Η Ευρώπη παίρνει μια γεύση ενός προβλήματος υψηλής σημασίας: τα αρνητικά που συνοδεύουν τη λειτουργία ενός παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος.Για την ώρα, η ήπειρος δεν βρίσκεται ακριβώς σε αυτό το «πολυτελές» σημείο. Το ευρώ αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρότερο μερίδιο των αποθεμάτων ρευστού που διατηρούν οι κεντρικές τράπεζες και παρόμοιες οντότητες ανά τον κόσμο απ’ ότι το δολάριο, και η υπερίσχυσή του στο παγκόσμιο εμπόριο είναι συγκριτικά ασήμαντη.
Εν τούτοις, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής είναι ξεκάθαρο πως αποβλέπουν στο βραβείο ενός ενισχυμένου ρόλου για το ευρώ, και δεν θα ήταν συνετό να στοιχηματίσουν εναντίον του. Υπό ομαλές συνθήκες, αυτό σημαίνει πως το ευρώ βρίσκεται σε ανοδική πορεία.
Μια προειδοποίηση ως προς το τι μπορεί να σημαίνει όλο αυτό ήρθε από τον Σκοτ Μπέσεντ, τον υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ, ο οποίος δήλωσε αυτόν τον μήνα πως η Ευρώπη «πρέπει να προσέχει τι εύχεται». Αν το ευρώ αυξηθεί έως τα 1,20 δολάρια (τώρα βρίσκεται γύρω στα 1,17 δολάρια) «οι Ευρωπαίοι θα σκούζουν ότι είναι υπερβολικά ισχυρό» είπε. H γκρίνια έχει ήδη ξεκινήσει.
Το ευρώ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ωφελημένους από την επίθεση του Ντόναλντ Τραμπ στο δολάριο φέτος. Όλα τα μεγάλα νομίσματα έχουν ανατιμηθεί έναντι του δολαρίου, αλλά το ευρώ περισσότερο από τα πιο πολλά, καταγράφοντας άνοδο μεγαλύτερη του 13% το 2025 μέχρι στιγμής.
Αυτό οφείλεται εν μέρει στην αναγέννηση του ευρωπαϊκού εμπορίου, που περιλαμβάνει τόσο την «παγκόσμια στιγμή του ευρώ» της προέδρου της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, όσο και την πιθανότητα για μια πολυαναμενόμενη αναζωογόνηση της οικονομικής ανάπτυξης που απορρέει από την απόφαση της Γερμανίας να σταματήσει να ανησυχεί και να αυξήσει τις δημοσιονομικές της δαπάνες.
Έχει όμως και μια άλλη περίεργη αιτία. Οι επενδυτές μετοχών ανά τον κόσμο είναι ασυνήθιστα πρόθυμοι να προστατευθούν από την περαιτέρω αδυναμία στο δολάριο –έναν κίνδυνο που πολύ λογικά είχαν αγνοήσει προηγουμένως.
Για τους fund managers με έδρα σε μικρές οικονομίες, αυτό μπορεί να είναι ακριβό και άβολο στο άστατο νόμισμα της χώρας τους. Ένας σύντομος δρόμος είναι απλά να αγοράσουν ευρώ, και οι αναλυτές λένε πως αυτό ακριβώς κάνουν, ασχέτως του πού εδρεύουν οι αυτοί οι επενδυτές.
Όλα ωραία και καλά για τους fund managers σε μετοχές, αλλά στις χρηματαγορές δεν μπορούμε να έχουμε ωραία πράγματα. Κάποιος πρέπει να νοιώθει πόνο. Σε αυτή την περίπτωση είναι η «εταιρική Ευρώπη», ιδιαίτερα οι εξαγωγείς, που πλήττονται από την άνοδο του ευρώ έναντι του δολαρίου και του ρενμίνμπι, που κάνει τις ευρωπαϊκές εξαγωγές να μοιάζουν πολύ πιο ακριβές στο εξωτερικό.
Οι ερευνητές της Barclays επισημαίνουν ότι η δύναμη του ευρώ είναι ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους οι αναλυτές έχουν μειώσει τις προσδοκίες για τα κέρδη των εισηγμένων ευρωπαϊκών εταιρειών φέτος.
