Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Αυτό το κινεζικό απόφθεγμα είναι σχετικά νέας εσοδείας. Αποτελεί παράφραση της δήλωσης του Ντενγκ Χσιάο Πινγκ «είναι ένδοξο να γίνεσαι πλούσιος», που σηματοδότησε πριν από τρεις δεκαετίες την εντυπωσιακή στροφή της Κίνας προς τη δική της απολυταρχική «έκδοση» του καπιταλισμού.

Στη συγκεκριμένη φράση συμπυκνώνεται, κατά την άποψή μου, η συμβολική ρίζα του σημερινού κακού σε Δύση και Ανατολή. Στην εποχή μας όχι μόνον η δόξα αλλά και η απλή επιτυχία είναι συνυφασμένη με το χρήμα.

Στην αποθέωση του χρήματος, ως μέσου κοινωνικής καταξίωσης και συναγωνισμού, αλλά και στην κυριαρχία του μανιώδους καταναλωτισμού θα πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια για την έξαρση της «απληστίας», που τελικά κατάφερε το μεγαλύτερο πλήγμα των τελευταίων 80 ετών στο καπιταλιστικό σύστημα του Δυτικού Κόσμου.

Αλλά κι ο γιατρός που κοιτάει την τσέπη του κι όχι τον ασθενή, ο δικηγόρος που μπλέκει σε δίκες των πελάτη του για περισσότερα έσοδα, το συνεργείο που βγάζει ανύπαρκτες ζημιές, ο πολιτικός μηχανικός που «τα παίρνει» στην πολεοδομία κι ο μιζαδόρος πολιτικός δεν είναι παρά υποπροϊόντα της ακόμη χειρότερης εφαρμογής που είχε το συγκεκριμένο πρότυπο στη χώρα μας. Διότι στην Ελλάδα διαστρεβλώθηκε προς το χειρότερο. Το χρήμα ήταν δόξα, χωρίς αγωνίες για το… «πόθεν έσχες».

Σε διεθνές επίπεδο, με την κυριαρχία αυτού του προτύπου θα πρέπει να συνδεθούν φαινόμενα όπως η πλημμυρίδα των χρηματοοικονομικών «παραγώγων προϊόντων» και η σχεδόν πλήρης αποσύνδεση της συσσώρευσης πλούτου από τη διαδικασία παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών, με «κοινωνική» χρησιμότητα.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ίδια η έννοια της υλικής «δημιουργίας» έτεινε να υποκατασταθεί από τη «λογιστική» δημιουργία άυλων κερδών μέσω ηλεκτρονικού χρήματος, προς όφελος κυρίως των υπερβολικά πλουσίων, χωρίς ενδοιασμούς για τις συνέπειες αυτής της κερδοφορίας.

Η επίδραση όμως του προτύπου δεν σταματά στην αμιγώς οικονομική δραστηριότητα. Είχε και έχει εξαιρετικά σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές επιδράσεις.

Η κυριαρχία της άποψης ότι μέσα από το ατομικό συμφέρον διασφαλίζεται ντετερμινιστικά και το κοινωνικό συμφέρον, ότι «οι αγορές αυτορρυθμίζονται» κι ότι η πραγματική «Δημοκρατία» είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ελεύθερη (ή μήπως ασύδοτη;) αγορά αποτελεί μία ακόμη έκφανση αυτού του προτύπου, με την άλλη όψη του να εκφράζεται από τα διαρκώς αυξανόμενα κρούσματα διαπλοκής, χρηματισμού και παράνομου πλουτισμού «επιφανών» πολιτικών στο διεθνές σκηνικό.

Ο άναρχος τρόπος με τον οποίο εκτυλίχθηκε η περίφημη «παγκοσμιοποίηση», εις βάρος της δυνατότητας των κρατών να φορολογούν τους πλούσιους πολίτες, αλλά και εις βάρος της ίδιας της μεσαίας τάξης των δυτικών κοινωνιών, δεν ήταν παρά μια αναμενόμενη συνέπεια.

Ώσπου η χρηματοοικονομική απληστία αναδείχθηκε, μέσω της κρίσης του 2008 και της επακόλουθης κρίσης κρατικών χρεών, σε αχίλλειο πτέρνα του όλου οικοδομήματος. Ανατρέποντας αργά, αλλά σταθερά τις ταξικές ισορροπίες που απαιτεί η λειτουργία των δημοκρατιών «δυτικού τύπου».

Το χρονικό διάστημα της κρίσης δεν αρκεί βεβαίως για την αποκαθήλωση ενός προτύπου που καλλιεργήθηκε επί δεκαετίες. Ιδίως όταν όσοι επωφελήθηκαν τα μέγιστα από την καθιέρωσή του ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό το υπεροικοδόμημα των σημερινών κοινωνιών, αλλά και τις διεργασίες της παγκοσμιοποίησης.

Η αρχή όμως έχει γίνει. Κάποιοι κάνουν τις σωστές ερωτήσεις και μέσω των πρωτόγνωρων δυνατοτήτων που δίνουν τα σύγχρονα επικοινωνιακά μέσα η κοινωνία «ακούει» και «ψάχνει» τις απαντήσεις.

Προσωπική μου άποψη είναι ότι δεν απέχει πάρα πολύ η στιγμή κατά την οποία ο θεμέλιος λίθος της αστικής δημοκρατίας, η μεσαία τάξη, θα αναμετρηθεί με την οικονομική ισχύ των ελαχίστων.

Ο καταλύτης που ακόμη λείπει είναι η ιδεολογική θεμελίωση ενός εναλλακτικού κοινωνικοοικονομικού μοντέλου που θα δίνει πειστικές απαντήσεις στα σημερινά κι όχι στα χθεσινά προβλήματα, προσφέροντας ίσως και το επόμενο κυρίαρχο πρότυπο.

Η ανακατανομή του πλούτου και ο ρόλος των κοινωνιών στη ρύθμιση της οικονομικής δραστηριότητας θα είναι κατά τη γνώμη μου στον πυρήνα της αναζήτησης αυτού του νέου μοντέλου.

Αυτήν τη φορά, όμως, η λύση δεν γίνεται να δοθεί σε εθνικό επίπεδο. Η καθιέρωση της παγκοσμιοποίησης, με όποιο τρόπο κι αν αυτή έγινε, καθιστά απαρχαιωμένη οποιαδήποτε θεωρητική προσέγγιση κινείται σε αυστηρά εθνικό πλαίσιο, όπως φαίνεται ξεκάθαρα κι από τις εκ προοιμίου καταδικασμένες προσπάθειες του κ. Ολάντ να επιβάλει καθεστώς υψηλότατης φορολογίας (έστω και για λίγα χρόνια) στους πολύ πλούσιους Γάλλους.

Η εξέλιξη προς ένα αποτελεσματικότερο μοντέλο λειτουργίας της κοινωνίας θα κριθεί εν τέλει όχι από ένα οποιοδήποτε εκλογικό σώμα, αλλά από τη δυνατότητα των δημοκρατικών εθνών, υπό την πίεση των πολιτών τους, να στρατευθούν συλλογικά στην ίδια κατεύθυνση.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω ποιες εκπλήξεις θα βγουν από το σημερινό Eurogroup, ούτε από την ξαφνική επίσκεψη της Άγκελα Μέρκελ στην όμορφη χώρα μας. Πιστεύω όμως ότι ασθενούσα η Ελλάδα κινδυνεύει να αφήσει σύντομα την τελευταία της πνοή στο… ασθενοφόρο!

Αιτία το συνεχές… μποτιλιάρισμα στον δρόμο προς την πολυπόθητη «λύση». Μποτιλιάρισμα που προξενείται από τα αντικρουόμενα πολιτικοοικονομικά συμφέροντα μεταξύ του ΔΝΤ και της Ε.Ε., μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ίδιας της Ε.Ε., δηλαδή της Κομισιόν και της ΕΚΤ, αλλά και μεταξύ των χωρών μελών της, στο πλαίσιο του αυξανόμενου διχασμού Βορείων και Νοτίων.

