Η επιστροφή των επιθετικών εξαγορών

Πριν 30 χρόνια κανένας gentleman των επιχειρήσεων δεν καταδεχόταν να καταθέσει επιθετική προσφορά εξαγοράς. Στα χρόνια της ”φούσκας” του ’90, η διακριτικότητα εξαφανίστηκε, αλλά έμεινε η πικρή γεύση των πανάκριβων, αποτυχημένων συγχωνεύσεων. Σήμερα, ο χορός των εξαγορών και συγχωνεύσεων είναι και πάλι ανοικτός.

των David Wells και Lina Saigol

Η Wall Street είχε πολλά χρόνια να ζήσει τέτοια Ημέρα του Προέδρου. Την ώρα που όλα τα χρηματιστήρια της Αμερικής ήταν κλειστά για τον εορτασμό της εθνικής αργίας, οι επενδυτικοί τραπεζίτες εργάζονταν πυρετωδώς.

Η επιχείρηση ”εξαγορές και συγχωνεύσεις” ξύπνησε από τη νάρκη κι επιστρέφει. Οι επικεφαλής βιομηχανιών από τις οικονομικές υπηρεσίες, τις τηλεπικοινωνίες και τις φαρμακοβιομηχανίες υπογράφουν συμφωνίες με ρυθμούς που είχαν να εμφανιστούν πολλά χρόνια. Μέχρι στιγμής στο 2004, έχουν ανακοινωθεί προτάσεις εξαγορών συνολικής αξίας 350 δισ. δολαρίων – μέγεθος τριπλάσιο από αυτό της αντίστοιχης περιόδου του 2002.

Οι συμφωνίες που συζητήθηκαν στο τριήμερο που προαναφέραμε αφορούσαν μεταξύ άλλων στην προσφορά της North Fork για την ανταγωνιστική της GreenPoint Financial προς 6,3 δισ. δολάρια, καθώς τη μάχη για την κατάκτηση της AT&T Wireless, η οποία τελικώς κατέληξε με αντίτιμο 41 δισ. δολαρίων στην Cingular.

Αυτές οι φιλικές προσφορές όμως χάνονται μπροστά σε ένα κύμα διαφορετικών προτάσεων. Σήμερα βρίσκονται σε εκκρεμότητα οι περισσότερες επιθετικές συμφωνίες εξαγοράς μετά το 1999. Η γαλλική φαρμακοβιομηχανία Aventis προσπαθεί να αποκρούσει την προσφορά της Sanofi- Synthélabo, προσφορά που αποτιμάται στα 54 δισ. δολάρια.

Η ισχυρότερη επίθεση εκδηλώθηκε την περασμένη εβδομάδα, με την καλωδιακή Comcast να προσφέρεται να εξαγοράσει την Walt Disney προς 62 δισ. δολάρια σε μια προσπάθεια δημιουργίας της μεγαλύτερης επιχείρησης μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας στον κόσμο.

Οι επενδυτικοί τραπεζίτες τρίβουν τα χέρια τους, καθώς αυτές οι επιθετικές προσφορές σημαίνουν παχυλά κέρδη. Οι τραπεζίτες περίμεναν εναγωνίως τέτοιες κινήσεις από τους διευθύνοντες συμβούλους μετά την νάρκη της περιόδου από το 2001 μέχρι το 2003, κατά την οποία οι περισσότερες εταιρίες προσπαθούσαν να μαζέψουν τις υπερβολές που είχε δημιουργήσει η χρηματιστηριακή εκτίναξη στα τέλη της δεκαετίας του ’90, και υποχρέωναν τις τράπεζες να μειώσουν το προσωπικό τους και να αναδιοργανώσουν τα τμήματά τους.

Οι επιθετικές εξαγορές συνήθως αποτυγχάνουν και απαιτούν την εμπλοκή περισσότερων ατόμων από άλλες δραστηριότητες, με αποτέλεσμα οι απολαβές να είναι κατά κανόνα μεγάλες για όποια πλευρά πετύχει το στόχο της.

Δεν υπάρχει καθορισμένη πρακτική για το πώς πληρώνονται οι επενδυτικοί τραπεζίτες για τις εργασίες τους στις επιθετικές εξαγορές. Είτε ενορχηστρώνουν την επίθεση, είτε συντονίζουν την άμυνα, τα συμβόλαια καθορίζουν γενικώς μια αμοιβή για την επιτυχημένη προσφορά, ωστόσο πάντα δίνεται και κάποια αμοιβή ανεξαρτήτως αποτελέσματος.

Όταν η Comcast ολοκλήρωσε την επιθετική εξαγορά της AT&T Broadband προς 61 δισ. δολάρια το 2002, η εταιρία πλήρωσε περισσότερα από 110 εκατ. δολαρια τους τραπεζίτες της: 35 εκατ. δολ. στην JP Morgan Chase, 35 εκατ. δολ. στην Merrill Lynch, 40 εκατ. δολ. στην Morgan Stanley και άγνωστο ποσό στην Quadrangle, την ομάδα επενδυτικών τραπεζιτών της οποίας ηγείτο ο Στηβ Ράτνερ.

