Δίψα για το πιο πολύτιμο υγρό

Ο ανταγωνισμός σε διεθνές επίπεδο έχει ενταθεί, με κυβερνήσεις, τράπεζες, εταιρίες private equity και συνταξιοδοτικά ταμεία να δίνουν ”μάχες” για άμεσες επενδύσεις σε εταιρίες και δίκτυα ύδρευσης. Η μεγάλη ζήτηση για επενδύσεις σε υποδομές, οι εμπειρίες του παρελθόντος και η κοινωνική κρισιμότητα αυτών των υποδομών, δημιουργούν διλήμματα.

του Andrew Hill

Η εταιρία που παρέχει νερό σε ορισμένες από τις πιο πολυπληθείς περιοχές της νότιας Αγγλίας ανήκει σε μια γερμανική εταιρία ηλεκτρικής ενέργειας την RWE, τα τελευταία πέντε χρόνια.

Οι πελάτες της Thames Waters προβληματίζονται για διαρροές ή για την ποιότητα του νερού, αλλά σχετικά με το ζήτημα της ιδιοκτησίας της εταιρίας από ξένους, είτε δεν γνωρίζουν είτε δεν ενδιαφέρονται.

Ωστόσο, όταν προέκυψε ότι η RWE θέλει να πουλήσει την Thames Waters, οι αγοραστές έσπευσαν από όλα τα μέρη του κόσμου. Μεταξύ των ενδιαφερόμενων φέρονται να συγκαταλέγονται, η κυβέρνηση του Κατάρ, μια αυστραλιανή τράπεζα, ένα ελβετικό αμοιβαίο κεφάλαιο και ένα συνταξιοδοτικό ταμείο πυροσβεστών από το Οντάριο του Καναδά.

Έχει πλέον σημασία το ποιος ελέγχει τέτοιες υποδομές; Κρίνοντας από τις σχετικές διαμάχες και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, έχει.

Όμως το ζήτημα δεν είναι η εθνικότητα του ιδιοκτήτη, αλλά η καταλληλότητα βραχυπρόθεσμων επενδυτών να διαχειριστούν μακροπρόθεσμα projects.

Είναι εύκολο να σκεφτεί κανείς τις μετοχές των εταιριών κοινής ωφέλειας ως το πιο βαρετό συνθετικό ενός ισορροπημένου χαρτοφυλακίου. Ο όρος ”utility return” έχει καταστεί ένα επενδυτικό κλισέ, το οποίο αποδίδεται σε επενδυτικές κατηγορίες που προσφέρουν σταθερές, υψηλές αποδόσεις για μεγάλες χρονικές περιόδους.

Αυτός είναι και ο λόγος που οι εταιρίες ηλεκτρικής ενέργειας και ύδρευσης κέρδισαν τις θέσεις τους στο ταμπλώ της Μονόπολης -ως αδιάφορες ιδιοκτησίες, οι αποδόσεις των οποίων συνήθως είναι μικρότερες από άλλες επενδύσεις με μεγαλύτερο ρίσκο.

Ωστόσο, δεν ήταν πάντοτε έτσι τα πράγματα. Στις αρχές του 19ου αιώνα, διάφορες εταιρίες στηριζόμενες από ιδιωτικά κεφάλαια έστηναν ανταγωνιστικούς αγωγούς στις πλούσιες περιφέρειες του Λονδίνου.

Τελικά όμως, δεν κατάφεραν να φέρουν εις πέρας τις υποσχέσεις για καλύτερες υπηρεσίες σε χαμηλότερες τιμές, καθώς οι εταιρίες είχαν υποτιμήση το ύψος των κεφαλαίων που απαιτούνταν για την εγκατάσταση και συντήρηση των δικτύων.

Στην παρούσα φάση, ο ανταγωνισμός εντείνεται, με τράπεζες, εταιρίες private equity και συνταξιοδοτικά ταμεία να σπεύδουν σε άμεσες επενδύσεις στον κλάδο.

Όμως η ερώτηση παραμένει η ίδια: θα παραμείνουν οι νέοι ιδιοκτήτες για επαρκές χρονικό διάστημα ώστε να προχωρήσουν στις απαιτούμενες επενδύσεις (που στην περίπτωση της Thames Water, αφορούν ανανέωση των αγωγών, που υφίστανται από τον 19ο αιώνα);

Η λίστα των πιθανών ιδιοκτητών κυμαίνεται μεταξύ δυο ορίων.

Στη μία άκρη βρίσκονται τα συνταξιοδοτικά ταμεία. Με δεδομένη την επιθυμία τους να ταιριάξουν τις επενδύσεις με τις υποχρεώσεις τους που έχουν ορίζοντα δεκαετιών, δείχνουν σαν το τέλειο ταίριασμα: συντηρητικοί μακροπρόθεσμοι επενδυτές για συντηρητικές μακροπρόθεσμες εταιρίες.

Στο άλλο άκρο βρίσκονται οι εταιρίες private equity, ο επενδυτικός ορίζοντας των οποίων είναι πολύ μικρότερος. Τουλάχιστον δυο από αυτές τις εταιρίες εξαγορών -η Terra Firma και η 3i- έχουν δείξει ενδιαφέρον για την Thames Water.

Καθώς η παγκόσμια προθυμία για επενδύσεις σε εταιρίες με υποδομές εντείνεται, ακόμη περισσότερες εταιρίες private equity αναμένεται να προκύψουν, είτε ως επικεφαλείς είτε ως μέλη κοινοπραξιών που καταθέτουν προσφορές για εταιρίες ύδρευσης, επαναφέροντας το δημόσιο διάλογο για το εάν πρόκειται για ”ακρίδες” με βραχυπρόθεσμο ενδιαφέρον ή για σοβαρούς μακροπρόθεσμους μέτοχους.

Αυτή η διαμάχη λαμβάνει χώρα ήδη στις ΗΠΑ, όπου οι ρυθμιστικές αρχές έχουν ήδη μπλοκάρει δυο προσφορές εταιριών private equity για επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας, ”παγώνοντας” ανάλογες επενδύσεις στον κλάδο.

Η διαφάνεια, τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα και ο κίνδυνος ότι οι εταιρίες private equity θα υπερφορτώσουν τις επιχειρήσεις του κλάδου με χρέη είναι οι βασικότερες ανησυχίες.

Δικαιολογώντας το βέτο που άσκησε στην προσφορά της Texas Pacific για την Portland General Electric πέρυσι, η ρυθμιστική αρχή του Όρεγκον δήλωνε: ”Οι ενέργειες της TPG σε σχέση με την διαχείριση και τις επενδύσεις στην PGE ενδέχεται να επηρεαστούν από το πόσο εκτιμά ότι θα κρατήσει την εταιρία”.

Από την άλλη, τα συνταξιοδοτικά ταμεία ενδέχεται να φαίνονται οι ιδανικοί μακροπρόθεσμοι ιδιοκτήτες των υποδομών, όμως δεν είναι όλα πρόθυμα ή ικανά να επενδύσουν άμεσα και δεν μπορούν να είναι οι μοναδικοί ιδιοκτήτες τέτοιων επιχειρήσεων.

Οι αμερικανικές αρχές εκτιμούν ότι θα απαιτηθούν σχεδόν 300 δισ. δολάρια στις επόμενες δεκαετίες, μόνο για την αναβάθμιση του συστήματος ύδρευσης των ΗΠΑ.

Οι εταιρίες ύδρευσης στην Αγγλία και την Ουαλία βρίσκονται στη μέση πενταετούς προγράμματος δαπανών ύψους 20 δισ. στερλινών.

Η δυνατότητα μακροχρόνιας δέσμευσης και τα επενδυτικά κεφάλαια αποτελούν τα βασικά συστατικά των επενδύσεων σε υποδομές: το εάν οι εταιρίες private equity μπορούν να παράσχουν εγγυήσεις για το πρώτο ίσως αποδειχθεί λιγότερο σημαντικό από την δεδομένη ικανότητά τους να παράσχουν σημαντικό όγκο από το δεύτερο συστατικό.

© The Financial Times Limited 2006. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v
Απόρρητο