Πώς οι αγορές μπορούν να στηρίξουν την οικονομία

Η ασυμμετρία του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος. Η ευρωζώνη και η Κίνα χρειάζεται να αποκτήσουν χρηματοοικονομικό βάρος ανάλογο με την οικονομική τους επιρροή. Ο κόσμος έχει ανάγκη από εναλλακτικές τοποθετήσεις στο δολάριο και τα treasuries.

  • Henri de Castries και Eric Chaney*
Πώς οι αγορές μπορούν να στηρίξουν την οικονομία

Είναι ο κόσμος πιο ασφαλής τώρα από ό,τι ήταν πριν από τη χρηματοοικονομική κρίση; Η θετική πλευρά είναι πως ενισχύθηκε η χρηματοοικονομική εποπτεία και οι κυβερνήσεις σταδιακά αναμορφώνουν τα αναπτυξιακά τους μοντέλα. Η Κίνα, για παράδειγμα, προσφάτως έδειξε ότι προχωρά σε σημαντική αλλαγή των πολιτικών της για να ενθαρρύνει την ενίσχυση της εγχώριας και της καταναλωτικής ζήτησης. Παράλληλα, οι δίδυμες κρίσεις στον τραπεζικό τομέα και το δημόσιο χρέος στην ευρωζώνη ανάγκασαν τους ηγέτες να προχωρήσουν σε σοβαρές μεταρρυθμίσεις και να ενισχύσουν τη νομισματική ένωση.

Αυτά τα βήματα, όμως, έχουν πολιτικό και κοινωνικό κόστος και θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν μπούμερανγκ εάν δεν αντιμετωπιστεί η ασυμμετρία του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος. Οι κυβερνήσεις των χωρών που μετέχουν στο G20 έχουν αναγνωρίσει την ανάγκη εξισορρόπησης -όπου περιλαμβάνεται η αποφυγή αποσταθεροποίησης των χρηματοοικονομικών ροών-, αλλά φαίνεται πως έχουν κολλήσει. Επειδή είναι πολύ απίθανο να υπάρξει αναθεώρηση της παγκόσμιας διακυβέρνησης, ίσως είναι η ώρα να αναλογιστούμε πώς οι λύσεις από τις αγορές θα μπορούσαν να προωθήσουν ένα πιο ισορροπημένο και ισχυρό χρηματοοικονομικό σύστημα. Οι αγορές μπορεί να μην συγκλίνουν πάντα σε μία βιώσιμη τάξη, αλλά μπορούν να βοηθήσουν.

Ιδού ποιο είναι το πρόβλημα: Οι παγκόσμιες αγορές χρειάζονται μεγάλη προσφορά ασφαλών και ρευστοποιήσιμων τίτλων παρόμοιων με τα treasuries των ΗΠΑ. Οι κεντρικές τράπεζες και τα κρατικά επενδυτικά ταμεία -όπως και άλλες δεξαμενές κεφαλαίων που εμφανίζονται όλο και περισσότερο- χρειάζονται τέτοια βασικά επενδυτικά εργαλεία επειδή χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση του κινδύνου στις παγκόσμιες αγορές.

Η διαφοροποίηση θα μειώσει την εξάρτηση από μία χώρα. Απουσία εναλλακτικών, τα αμερικανικά χρηματοοικονομικά εργαλεία είναι η μόνη διέξοδος. Η ανισορροπία προκαλεί κίνδυνο και για τις ΗΠΑ επειδή η αξία του δολαρίου εξαρτάται από τις παρεμβάσεις άλλων που δεν σχετίζονται κατ’ ανάγκην με τη θεώρηση για τις συνθήκες που επικρατούν στην αμερικανική οικονομία.

Η εξισορρόπηση της αγοράς προς μία προσφορά ποικίλων χρηματοοικονομικών τίτλων έχει ξεκινήσει, αλλά με πολύ αργό ρυθμό. Το 1998, η ευρωζώνη δεν υπήρχε και η κινεζική οικονομία αντιστοιχούσε στο 11% του μεγέθους της αμερικανικής. Σήμερα, η ευρωζώνη και η Κίνα αντιστοιχούν στο 74% και στο 51% της αμερικανικής οικονομίας. Η παγκόσμια οικονομία παρουσιάζει μεγαλύτερη ισορροπία. Η παγκόσμια χρηματοοικονομική δομή, όμως, δεν έχει αλλάξει αναλόγως. Εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις αμερικανικές χρηματαγορές. Κι αυτό δεν είναι βιώσιμο. 

Για να αποτραπεί η χαοτική μετάβαση, η ευρωζώνη και η Κίνα πρέπει να προετοιμαστούν, ενώ παράλληλα οι ΗΠΑ δεν πρέπει να βγουν εκτός τροχιάς. Πρώτον, τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης θα πρέπει να επιταχύνουν την πορεία σύγκλισης έτσι ώστε να μπορέσουν τελικά να εκδώσουν ομόλογα με πολλές κοινές υποχρεώσεις. Για να φτάσουν σε αυτό το σημείο, χρειάζεται να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις, ώστε να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους, γεγονός που θα τους δώσει τη δυνατότητα να συνεχίσουν να μοιράζονται το ίδιο νόμισμα με τη Γερμανία.