Η σειρά των προτεινόμενων συμφωνιών καταδεικνύει ότι ορισμένοι διευθύνοντες σύμβουλοι πιστεύουν ότι οι εταιρίες τους –και οι αγορές στις οποίες λειτουργούν- είναι αρκετά δυνατές ώστε να θρέψουν τις εν λόγω ανταλλαγές.

Ο Πωλ Γκιμπς, διευθυντής ερευνών εξαγορών και συγχωνεύσεων της JP Morgan Chase, αναφέρει ότι είναι πολύ πιθανό οι επιθετικές προτάσεις να αυξηθούν και στις δύο όχθες του Ατλαντικού. ”Υπάρχει μεγάλη ζήτηση που δεν έχει εκτονωθεί στα δύο τελευταία χρόνια”, δηλώνει. ”Και οι εταιρίες νοιώθουν αρκετή εμπιστοσύνη ώστε να ανέβουν μερικά σκαλιά και να συναγωνιστούν σε διεθνές επίπεδο”.

Να πούμε εδώ ότι, μέχρι πριν 30 χρόνια, η Morgan Stanley και η Goldman Sachs, οι κορυφαίοι σύμβουλοι εξαγορών και συγχωνεύσεων, περιφρονούσαν την δουλειά των επιθετικών εξαγορών.

Οι επενδυτικοί τραπεζίτες των δύο οίκων ένοιωθαν ότι σε μια επιθετική πρόταση οι συμπεριφορές είναι ανάρμοστες για gentlemen στην καλύτερη περίπτωση και ανήθικες στην χειρότερη περίπτωση. Τότε, όπως και σήμερα, οι εν λόγω συμφωνίες έβριθαν από συγκρούσεις συμφερόντων.

Αλλά το 1974 ο Ρόμπερτ Γκρήνχιλ, ένας φιλόδοξος τραπεζίτης της Morgan Stanley θέλησε να ταράξει τα νερά και συμφώνησε να βοηθήσει την International Nickel να καταθέσει επιθετική πρόταση εξαγοράς στην Electric Storage Battery (ESB), την μεγαλύτερη εταιρία κατασκευής μπαταριών στον κόσμο.

Εκείνη η απόφασή του έδωσε το έναυσμα για μια μακρά αντιπαράθεση ανάμεσα στην Morgan Stanley και την Goldman, την τράπεζα που προσέλαβε η ESB για να στήσει την άμυνά της.

Μετά από εκείνη τη συμφωνία, η Morgan Stanley ανέλαβε τον ρόλο της διεθνούς επενδυτικής τράπεζας για επιθετικές εξαγορές και η Goldman τον αντίστοιχο αμυντικό ρόλο.

Σήμερα, οι επενδυτικοί τραπεζίτες και δικηγόροι που αναλαμβάνουν επιθετικές προσφορές αναφέρουν ότι βοηθιούνται και από τους θεσμικούς επενδυτές, οι οποίοι έχουν γίνει πιο ”ανοιχτοί”.

Ο Μορτ Πιρς, ένας εκ των δύο προέδρων της Dewey Ballantine την οποία προσέλαβε η Disney για να στήσει την άμυνά της έναντι της Comcast, δηλώνει ότι οι επιθετικές προσφορές στις ημέρες έχουν αρκετές πιθανότητες επιτυχίες γιατί οι θεσμικοί επενδυτές ακούν με πιο ανοιχτό μυαλό την προσφορά του επιτιθέμενου, ακόμη κι αν η διοίκηση της εταιρίας που είναι στο στόχο δεν θέλει να την ακούσει καθόλου.

Από το 1980 έχουν εκδηλωθεί και σημαντικές ρυθμιστές αλλαγές που διευκολύνουν τις επιθετικές προσεγγίσεις. Δεν επιτρέπεται πλέον στις εταιρίες-στόχους να γίνονται πολύ δημιουργικές στο στήσιμο της άμυνάς τους. Υφίστανται χρονικούς περιορισμούς και άλλες υποχρεώσεις που τις αναγκάζουν να επιλέξουν τον δρόμο που πραγματικά θα έχει την καλύτερη κατάληξη για τους μετόχους.

Ο πιο ουσιαστικός παράγοντας όμως ο οποίος ωθεί τις εταιρίες να αποδεχτούν επιθετικές προσφορές, είναι εκείνος που έχει μείνει απαράλλαχτος μέσα στον χρόνο: Όταν οι διευθύνοντες σύμβουλοι δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στην επιθυμία των επενδυτών για ανάπτυξη από τις υπάρχουσες επιχειρήσεις, μπαίνουν στον πειρασμό των επιθετικών προσεγγίσεων.