Οι μέχρι τώρα πληροφορίες συγκλίνουν στα εξής: Η Γερμανία θέλει χρόνο προκειμένου να εξετάσει την περίπτωση της Ελλάδας στο πλαίσιο μιας συνολικότερης «λύσης», που θα αφορά τον ευρωπαϊκό Νότο. Κι αυτό ακούγεται καλό.

Την ίδια ώρα, όμως, εκτροχιάζει τη «συνολική λύση» της… προηγούμενης Συνόδου Κορυφής, που αφορούσε την ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση, αλλά και τον τρόπο διάσωσης των ισπανικών τραπεζών. Κι αυτό δεν είναι καθόλου καλό.

Όλα αυτά, δε, συμβαίνουν ενώ όχι μόνο το ΔΝΤ αλλά και σειρά διεθνών οίκων και οργανισμών εκτιμούν ότι το ελληνικό χρέος, ως έχει και υφίσταται, είναι «μη βιώσιμο», ή σε απλά ελληνικά ότι χωρίς νέα αναδιάρθρωση (που μπορεί να λάβει διάφορες μορφές) το πρόγραμμα της τρόικας «δε βγαίνει».

Πρόκειται για διαπίστωση που δημιουργεί ελπίδες ότι θα υπάρξει στο μέλλον μια νέα μείωση του ελληνικού χρέους. Προς το παρόν, όμως, σκοντάφτει σε μια σειρά γεγονότα.

Πρώτον, το ΔΝΤ μιλά εκ του ασφαλούς, διότι το ίδιο δεν «κουρεύει» ποτέ τα δάνειά του. Δεύτερον, η ΕΚΤ δεν προτίθεται να αποδεχτεί «κούρεμα» σε ομόλογα που κατέχει. Και τρίτον, οποιαδήποτε σκέψη ότι οι Γερμανοί θα μπορούσαν να αποδεχτούν αναδιάρθρωση των δικών τους δανείων, έως ότου γίνουν οι εκλογές τους, σήμερα φαίνεται να ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας!

Υπό αυτές τις συνθήκες, η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να συμφωνήσει με την τρόικα μια νέα σειρά ξεκάθαρα υφεσιακά μέτρα δικαιολογείται μόνον στο πλαίσιο της πολιτικής διελκυστίνδας που διεξάγεται. Η Ελλάδα γίνεται «καλό παιδί» μήπως και φάει το «γλυκό» της από τους «μεγάλους».

Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος, που αφορά τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό της χώρας μας.

Οι συνεχείς καθυστερήσεις στον προσδιορισμό του σκληρού «πακέτου», που δημιουργούν ακατάπαυστη «μετρολογία», κι οι αλλαγές των (πιθανολογούμενων) ημερομηνιών ως προς την καταβολή της δόσης, πολύ δε περισσότερο οι πληροφορίες που πυκνώνουν ότι η δόση θα καθυστερήσει, ίσως και να περάσει τα όρια του έτους, επιδεινώνουν το ήδη χείριστο κλίμα στην πραγματική οικονομία και στην κοινωνία.

Επιπρόσθετα, το ενδεχόμενο να επιβιώσει η τρέχουσα κυβέρνηση από την προσπάθεια ψήφισης αυτών των μέτρων, χωρίς κάποιου είδους αντιπαροχή, εκ μέρους των δανειστών μας, είναι αν μη τι άλλο συζητήσιμο.

Ακόμη όμως κι αν η κυβέρνηση περάσει με μικρές απώλειες τα νέα μέτρα, έγκυροι παράγοντες της αγοράς διατηρούν ζωηρές αμφιβολίες για το κατά πόσον είναι δυνατή η εφαρμογή τους χωρίς πολιτική και κοινωνική έκρηξη, εάν δεν δοθεί χειροπιαστή ελπίδα για καλύτερες μέρες από το εξωτερικό.

Οι προβλέψεις για την ύφεση στην Ελλάδα το 2013 ξεκινούν από το μάλλον υπεραισιόδοξο 3,8% της κυβέρνησης, περνούν στο 5% της ίδιας της τρόικας - και φτάνουν στο… 10% του ΑΕΠ που προέβλεψε τελευταία η Citigroup.

