Στο μέλλον, όταν θα αναλύουμε τη συνεδρίαση της FOMC της 19ης Ιουνίου 2013, πιθανότατα θα την χαρακτηρίζουμε ως την στιγμή που η Fed σηματοδότησε ότι ξεκινά τη μακρά και σταδιακή της έξοδο από το πρόγραμμα της αντισυμβατικής νομισματικής χαλάρωσης. Ο λόγος που έγινε αυτό ήταν σαφής στην ανακοίνωση της επιτροπής, η οποία αναφέρει ότι οι πτωτικοί κίνδυνοι στην οικονομική δραστηριότητα έχουν ελαχιστοποιηθεί από το προηγούμενο φθινόπωρο, ίσως επειδή η αμερικανική οικονομία πέρασε τη δημοσιονομική σύσφιξη καλύτερα από ότι αναμενόταν, ενώ και οι κίνδυνοι αναφορικά με το ευρώ έχουν κατευναστεί.
Αυτό ήταν το σημείο κλειδί στην ανακοίνωση. Με τους πτωτικούς κινδύνους να μειώνονται, η ανάγκη για έκτακτο πρόγραμμα νομισματικής χαλάρωσης δεν είναι πλέον τόσο επιτακτική. Η Fed ήταν αδιαμφισβήτητος φίλος των αγορών από το 2009, ακόμη περισσότερο από τον προηγούμενο Σεπτέμβριο. Αυτή η βολική υπόθεση όμως, παύει πλέον να ισχύει.
Ο πρόεδρος της Fed, Ben Bernanke όμως, προσπάθησε αρκετά να περιορίσει τον αρνητικό αντίκτυπο του μηνύματός του. Το πρόγραμμα αγορών ομολόγων θα σταματήσει μόνο όταν το ποσοστό της ανεργίας υποχωρήσει στο 7%, στόχος που κατά την κεντρική τράπεζα αναμένεται να επιτευχθεί από τα μέσα του 2014 , όπως δήλωσε. Εν τω μεταξύ, ο ρυθμός των αγορών μπορεί να μειωθεί, αλλά και να αυξηθεί, σε εξάρτηση πάντα από τα οικονομικά στοιχεία.
Όπως αναμενόταν, ο πρόεδρος της Fed, έδωσε επίσης την ισχυρότερη δυνατή έμφαση, ότι η πρώτη αύξηση των επιτοκίων θα γίνει πολύ μετά τον τερματισμό του τρίτου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Για να γίνει αυτό, έχει τεθεί σημείο αναφοράς ποσοστό ανεργίας στο 6,5%. Και πάλι, δεν θεωρείται ότι πρόκειται για αυτόματη σκανδάλη που θα πυροδοτήσει κινήσεις, ενώ υπάρχουν υπόνοιες ότι ο στόχος για την ανεργία αυτός μπορεί να αναθεωρηθεί πτωτικά. Όλα αυτά είναι ευπρόσδεκτα.
Η Fed αναλαμβάνει έναν υπολογισμένο κίνδυνο ξεκινώντας τη διαδικασία εξόδου προτού υπάρξει σημαντική βελτίωση στην αγορά εργασίας, αλλά μόνο με την προσδοκία βελτίωσης. Η προηγούμενη εμπειρία υποδεικνύει ότι η αγορά ομολόγων μπορεί να είναι εξαιρετικά ευαίσθητη στα πρώτα σημάδια έλλειψης ενθουσιασμού μίας κεντρικής τράπεζας για περαιτέρω χαλάρωση. Την περίοδο 1993-1994 και το 2003 σε μικρότερο βαθμό, οι αποδόσεις των ομολόγων ενισχύθηκαν απότομα και η χρηματιστηριακή αγορά δέχθηκε πιέσεις για κάποιο χρονικό διάστημα, στην πρώτη ένδειξη ότι η Fed μπορεί να εξετάζει αλλαγή κατεύθυνσης. Καθώς οι κεντρικές τράπεζες συνηθίζουν να κινούνται με αργές κινήσεις, σαν τα υπερδεξαμενόπλοια, αυτή είναι η λογική αντίδραση και πως θα επαναληφθεί και αυτή τη φορά.
Ο μεγάλος κίνδυνος είναι να ενισχυθούν υπερβολικά οι αποδόσεις των ομολόγων, προτού υπάρξει ικανή βελτίωση στην αγορά εργασίας ώστε να αλλάξει η τάση. Το Μάιο, όταν ο Bernanke δήλωσε ότι επιβράδυνση της ποσοτικής χαλάρωσης θα μπορούσε να αποφασιστεί μέσα στις επόμενες «λίγες συνεδριάσεις» της FOMC, αρχικά δόθηκε η εντύπωση ότι υπαναχωρεί από την αρχική του υπόσχεση να συνεχίσει τις αγορές ομολόγων μέχρις ότου υπάρξει ουσιώδης βελτίωση στην αγορά εργασίας, παράλληλα με σταθερότητα των τιμών. Πολλοί βιάστηκαν να επικρίνουν για αυτό τη Fed. Τώρα όμως, η επιβράδυνση της QE εξαρτάται πλέον ρητώς από συγκεκριμένες βελτιώσεις την αγορά εργασίας.