Εάν εφαρμόσουν αυτές τις μεταρρυθμίσεις, τότε θα χρειαστεί να μοιραστούν μέρος της φορολογικής τους βάσης ώστε να υπάρχει ένας προϋπολογισμός ευρωζώνης. Αυτό το σχέδιο θα ευνοήσει τις οικονομίες της ευρωζώνης επαναεισάγοντας τον ασφαλή τίτλο τοποθέτησης που όλες οι οικονομίες της αγοράς χρειάζονται για τη χρηματοοικονομική τους υποδομή και ανάπτυξη.

Δεύτερον, η Κίνα χρειάζεται να ανοίξει την κίνηση κεφαλαίων έτσι ώστε οι ξένοι επενδυτές να μπορούν να επενδύσουν ελεύθερα σε κινεζικούς τίτλους. Για να φτάσει σε αυτό το σημείο, χρειάζεται να ενισχύσει τις κεφαλαιαγορές της και το χρηματοοικονομικό της σύστημα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα την ευνοήσουν σε κάθε περίπτωση καθιστώντας τη δημοσιονομική και τη νομισματική της πολιτική πολύ πιο αποτελεσματικές, ενώ παράλληλα θα διευκολύνουν και την πιο αποδοτική κατανομή των πόρων.

Εάν η Κίνα και η ευρωζώνη αποκτούσαν χρηματοοικονομικό βάρος ανάλογο με την οικονομική τους επιρροή, τότε οι διεθνείς επενδυτές θα μπορούσαν να επιλέξουν ανάμεσα σε πολλούς χρηματοοικονομικούς τίτλους υψηλής ποιότητας. Έτσι, τα πραγματικά επιτόκια θα πλησίαζαν περισσότερο τα θεμελιώδη οικονομικά στοιχεία και οι φούσκες δεν θα ήταν τόσο συχνές. Επίσης, ενδεχόμενα σοκ από τη Wall Street, την Ουάσιγκτον, την Ευρώπη ή την Κίνα θα μπορούσαν να απορροφηθούν ευκολότερα.

Ορισμένοι ενδεχομένως να υποστηρίξουν ότι οι ΗΠΑ θα αντιμετωπίσουν έτσι υψηλότερο κόστος δανεισμού. Αυτό, όμως, εξαρτάται από την αμερικανική πολιτική. Οι Αμερικανοί που ζητούν μεταρρυθμίσεις στον προϋπολογισμό και στη φορολογία ανησυχούν μήπως η μοναδική χρηματοοικονομική θέση των ΗΠΑ έχει δώσει τη δυνατότητα στη χώρα να αναβάλει την ανάληψη δράσεων μέχρις ότου γίνουν πιο έντονα τα προβλήματα. Οι Αμερικανοί συνήθως αντιδρούν στον ανταγωνισμό. Θα ευνοηθούν και οι ΗΠΑ εάν υπάρξει ένα ισχυρότερο και πιο ευέλικτο διεθνές σύστημα. Οι αμερικανικές επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι ίσως καλωσορίσουν ένα διεθνές νομισματικό σύστημα που θα τους απαλλάξει τελικά από το βάρος του νομίσματος αποθεμάτων και δεν θα δίνει τη δυνατότητα σε άλλους να διαμορφώνουν τα νομίσματά τους ενάντια στο δολάριο.

Τα πρώτα βήματα υλοποιούνται. Η Κίνα προχωρά σε διεθνοποίηση της αγοράς του γουάν, ενισχύοντας το βάρος του νομίσματός της στο Λονδίνο και το Παρίσι. Η ευρωζώνη προχωρά με την τραπεζική της ενοποίηση. Οι χρηματαγορές κοιτούν μπροστά. Κατά συνέπεια, δεν θα ήταν ούτε απαραίτητο αλλά ούτε και συνετό για την ευρωζώνη να κόψει δρόμο προς μία μίνι δημοσιονομική ενοποίηση - ούτε για την Κίνα να ανοίξει σύντομα τις κεφαλαιαγορές της.

Αντιθέτως, οι αξιωματούχοι θα πρέπει να θέσουν έναν σαφή χάρτη προς έναν κόσμο με μεγαλύτερη ισορροπία σε έναν όχι τόσο απόμακρο χρονικό ορίζοντα, όπως θα ήταν το 2020. Αυτή θα ήταν μία λύση εξισορρόπησης, που βασίζεται στη ρεαλιστική ένωση πολιτικής και αγορών - η μόνη λύση που είναι πιθανό να πετύχει.

*Ο Henri de Castries είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ασφαλιστικής Axa και ο Eric Chaney είναι οικονομικός διευθυντής.

© The Financial Times Limited 2014. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v