Θέλουμε πραγματικά τις τράπεζες του 1970;

"Να προσέχεις τι εύχεσαι" λέει ένα γνωστό ρητό. Και επειδή πολλοί ζητούν οι τράπεζες να γυρίσουν στις "έντιμες" μέρες του παρελθόντος, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ακριβώς τι γινόταν τότε.

  • David Lascelles*
Θέλουμε πραγματικά τις τράπεζες του 1970;
Σε καιρούς κρίσης, υπάρχει η τάση να αναζητούνται λύσεις του παρελθόντος, απλώς επειδή τότε τα πράγματα έμοιαζαν καλύτερα.

Αυτό γίνεται τώρα και στον τραπεζικό κλάδο. Ο κόσμος συζητά για την ανάγκη να επιστρέψουμε στην εποχή όπου ο τραπεζικός κλάδος ήταν… βαρετός, να απλοποιήσουμε τις δομές των τραπεζών, να ξαναχτίσουμε τα πρότυπα του επαγγέλματος και να ανακτήσουμε την προσωπική επαφή που κάποτε έδενε τους τραπεζικούς με τους πελάτες τους.

Δεν είναι απλώς η λαχτάρα να επιστρέψουμε στη... χρυσή εποχή. Είναι η κινητήριος δύναμη πίσω από τα σχέδια μεταρρύθμισης των κανόνων και της επαγγελματικής πειθαρχίας του κλάδου.

Μισό λεπτό, όμως, για ποια ακριβώς «χρυσή εποχή» μιλάμε; Για εκείνη όπου οι γιλεκοφόροι διευθυντές των τραπεζών μας καλωσόριζαν σε πολυτελή γραφεία από μαόνι για μία φιλική συζήτηση ως προς την υπερανάληψη του λογαριασμού; Αν ναι…, τότε καλύτερα να το ξεχάσουμε.

Εκείνη την εποχή ήταν τυχερός όποιος είχε τραπεζικό λογαριασμό, πόσο μάλλον δυνατότητα υπερανάληψης. Και εάν δεν μπορούσες να βρεις τον διευθυντή της τράπεζας μέχρι τις 15:00, τότε έχανες όλη τη μέρα. Ή μήπως θεωρούμε ότι η «χρυσή εποχή» ήταν εκείνη κατά την οποία ο αρμόδιος τραπεζικός υπάλληλος ανέβαλε το ζωτικής σημασίας επιχειρηματικό σας δάνειο επειδή προέβλεπε ότι μπορεί να εμφανιζόταν κάτι καλύτερο; Μάλλον όχι.

Εκείνες τις μέρες της εντιμότητας, ο διευθυντής μιας τράπεζας αξιολογούταν βάσει της δυνατότητάς του να εισπράττει τα χρήματα της τράπεζας, όχι για την ανάπτυξη business.

Ίσως να ήταν όντως η εποχή κατά την οποία ο τραπεζικός διευθυντής αντιμετώπιζε ανοιχτά και δίκαια τους πελάτες του. Εάν ίσχυε αυτό όμως, σήμερα, πώς θα εξηγούσε ο τραπεζικός το γεγονός ότι προσωπικά έβαλε στην τσέπη τις προμήθειες των προϊόντων που σου πούλησε, όπως η ασφάλεια του δανείου (για την οποία δεν σε ενημέρωσε) ή ότι μία φορά στο τρίμηνο υπολόγιζε τις προμήθειες για την τράπεζα από τον δικό σου λογαριασμό -και πάλι χωρίς να σε ενημερώσει- και χωρίς να σου δώσει κατάλογο των χρεώσεων;

Γεγονός είναι ότι τότε υπήρχαν επαγγελματικά πρότυπα. Εκείνη την εποχή τα τραπεζικά ιδρύματα διενεργούσαν εξετάσεις. Όποιος τραπεζικός δεν τις περνούσε δεν μπορούσε να τρέφει φιλοδοξίες αναρρίχησης στην ιεραρχία. Ενώ, όμως, οι τράπεζες είχαν υπό έλεγχο τα θέματα ηθικής, ήταν ιδιοτελείς και εσωστρεφείς. Ναυάγησαν από δικό τους λάθος και αναγκάστηκαν να επαναδομηθούν ως πάροχοι επαγγελματικών προσόντων.

Μπορώ να συνεχίσω. Το θέμα, όμως, είναι ότι εκείνη την εποχή ο τραπεζικός κλάδος ήταν σταθερός επειδή έπαιζε με κανόνες που ήταν αποδεκτοί στον σύγχρονο κόσμο. Το πολύ καλά προστατευόμενο status του τραπεζικού κλάδου ενθάρρυνε μία νοοτροπία εφησυχασμού, βάσει της οποίας τα συμφέροντα του πελάτη ήταν κάπως κατώτερα από τα συμφέροντα της ίδιας της τράπεζας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η τάση ήταν ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση από ό,τι σήμερα: το ζητούμενο τότε ήταν η απορρύθμιση των πιστωτικών ιδρυμάτων επειδή κρίθηκε ότι παραήταν… βαρετά.

Το ερώτημα είναι εάν είναι εφικτό να εξαγάγουμε μόνο τα καλά στοιχεία εκείνης της περιόδου και να τα εντάξουμε στο σημερινό περιβάλλον. Αυτός φαίνεται πως είναι ο στόχος των μεταρρυθμίσεων που προετοιμάζει ο Sir David Walker για την Barclays.

Αδιαμφισβήτητα θα ήταν καλό να υπάρχει μεγαλύτερη προσωπική επαφή μεταξύ τραπεζιτών και πελατών. Τα στοιχεία, όμως, μιλούν από μόνα τους. Το 1970 υπήρχαν 20.000 τραπεζικά υποκαταστήματα για κάθε 10 εκατ. πελάτες. Σήμερα, ο αριθμός των υποκαταστημάτων έχει μειωθεί κατά το ήμισυ για τον ίδιο αριθμό πελατών. Είναι αδύνατον να παίξει ουσιαστικό ρόλο η προσωπική επαφή.

Κανείς δεν αντιλέγει επίσης ότι θα ήταν καλό οι τραπεζίτες να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους απελευθερωμένοι από το καθήκον επίτευξης συγκεκριμένων στόχων κερδοφορίας. Όμως, ο μόνος λόγος για τον οποίο ο τραπεζίτης του παρελθόντος δεν είχε αυτό το άγχος είναι επειδή τότε τα κέρδη των τραπεζών ήταν μυστικά. Κατά συνέπεια, δεν είχε σημασία. Δεδομένου ότι είναι αδύνατον να επιστρέψουμε σε εκείνη την εποχή της ευδαιμονίας, καταλήγω στο ότι είναι ανέφικτο να αρθεί από τους τραπεζικούς η πίεση για πωλήσεις, αν και θεωρώ ότι μπορεί να γίνει καλύτερη διαχείριση του θέματος.

Τέλος, η επιβολή ενός σαφούς και εφαρμόσιμου κώδικα δεοντολογίας μπορεί πράγματι να βοηθήσει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στον τραπεζικό τομέα. Αμφιβάλλω όμως, εάν ένα τέτοιο μέτρο θα ήταν αποτελεσματικό, για άλλους λόγους.

Εάν οι προτάσεις της επιτροπής Vickers για προάσπιση της «βαρετής» τραπεζικής προχωρήσουν, θα καταλήξουμε σε καμιά δεκαριά καλά προστατευμένες μεγάλες τράπεζες με μέτρια κερδοφορία και ασφαλείς, με την έννοια ότι όλοι θα γνωρίζουν πως δεν θα επιτραπεί η κατάρρευσή τους.

Θα έχουμε, όμως, έτσι καλύτερες τράπεζες ή μήπως θα επιστρέψει η αλαζονεία του παρελθόντος; Πολύ φοβάμαι ότι θα ισχύσει το δεύτερο. Γι' αυτόν τον λόγο πιστεύω ότι πρέπει να ξεχάσουμε το παρελθόν και να στραφούμε στη σημερινή εμπορική πραγματικότητα.

*Ο David Lascelles είναι συγγραφέας του βιβλίου "Other People’s Money".
© The Financial Times Limited 2012. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v
Απόρρητο