Είναι πιθανό η Fed και πάλι να επικριθεί από κάποιους που θα υποστηρίξουν ότι απειλεί να τους πάρει το γλυκό από το στόμα, ενώ η αγορά εργασίας παραμένει εξαιρετικά υποτονική. Τον προηγούμενο Σεπτέμβριο, ο Bernanke είπε, με εξαιρετικά ασυνήθιστη γλώσσα, ότι η κατάσταση στης αγορά εργασίας αποτελεί «σοβαρή ανησυχία» και προσέθεσε: «Η αδύναμη κατάσταση στην αγορά εργασίας πρέπει να ανησυχεί κάθε Αμερικανό. Το υψηλό ποσοστό ανεργίας επιβάλει δυσκολίες σε εκατομμύρια ανθρώπους και συνεπάγεται τρομακτική απώλεια ανθρώπινων γνώσεων και ταλέντου».
Οι αγορές εξέλαβαν αυτή τη δήλωση ως σαφή στροφή στην πολιτική της Fed με αποτέλεσμα να καταγραφεί απότομο ράλι σε πολλές τοποθετήσεις που ενέχουν κίνδυνο. Η κατάσταση προσφάτως άλλαξε, αλλά και πάλι η Fed δηλώνει ότι θα πρέπει να υπάρξει ουσιώδης βελτίωση στην αγορά εργασίας προκειμένου να λήξει το Q3.
Τα πρόσφατα στοιχεία υποδεικνύουν ότι αυτό μπορεί να πάρει λίγο καιρό. Είναι γεγονός ότι η μέση μηνιαία αύξηση στην απασχόληση εκτός αγροτικού τομέα πλέον διαμορφώνεται στις 199.000 θέσεις εργασίας έναντι 129.000 τον προηγούμενο Σεπτέμβριο. Όταν όμως, ο Bernanke έκανε λόγο για «σοβαρή ανησυχία» το ποσοστό της ανεργίας βρισκόταν στο 7,8%. Τώρα βρίσκεται οριακά χαμηλότερα από το 7,6%.
Επιπλέον, μεγάλο μέρος της μείωσης της ανεργίας αποδίδεται στη μείωση του δείκτη συμμετοχής, ενώ ο λόγος απασχόληση/πληθυσμό, που ενδεχομένως να είναι το καλύτερο μέτρο για την αποτίμηση της κατάστασης στην αγορά εργασίας, παραμένει στάσιμο.
Άλλοι, λιγότερο γνωστοί δείκτες για την υγεία της αγοράς εργασίας υποδεικνύουν επίσης ότι ο ρυθμός της βελτίωσης είναι πράγματι πολύ αργός.
Δύο είναι τα συμπεράσματα που εξάγονται. Πρώτον, απέχουμε πολύ από μία πραγματικά υγιή αγορά εργασίας και δεύτερον, οι αλλαγές από τον προηγούμενο Σεπτέμβριο δεν ήταν πολύ σημαντικές.
Εάν η Fed έβλεπε πέρσι την αγορά εργασίας ως βασικό εθνικό πρόβλημα, τότε δεν είναι σαφές από το σωρό αυτών των πληροφοριών, γιατί έκτοτε έχει αλλάξει γνώμη. Δεδομένου ότι έθεσε νέους χαμηλότερους στόχους για την ανεργία, φαίνεται πως βασικά συμφωνεί με αυτό.
Έτσι λοιπόν, η έξοδος από το Q3 ξεκίνησε και το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν κίνδυνοι για όλες τις τοποθετήσεις. Η Fed όμως, προσπαθεί πολύ σκληρά να πείσει τις αγορές ότι τα πράγματα θα είναι διαφορετικά αυτή τη φορά, ενώ τα στοιχεία από την αγορά εργασίας υποδεικνύουν ότι η διαδικασία εξόδου θα είναι μακρά. Η αντίδραση της αγοράς ομολόγων δείχνει πως οι επενδυτές συνειδητοποιούν ότι το υπερδεξαμενόπλοιο γυρίζει, αλλά νομίζω ότι οι συνθήκες που απαιτούνται για μία σημαντική bear market στην αγορά ομολόγων, δεν υπάρχουν ακόμη.
© The Financial Times Limited 2013. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation