτό που ακολουθεί την απειλή είναι αυτό που έχει σημασία.

© The Financial Times Limited 2025. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v
Απόρρητο