Οι CEOs νοιώθουν εξάλλου σήμερα πιο άνετα με τις επιθετικές εξαγορές, έχοντας περάσει τους διάφορους κύκλους των εξαγορών και συγχωνεύσεων στις τρεις τελευταίες δεκαετίες.

Σε ένα έτος προεδρικών εκλογών, με τους ψηφοφόρους να ανησυχούν για την επιβράδυνση στην δημιουργία θέσεων εργασίας, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε την πιθανότητα να εμπλακούν οι επιθετικές εξαγορές με την πολιτική. Είναι ένας ακόμη κίνδυνος που έχουν να αναλογιστούν οι τραπεζίτες καθώς οι υπερβολές που είχαν ξεχάσει για ένα μεγάλο διάστημα, επιστρέφουν.

Οι καλές εποχές επιστρέφουν και στην Ευρώπη.

Στον σκληρό κόσμο των εξαγορών και συγχωνεύσεων, οι ευρωπαίοι γίνονται εξίσου ανάλγητοι με τους Αμερικανούς συναδέλφους τους. Αν και η εν λόγω δραστηριότητα στην Ευρώπη και την Αγγλία ξεθύμανε την τελευταία δεκαετία, οι προοπτικές για επιθετικές προσεγγίσεις φέτος υπόσχονται πολλά μετά την προσφορά της Sanofi-Synthelabo για την γαλλική Aventis.

Ο Μάικλ Ζαουί, επικεφαλής ευρωπαϊκών εξαγορών και συγχωνεύσεων της Morgan Stanley και σύμβουλος άμυνας της Aventis, αναφέρει ότι η επιθετική συμπεριφορά τείνει να εκδηλώνεται στα αρχικά στάδια του κύκλου συγχωνεύσεων, όταν επιστρέφει η εμπιστοσύνη χάρη στην σταθερότητα της αγοράς κεφαλαίων.

Ο προηγούμενος κύκλος άνθισης για την Ευρώπη εκδηλώθηκε το 1999. Ο όγκος εκτινάχθηκε στα 537 δισ. δολάρια με 10 συμφωνίες αξίας 10 δισ. δολαρίων και πλέον, σύμφωνα με την Thomson Financial και την JP Morgan.

Η Vodafone,η μεγαλύτερη εταιρία κινητής τηλεφωνίας στον κόσμο κατέθεσε επιθετική πρόταση εξαγοράς στην γερμανική ανταγωνιστική της Mannesmann και εκείνη η διακρατική συμφωνία, αξίας 175 δισ. ευρώ, ενέπνευσε άλλες εταιρίες που ακολούθησαν.

Την ίδια χρονιά η Γαλλία γνώρισε την τακτική ”Πάκμαν”, όταν η TotalFina έκανε επιθετική προσφορά αξίας 55 δισ. δολαρίων για την Elf Aquitaine, η οποία με τη σειρά της έκανε επιθετική προσφορά στην TotalFina.

Ο όγκος των συμφωνιών έπεσε κάθετα στα 31 δισ. δολάρια το 2000 μετά την κατάρρευση των τεχνολογικών μετοχών, αλλά αυξήθηκε πέρσι στα 72 δισ. δολάρια, με αποτέλεσμα η εν λόγω χρονιά να γίνει η Νο2 της δεκαετίας σε όγκο επιθετικών εξαγορών και συγχωνεύσεων.

Το ποσοστό ολοκλήρωσης επιθετικών εξαγορών αξίας άνω των 500 εκατ. δολαρίων στην Ευρώπη στα τελευταία 4 χρόνια δεν είναι ξεκάθαρο, καθώς κυμαίνεται από το 15% των συμφωνιών που ολοκληρώθηκαν το 1997 μέχρι το 85% του 1995 και το 69% του 1999.

Αυτή η αποσπασματική εικόνα αποτυπώνει το συναίσθημα των επενδυτών, πολλοί των οποίων θεωρούν τις επιθετικές προσφορές ακριβές, επικίνδυνες και χρονοβόρες. Σε κάποιους εξάλλου έχει μείνει ακόμη ο φόβος της ”φούσκας”, όταν οι εταιρίες πλήρωσαν υπέρογκα ποσά για εξαγορές και υποχρεώθηκαν στη συνέχεια να διαλύσουν ογκώδεις συμφωνίες.

Αλλά το επενδυτικό συναίσθημα αρχίζει πάλι να... τουμπάρει. Τα μεγάλα χρηματιστήρια έχουν ανακάμψει σε μέσο όρο 50% από τον περασμένο Μάρτιο, η ρευστότητα έχει βελτιωθεί και τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά.

”Οι εταιρίες νοιώθουν πιο άνετα με τις αποτιμήσεις τους και, όταν οι στόχοι αντιστέκονται σε μια προσέγγιση, τότε οι πλειοδότες αρπάζουν την ευκαιρία και γίνονται επιθετικοί”, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πωλ Γκιμπς, αναλυτής εξαγορών και συγχωνεύσεων της JP Morgan.

© The Financial Times Limited 2004. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v
Απόρρητο