Εάν θυμηθούμε ότι οι επίσημες προβλέψεις για το 2012 ήταν στην περιοχή του 3,5% και η πραγματική ύφεση οδεύει προς το… 7%, είναι ολοφάνερο ότι οι συνέπειες για την πραγματική οικονομία, τις επιχειρήσεις και την κατανάλωση, που έχουν ήδη καταρρακωθεί τα προηγούμενα χρόνια, θα είναι ολέθριες.

Με τα πρώτα δείγματα να γίνονται απολύτως ορατά το αργότερο μέσα στους πρώτους μήνες του ερχόμενου έτους.

Κατά συνέπεια, άσχετα από τις επιθυμίες της Γερμανίας, ή όποιου άλλου, η ανάγκη μιας συνολικής «λύσης» για την Ελλάδα λαμβάνει μέρα με τη μέρα όλο και πιο επείγοντα χαρακτήρα, καθώς τα σημάδια ότι η κατάσταση κινδυνεύει να ξεφύγει από κάθε έλεγχο γίνονται όλο και περισσότερο ξεκάθαρα σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.

Το ερώτημα είναι πόσος χρόνος απομένει.

Κατά την άποψή μου, όχι πολύς.
Προ ολίγων ημερών, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών δήλωσε πρακτικά ότι αδυνατεί να συμβάλει περαιτέρω στη μείωση των τιμών. Η συζήτηση βέβαια άνοιξε από το γεγονός ότι είμαστε ίσως η μοναδική χώρα στα χρονικά που με ύφεση της τάξεως του 7% σε ετήσια βάση βλέπει τον τιμάριθμο να διατηρεί ανοδική πορεία!

Ο πρόεδρος των βιομηχάνων είχε αρκετά επιχειρήματα να παραθέσει υπέρ της άποψής του: τις συνεχείς επιβαρύνσεις στην ενέργεια, το χαράτσι στα (παραγωγικά) ακίνητα, την αύξηση των φόρων και του ΦΠΑ, το αυξημένο κόστος δανεισμού, τη μείωση του χρόνου πληρωμής σε ξένους προμηθευτές και βεβαίως το γεγονός ότι οι περισσότερες πρώτες ύλες είναι εισαγόμενες και άρα δεν επηρεάζονται από την εντός των τειχών κρίση.

Δεν παρέλειψε δε να αναφέρει τα συνήθη (και απολύτως δικαιολογημένα) παράπονα του ΣΕΒ περί ρυθμιστικών και διοικητικών εμποδίων, χαμηλού επιπέδου υποδομών κ.λπ.

Ο ίδιος υποστήριξε μάλιστα -και δεν είναι η πρώτη φορά- ότι η συμπίεση του εργατικού κόστους δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα μείωσης στις τιμές. Κάτι που ισχύει, τουλάχιστον στους τομείς που είναι «εντάσεως κεφαλαίου».

Αυτά βεβαίως δεν αποτυπώνουν πλήρως την πραγματικότητα. Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν:

-Το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς και τα συχνότατα «ολιγοπώλια» οδηγούν στον σχηματισμό «καρτέλ» που εν τέλει ελέγχουν την πορεία των τιμών στην αγορά, ιδίως όταν αυτά συνδέονται με το κύκλωμα της χονδρεμπορικής πώλησης.

-Το μικρό σχετικά μέγεθος των ελληνικών επιχειρηματικών μονάδων, είτε πρόκειται για βιομηχανίες είτε για καταστήματα λιανικής, δεν επιτρέπει «οικονομίες κλίμακας», επιβαρύνοντας το κόστος.

-Το κόστος επιβαρύνεται επίσης από τη συχνή έλλειψη επαρκούς οργάνωσης και ιδίως από την περιορισμένη κατά κανόνα χρήση σύγχρονων μεθόδων, που αξιοποιούν την τεχνολογία για την αύξηση της αποτελεσματικότητας.

-Τέλος, δυσμενής παράγοντας, ακόμη και σήμερα, είναι η μειωμένη καταναλωτική συνείδηση του Έλληνα, η οποία πάντως περιορίζεται ολοένα και περισσότερο από τις περιστάσεις.

Όλοι οι παραπάνω παράγοντες είναι ασφαλώς εις γνώσιν της τρόικας. Το αντίθετο θα ήταν παράλογο μετά από 2,5 χρόνια εμπειρίας στη χώρα μας. Κι όμως, η τρόικα από τη μία επιμένει ότι το «μοναδιαίο κόστος εργασίας» πρέπει να μειωθεί για να γίνει η Ελλάδα ανταγωνιστική κι από την άλλη ενθαρρύνει την αύξηση άλλων συντελεστών κόστους, όπως η ενέργεια...

Αυτή η φαινομενική διπλωπία της τρόικας έχει την εξήγησή της. Ο στόχος της είναι διπλός: Αφενός να μειωθεί το έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό κι αφετέρου να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό. Στο πλαίσιο αυτό, για παράδειγμα, η αύξηση του ΦΠΑ (που επιβαρύνει την τιμή για τον καταναλωτή στην Ελλάδα) δεν ενδιαφέρει, στον βαθμό που αυξάνει τα έσοδα του κράτους. Τουναντίον, συμβάλλει στη μείωση της αγοραστικής «δύναμης» και άρα στον περιορισμό της «εσωτερικής κατανάλωσης».

Αλλά κι όπου συγκρούονται οι δύο στόχοι, όπως συμβαίνει π.χ. με τις επιβαρύνσεις στο κόστος ενέργειας, είναι σαφές ως τώρα ότι ο πρώτος στόχος (μείωση του ελλείμματος) υπερτερεί του δεύτερου (διεθνής ανταγωνιστικότητα), καθώς η ψαλίδα στο εμπορικό ισοζύγιο μειώνεται ούτως ή άλλως εξαιτίας της αναγκαστικής μείωσης εισαγωγών που επιφέρει ο περιορισμός της κατανάλωσης

Η «παρενέργεια» είναι ότι αυτός ο διπλός στόχος της μείωσης του κρατικού ελλείμματος και του εμπορικού ελλείμματος, με τη μεθοδολογία που ακολουθείται, συνθλίβει ανηλεώς το βιοτικό επίπεδο του μέσου Έλληνα.

«Το ζούμε και το καταλαβαίνουμε», θα πείτε. Ναι, θα απαντήσω, όμως δεν το έχουμε ζήσει ακόμη σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Αν δεν αλλάξουν οι προδιαγραφές του σχεδίου, έπεται σκληρότερη συνέχεια.

Δυστυχώς, η ανατροπή του σχεδίου «εσωτερικής υποτίμησης» που συνεχίζει να υλοποιείται προϋποθέτει πολύ περισσότερο χρόνο -άρα και χρήμα- για τη στήριξη της Ελλάδας. Και πολύ πιο σύνθετες διαδικασίες «προσαρμογής στα ευρωπαϊκά δεδομένα» από αυτές που ακολουθούνται ως σήμερα, με επενδύσεις στην παιδεία, την οργάνωση του κράτους, τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου κ.λπ.

Ίσως στο προσεχές διάστημα να υπάρξει κάποια μεταβολή των πολύ δυσμενών εξωτερικών συνθηκών, προς όφελος της κοινωνίας μας, καθώς σταδιακά αποτιμάται ορθότερα ο κίνδυνος γενικότερης αποσταθεροποίησης (οικονομικής και γεωπολιτικής) που θα μπορούσε να προκαλέσει μια «αποτυχία» στην Ελλάδα, με πρώτο βέβαια θύμα την ίδια τη χώρα.

Εκεί εναποθέτω πλέον σχεδόν όλες τις ελπίδες μου για τη διάσωση όχι μόνο των πιο αδύναμων οικονομικά στρωμάτων, αλλά και αυτών που γνωρίσαμε ως μέση «αστική» τάξη στη χώρα μας.
Πολύ θα μιλήσουν για κακό ή και «ύποπτο» timing. Και δεν θα έχουν άδικo. Το γεγονός ότι το κυρίαρχο ως τώρα «σύστημα» της χώρας δείχνει να… ξεκατινιάζεται ανηλεώς ούτε ανεξήγητο είναι, ούτε βέβαια και τυχαίο.

Όμως, η πιο σημαντική -επί της ουσίας- «σύμπτωση» είναι ότι αυτή η σφαγή «αδελφών» ή έστω «συγγενών», εντός του συστήματος, σημειώνεται σε μια περίοδο όπου, ενώ το ίδιο βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, εξακολουθεί να πλήττει τους αδύναμους, τους εύκολους στόχους, παρασυρόμενο από την ολέθρια δυναμική της κατεστημένης «αντίληψής» του.

Όταν την ίδια ώρα που πλήττονται βάναυσα μισθωτοί, συνταξιούχοι, πολύτεκνοι και χαμηλόμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι (όπως οι ένστολοι) κυκλοφορούν λίστες «ύποπτων» εν ενεργεία πολιτικών, σημειώνεται ανοικτή σύρραξη περί προνομίων μεταξύ βουλευτών και δικαστικών κι αποκαλύπτεται περίτρανα η ισχύς και η διαπλοκή του χρήματος σε καραμπινάτες περιπτώσεις όπως αυτή του περίφημου πλέον κ. Καρούζου, κι αρκετών άλλων, είναι ξεκάθαρο ότι η κατάσταση τείνει να ξεφύγει.

Δεν είναι βεβαίως τυχαίο ότι η υπεράνω του νόμου αγαστή συνεργασία διαφόρων διαπλεκόμενων πλευρών έχει διαταραχτεί και εξελίσσεται βαθμηδόν σε ανοικτή διαμάχη.

Ενώ οι απλοί άνθρωποι πασχίζουν για την επιβίωση μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα της κρίσης, διάφοροι ισχυροί παράγοντες της προηγούμενης εποχής, της εποχής της επίπλαστης ευφορίας, στον πολιτικό χώρο, στον οικονομικό χώρο, ακόμη και στον παραπαίοντα τομέα των media, διαγκωνίζονται για τη δική τους «επιβίωση».

Σχεδόν όλοι αντιλαμβάνονται ότι από τη μεγάλη κρίση που ζούμε θα προκύψει, με πολύ πόνο, μια νέα κατάσταση των πραγμάτων. Γνωρίζουν, επίσης, ότι η νέα κατάσταση -όπως και αν διαμορφωθεί- δεν θα έχει χώρο για όλους.

Αν στο παρελθόν ο «καυγάς» ήταν για το μοίρασμα της πίτας, γύρω απ' το τραπέζι, τώρα είναι για το ποιοι θα μείνουν στο -πολύ μικρότερο- τραπέζι. Γι' αυτό και είναι πολύ σκληρότερος. Γι' αυτό και τείνει πλέον να ξεφύγει από τα όρια που υπήρχαν στο παρελθόν. Τότε υπήρχε προσοχή να μην… καεί ή πίτα. Τώρα «ας πάει και το παλιάμπελο».

Καλώς ή κακώς, όμως, υπάρχουν μεγάλες παρενέργειες. Το σύστημα της διαπλοκής, της συναλλαγής, του εύκολου πλουτισμού και του «μαζί τα τρώγαμε» εισχώρησε βαθιά στους μηχανισμούς που «λειτουργούν» την κοινωνία μας.

Σκεφθείτε το σαν ένα σύνολο από «ξενιστές» που ζούσαν ενσωματωμένοι στον οργανισμό της κοινωνίας μας και απομυζούσαν το νευρικό της σύστημα. Την πολιτική, το κράτος, την οικονομική δραστηριότητα.

Τώρα αυτό το σύνολο διασπάται, ένα μέρος του χαροπαλεύει, ενώ ένα άλλο δείχνει έτοιμο να μεταλλαχθεί, προσπαθώντας να δημιουργήσει -και να επιβάλει- τις δικές του «συνθήκες» για την επόμενη μέρα.

Ο φέροντας οργανισμός, όμως, το υγιές κομμάτι της κοινωνίας, της πολιτικής, της οικονομίας, εξακολουθεί να βρίσκεται στο περιθώριο αυτής της διαδικασίας. Δεν έχει ακόμη αναπτύξει αντισώματα, ώστε να απαλλαγεί από το καρκίνωμα.

Τουναντίον, αντιλαμβάνεται αυτήν τη διάσπαση ως μια σειρά από «σοκ» που εξασθενούν ακόμη περισσότερο τα κύτταρά του. Κι οδηγούν στη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, στην πλήρη «απονομιμοποίηση» των θεσμών, στην ολοσχερή απαξίωση της πολιτικής.

Με άλλα λόγια, αν στην πολιτική, στην οικονομία, στην κοινωνία την ίδια, δεν πάρουν -σύντομα- την πρωτοβουλία υγιείς δυνάμεις, αυτή η διαπάλη μεταξύ των συστατικών του άρρωστου συστήματος, που έφερε την Ελλάδα στο χείλος της καταστροφής, είναι πιθανόν ότι δεν θα οδηγήσει σε κάτι καλύτερο, αλλά σε μια ακόμη χειρότερη κατάσταση.
Εδώ και αρκετό διάστημα απασχολεί την επικαιρότητα η παρέμβαση Παυλόπουλου για τις μεγάλες αγορές ελληνικών ομολόγων από εγχώρια συμφέροντα στο διάστημα πριν αλλά και κατόπιν της υπογραφής του Μνημονίου, τον Μάιο του 2010 και καθ όλο το διάστημα έως το κούρεμα τους στα πλαίσια του γνωστού PSI.

Δεν θα σας κουράσω με τις δημόσιες ανταλλαγές επιστολών μεταξύ του βουλευτή της ΝΔ και της Τ.τ.Ε, διότι το μόνο που αλλάζει είναι ορισμένοι αριθμοί. Η τάση που αποτυπώνουν είναι η ίδια:

Από το 2009 και μετά, η έκθεση εγχώριων συμφερόντων σε ελληνικά ομόλογα παρουσίασε εντυπωσιακά αυξητική τάση, για να εκτοξευθεί κυριολεκτικά την περίοδο πριν την υπογραφή του Μνημονίου, αλλά και κατόπιν αυτής.

Όπως παρουσίασε σε αναλυτικό θέμα του χθες το Euro2day.gr η εκτιμώμενη ζημία των ελληνικών τραπεζών από αυτή την υπέρ-έκθεση υπολογίζεται σε 16 δισ. ευρώ, μια ζημία που τώρα θα επωμιστεί το κράτος (δηλαδή εμείς οι φορολογούμενοι) εις βάρος όμως και των μετόχων των τραπεζών, που θα δουν τη συμμετοχή τους να εκμηδενίζεται.

Αντίστοιχα στοιχεία, υπάρχουν και για άλλες κατηγορίες «επενδυτών» είτε πρόκειται για Ασφαλιστικά Ταμεία, είτε και για απλούς ιδιώτες επενδυτές, που παρασύρθηκαν σε αγορές κρατικών τίτλων.

Το «ολοκαύτωμα» όμως έχει συντελεστεί από εκείνους που καθοδήγησαν «πολιτικά» τις τράπεζες (ιδίως στην περίπτωση κρατικών τραπεζών) αλλά και τα Ταμεία, να αυξήσουν δραματικά τις θέσεις τους σε ελληνικά ομόλογα, οδηγώντας τα οικονομικά τους σε μερική ή ολική καταστροφή.

Θα ήταν υποκρισία να υποστηρίξουμε ότι σε μια περίοδο όπως αυτή του τέλους του 2009 ή των αρχών του 2010, κάποιοι τραπεζίτες, ή διοικητές Ταμείων, θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε πωλήσεις ελληνικών ομολόγων. Το πιθανότερο είναι ότι οι υπεύθυνοι θα… «σταυρώνονταν» δημοσίως.

Το ερώτημα όμως είναι αν υπήρχαν σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας για το μεγαλεπήβολο εγχείρημα στήριξης των ελληνικών ομολόγων και του υπέρογκου κρατικού δανεισμού, όπως αυτό που έλαβε χώρα το 2009 και το 2010, εκ μέρους των τραπεζών και των Ταμείων.

Η απάντηση, χωρίς να είναι κάποιος «εκ των υστέρων προφήτης» είναι πώς όχι. Το εγχείρημα της στήριξης ήταν εκ προοιμίου αποτυχημένο, διότι αυτό έδειχναν με απόλυτη ψυχρότητα, οι αριθμοί!

Στο τέλος του 2008, ο εγχώριος τομέας συνολικά διέθετε περίπου το 20% του συνολικού ελληνικού χρέους σε ομόλογα. Στο τέλος του 2009, κατείχε κάτι παραπάνω από 22% και τον Απρίλιο του 2010 έφτασε να κατέχει κάτι παραπάνω από το 28%, αγοράζοντας αρκετά δισεκατομμύρια απ ευθείας από το κράτος.

Για όποιον γνωρίζει όμως πως λειτουργούν οι αγορές, όχι μόνον η χρηματιστηριακή αγορά, αλλά και οι ογκωδέστατες αγορές των κρατικών ομολόγων, αυτές οι ενέργειες αποτελούσαν στην πραγματικότητα, «σταγόνα στον ωκεανό». Πρόσκαιρες «ανάσες» στον ετοιμοθάνατο.

Το μέγεθος των αγορών, που έγιναν μπορεί να ήταν τεράστιο για τα ελληνικά δεδομένα, για τις αντοχές των ελληνικών τραπεζών και των Ταμείων (μέσα σε 2 χρόνια η κατοχή ΟΕΔ από τον εγχώριο τομέα διπλασιάστηκε από τα 40 στα 80 δισ. ευρώ), ήταν όμως σχεδόν… ασήμαντη μπροστά στην ποσότητα των 262 δισ. ευρώ την οποία έφτασε στο απόγειο του, το τότε «κυκλοφορούν» ποσό των ΟΕΔ.

Καλώς ή κακώς κάθε πεπειραμένος επενδυτής της αγοράς, γνωρίζει πως «όταν οι τιμές πέφτουν σαν το μαχαίρι, αν προσπαθήσεις να το πιάσεις θα κόψεις τα χέρια σου».

Δεν είναι άλλωστε άγνωστο και το περιστατικό με την τότε πανίσχυρη Τράπεζα της Αγγλίας, την οποία κατάφερε να γονατίσει (κι έγινε διάσημος) ο κερδοσκόπος Τζορτζ Σόρος, υποχρεώνοντας σε υποτίμηση τη βρετανική λίρα.

Για το γεγονός ότι υπήρχε ένας κεντρικός «συντονισμός» πολιτικά εκπορευόμενος, στις έντονα αγοραστικές ενέργειες εκείνης της περιόδου, δεν πρέπει να υπάρχουν πολλές αμφιβολίες.

Η τάση είναι έντονα αυξητική όχι μόνο στις τράπεζες και τα Ασφαλιστικά Ταμεία, αλλά και σε αμοιβαία κεφάλαια κι ασφαλιστικές εταιρίες. Συμπαρέσυρε δε και τους ιδιώτες επενδυτές που σχεδόν τριπλασίασαν την έκθεση τους σε ελληνικά ομόλογα, ανάμεσα στο τέλος του 2008 και το Μάιο του 2010.

Αν μη τι άλλο λοιπόν, η διερεύνηση που ζητά ο κ. Παυλόπουλος φαίνεται επιβεβλημένη για δύο λόγους. Όχι μόνον διότι ένα μεγάλο μέρος από το βάρος του ελληνικού χρέους όντως μετατοπίστηκε από ξένα σε ελληνικά χέρια, (και σε αυτά τα χέρια… κουρεύτηκε) αλλά και για να διαπιστωθούν οι υψηλού επιπέδου αποφάσεις και οι (εκ του αποτελέσματος) λανθασμένες στρατηγικές, που οδήγησαν τελικά στη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή των τραπεζών -και την σύνθλιψη των ασφαλιστικών Ταμείων.

Έστω και μόνο, για να μην επαναληφθούν στο μέλλον.
v
Απόρρητο