Οι προβλέψεις για την αύξηση των κερδών ανά μετοχή έχουν πέσει από το 9% στο 2%, και οι εξαγωγικές εταιρείες υστερούν κατά πολύ σε σχέση με τις ομοειδείς τους που επικεντρώνονται στην εγχώρια αγορά όσον αφορά την απόδοση των τιμών των μετοχών τους μέχρι στιγμής φέτος.
«Συνήθως, η δύναμη του ευρώ αν συνοδεύεται από ισχυρότερο αναπτυξιακό υπόβαθρο, όπως το 2017 ή το 2020-21, δεν αποτελεί μεγάλο πρόβλημα», δήλωσε ο Magesh Kumar της τράπεζας. «Αυτή τη φορά βλέπουμε ένα υπόβαθρο πιο ισχνής ανάπτυξης [στο δεύτερο εξάμηνο του έτους] λόγω των επιπτώσεων των δασμών και ταυτόχρονα ένα ισχυρότερο ευρώ. Επομένως, πρόκειται για ένα διπλό χτύπημα στα κέρδη».
Με αρκετούς εθνικούς ευρωπαϊκούς χρηματιστηριακούς δείκτες να έχουν σημειώσει άνοδο άνω του 20% μέχρι στιγμής φέτος, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το ισχυρό ευρώ πατάει φρένο εδώ.
Οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν επίσης αρχίσει να γίνονται λίγο νευρικοί. Ένα υπερβολικά ισχυρό ευρώ συμπιέζει τις τιμές των εισαγωγών, ενώ παράλληλα δυσχεραίνει τις εξαγωγές, συμπαρασύροντας τον πληθωρισμό. Αυτό φέρνει τους υπεύθυνους για τη διαμόρφωση των επιτοκίων σε δύσκολη θέση.
Δεν θέλουν να στοχεύουν σε συγκεκριμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες, επειδή είναι κάτι που τους βάζει στο στόχαστρο, και σε κάθε περίπτωση δεν βγάζει πουθενά, δεδομένης της αστάθειας των αγορών συναλλάγματος. Αλλά συχνά θέλουν να κατεβάσουν με ήπιο τρόπο την τιμή του νομίσματος με διάφορες σιωπηρές κινήσεις. Αυτός είναι ένας δύσκολος δρόμος, όπως διαπίστωσε η κεντρική τράπεζα τα χρόνια που ακολούθησαν τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, όταν το ευρώ κυμαινόταν μεταξύ 1,30 και 1,60 δολαρίων.
Τώρα, όπως δήλωσε αυτόν τον μήνα ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Luis de Guindos, «θα πρέπει να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε κάθε είδους υπέρβαση» του ευρώ έναντι του δολαρίου. Το να απλωθούμε σημαντικά υψηλότερα από εδώ και πέρα θα ήταν, όπως είπε, «περίπλοκο».
Πράγματι, η ΕΚΤ έχει ήδη επικαλεστεί «ένα ισχυρότερο ευρώ» ως στοιχείο της απόφασής της να μειώσει τα επιτόκια κατά 0,25% τον Ιούνιο, στηριζόμενη σε πτωτικές αναθεωρήσεις των προβλέψεων για τον πληθωρισμό. Χωρίς την άνοδο στο ευρώ, αυτή η μείωση μπορεί να μην είχε συμβεί ποτέ.
Αυτή τη στιγμή, οι συνθήκες στις αγορές συναλλάγματος είναι ομαλές, το δολάριο διολισθαίνει χαμηλότερα αντί να καταρρέει, και η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ είναι ενοχλητική αντί για ξεκάθαρα ανησυχητική.
Αν διασπάσει το επόμενο μεγάλο στρογγυλό νούμερο -τα 1,20 δολάρια- αυτό σίγουρα θα ανεβάσει τη θερμοκρασία. Μοιάζει σαν να είναι θέμα του πότε θα συμβεί αυτό, όχι αν θα συμβεί.
© The Financial Times Limited 2025. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation