Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Η επικαιρότητα «τρέχει» και επιβάλλει επιπλέον σχολιασμό σχετικά με την «παραίτηση» Σαμαρά και το γαϊτανάκι των εντολών.

Οι εξελίξεις χθες, με τις σχεδόν αφόρητες πιέσεις που φαίνεται να ασκούνται στον κ. Κουβέλη, δικαιώνουν το προηγούμενο post του Newdeal και αποδεικνύουν το μέγιστο λάθος τακτικής του Αντώνη Σαμαρά.

Αν και αναδείχθηκε πρώτος στην εκλογική αναμέτρηση, άφησε τον κ. Βενιζέλο να εμφανίζεται εκείνος ως η «υπεύθυνη» δύναμη, που πασχίζει και πρωτοστατεί για τον σχηματισμό μιας διαπαραταξιακής κυβέρνησης.

Ο κ. Βενιζέλος, βλέποντας ότι το ΠΑΣΟΚ διαλύεται «στα εξ ων συνετέθη», προσπαθεί να αντισταθεί στην εξ αριστερών επέλαση του κ. Τσίπρα, καλλιεργώντας περαιτέρω το προφίλ ενός «πραγματιστή» πολιτικού, που επιδιώκει το «εφικτό», προσθέτοντας πόντους στο κοινό των μετριοπαθών πολιτών της αστικής τάξης αλλά και στον επιχειρηματικό κόσμο.

Γι' αυτό και έσπευσε, παρότι ηγέτης του τρίτου πλέον κόμματος, να αδράξει την ευκαιρία που του άνοιξε ο κ. Σαμαράς και να οργανώσει την τελευταία πράξη του δράματος, την καίρια «πάσα» προς τις διαβουλεύσεις ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Δεν γνωρίζω αν τούτη η κίνηση -θα εξαρτηθεί άλλωστε και από την έκβαση του εγχειρήματος- θα πιστωθεί στο κόμμα του στην περίπτωση όπου γίνουν σύντομα εκλογές. Είναι όμως βέβαιο ότι προσωπικά πιστώνεται στο κοινό που προαναφέραμε τη διαφορά πολιτικής «ικανότητας» που επιδεικνύει σε σχέση με τον κ. Σαμαρά.

Στην πράξη, το σχήμα δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα οριστικοποιηθεί.

Ο Φώτης Κουβέλης βρίσκεται σε συμπληγάδες για λόγους τους οποίους καταγράφω εδώ, και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα επιλέξει τη «γενναία λύση» εφόσον δεν συμμετέχει ο ΣΥΡΙΖΑ (κάτι που πρέπει να θεωρείται σίγουρο).

Τουναντίον, είναι σχεδόν βέβαιο ότι, αν προχωρήσει το εγχείρημα, τα φιλελεύθερα κόμματα -και ίσως ο κ. Καρατζαφέρης (ποτέ δεν ξέρεις με τον συγκεκριμένο πολιτικό τι θα κρίνει ότι τον συμφέρει)- θα στηρίξουν ή έστω θα δώσουν «ανοχή», διευρύνοντας την κοινωνική βάση μιας κυβέρνησης που θα έχει άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, τα σοβαρά λάθη του κ. Σαμαρά δεν φαίνεται να εξαντλούνται στους προ των εκλογών χειρισμούς του και τον καθιστούν τελεσίδικα «αρχηγό υπό επιτήρηση και προθεσμία».

Όσο νωρίτερα εκπνεύσει αυτή η προθεσμία, τόσο καλύτερα θα είναι για τον σχηματισμό μιας ενιαίας κεντροδεξιάς παράταξης, παρότι αρκετοί εκτιμούν ότι ο ίδιος μάλλον θα προτιμήσει να κρατήσει τον έλεγχο της Νέας Δημοκρατίας έστω και σε διαστάσεις... «Πολιτικής Άνοιξης».

Ελπίζω ότι όταν έρθει η ώρα θα τους διαψεύσει.
Αν δεν έχω καταλάβει λάθος, η Ν.Δ. εξελέγη πρώτο κόμμα στις τελευταίες εκλογές με ποσοστό 18,85% και με βάση τον τρελό εκλογικό νόμο Παυλόπουλου απέσπασε 108 έδρες. Πρωτίστως, λοιπόν, η ευθύνη για τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας ανήκε σε αυτήν.

Κι όμως, ο Αντώνης Σαμαράς κράτησε τη διερευνητική εντολή μόλις… 6 ώρες για να κάνει 2-3 προσχηματικές συναντήσεις, προτού παραιτηθεί της προσπάθειας. Ούτε άξονες έβαλε, ούτε προτάσεις έκανε, ούτε παρουσίασε έστω ένα κείμενο γενικών αρχών. Τίποτε.

Ξεμπέρδεψε στο 6ωρο και πέταξε το «μπαλάκι» στον Αλ. Τσίπρα.

Αυτό όμως για το οποίο απέφυγε να κοπιάσει ο Σαμαράς θα ήταν ίσως εφικτό αν προσπαθούσε λίγο… περισσότερο! Η απλή αριθμητική δείχνει ότι το άθροισμα εδρών της Ν.Δ., του ΠΑΣΟΚ και του Φ. Κουβέλη ξεπερνά το «μαγικό» 151 και φτάνει το ικανοποιητικό νούμερο των 168 εδρών.

Πριν ασχοληθώ όμως περαιτέρω με το θέμα του Φ. Κουβέλη, θα ικανοποιήσω και μια άλλη συνθήκη, της οποίας υπεραμύνθηκε ο κ. Βενιζέλος: ήτοι το να είναι η νέα κυβέρνηση και «πλειοψηφία» της κοινωνίας.

Αθροιστικά, τα ποσοστά αυτών των τριών κομμάτων ισοδυναμούν με μόλις 38,14%.
Αν ωστόσο προσθέσουμε το ποσοστό των λοιπών «δεξιών» κομμάτων στα οποία απηύθυνε (κατόπιν όμως... εντολής και εορτής) το «προσκλητήριο» ο Αντ. Σαμαράς (ΛΑΟΣ, Δημοκρατική Συμμαχία, Δημιουργία Ξανά και ΔΡΑΣΗ), το άθροισμα φτάνει το 47,54%.

Αν δε συμφωνούσαν ή «ανέχονταν» και οι Οικολόγοι, θα περνούσε το 50,4%, της κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα θα είχε και ηγετικές φυσιογνωμίες όλων των κομμάτων να πλαισιώνουν την κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» σε επιμέρους τομείς, προσθέτοντας «ειδικό βάρος».

Όλα δε αυτά τα κόμματα έχουν σαφώς μικρότερες ιδεολογικές διαφορές με τη Ν.Δ. του Σαμαρά, αλλά και με το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου, απ' ό,τι έχουν τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα με τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα.

Ο τελευταίος αποφάσισε να κρατήσει τη διερευνητική εντολή για τρεις μέρες, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι δεν θα μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση, προκειμένου να διαμορφώσει προσδοκίες και να ενοποιήσει τον χώρο της Αριστεράς.

Το ερώτημα όμως που καίει δεν είναι γιατί την κράτησε τρεις μέρες ο Αλ. Τσίπρας, αλλά γιατί δεν «δούλεψε» με την εντολή τρεις μέρες ο Αντ. Σαμαράς;

Γιατί δέχθηκε τόσο εύκολα την άρνηση του Φ. Κουβέλη;
Γιατί δεν τον ρώτησε τι εγγυήσεις θα ήθελε ώστε να μην καταστεί «αριστερό άλλοθι» της κυβέρνησης, όπως φοβήθηκε, αλλά μέλος ενός σχηματισμού σωτηρίας, προσφέροντας έστω την ψήφο ανοχής του;

Σε όσους πιστεύουν ότι αυτό θα ήταν ακατόρθωτο να θυμίσω ότι κάτω από τη διεθνή πίεση, αλλά και τον «πανικό» των ελληνικών μίντια, ο ίδιος ο Σαμαράς πείστηκε να συγκυβερνήσει με το ΠΑΣΟΚ, πετώντας από το παράθυρο την έως τότε ρητορεία του, προκειμένου να αποφευχθεί η «καταστροφή».

Προφανώς, λοιπόν, κρίνοντας από το ότι τόσες μέρες οι πολιτικοί μας δεν προσπαθούν πραγματικά, αλλά γενικώς «παίζουν τον μουτζούρη», φαίνεται ότι αυτήν τη φορά φρονούν πως δεν υπάρχει αντίστοιχος κίνδυνος «καταστροφής», ή τουλάχιστον αρκετά μεγάλος για να παραμερίσουν το κομματικό συμφέρον.

Αυτό που μένει είναι να δούμε γιατί ενήργησε έτσι ο «πρώτος τη τάξει» κ. Σαμαράς.
Σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες, αυτό συνέβη διότι αμφισβητείται εσωτερικά και αναζητά δεύτερη ευκαιρία στην επανάληψη των εκλογών, με ευρύτερες πλέον συμμαχίες. Εν όψει δε των επερχόμενων νέων εκλογών (και του υφιστάμενου εκλογικού νόμου), τον απασχολεί και το ενδεχόμενο περαιτέρω ενίσχυσης του ΣΥΡΙΖΑ.

Υπό αυτό το πρίσμα, εάν πίεζε τον Φ. Κουβέλη απλώς θα τον εξέθετε. Αν ο τελευταίος δεχόταν, υπήρχε ο κίνδυνος να περάσει η πλειονότητα των ψηφοφόρων του στον ΣΥΡΙΖΑ. Αν αρνούνταν κατόπιν ασφυκτικής πίεσης, θα είχε πλέον αδιαφιλονίκητα τον «μουτζούρη» των εκλογών και το όποιο κόστος.

Όλα αυτά εξηγούν τους τακτικισμούς της πολιτικής, δεν λύνουν όμως το πρόβλημα του ποιος θα κυβερνήσει.

Τη σκυτάλη σήμερα λαμβάνει ο Βαγγέλης Βενιζέλος, για μία ακόμη «προσπάθεια». Ο ίδιος, όμως, βλέποντας το ΠΑΣΟΚ να διεμβολίζεται, είναι αμφίβολο αν σε αυτήν τη φάση θα συμμετείχε σε μια κυβέρνηση στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι αντιπολίτευση, έστω κι αν μετέχουν όλοι οι προαναφερθέντες υπόλοιποι.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, πάλι, μπορεί να είναι η ανερχόμενη δύναμη, αλλά δεν είναι σε θέση σήμερα να κυβερνήσει (δεν έχει ακόμη τους μηχανισμούς), ούτε έχει συγκριτική έστω πλειοψηφία στη Βουλή, ούτε κι έχει λόγους να συρθεί σε μια συγκυβέρνηση που θα θολώσει επικίνδυνα τις προεκλογικές του εξαγγελίες.

Κοινώς, το γαϊτανάκι θα συνεχιστεί -το πιθανότερο χωρίς αποτέλεσμα-, με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να κλείνει τον κύκλο των «προσπαθειών» και τις εκλογές να επαναλαμβάνονται σε έναν περίπου μήνα.
Το μήνυμα από τις χθεσινές εκλογές θα ακουστεί σε όλη την Ευρώπη. Διότι χθες η πλειοψηφία του ελληνικού λαού έκανε αυτό που δεν τόλμησαν να κάνουν ούτε οι Έλληνες αλλά ούτε και οι Ευρωπαίοι ηγέτες...

Απέρριψε την πολιτική της άδικης, ανισοβαρούς κι ενδεχομένως ανώφελης λιτότητας. Την πολιτική που κατέστησε την κοινωνία μας «ινδικό χοιρίδιο» ενός πειράματος πρωτοφανούς σε δημοκρατικό κράτος της Δύσης. Και την απέρριψε με ποσοστό που σωρευτικά αγγίζει το 60%.

Δεν απέρριψε όμως την ιδέα της Ευρώπης ή του ευρώ. Απέρριψε την καταθλιπτική εικόνα μιας Ευρώπης που ενισχύει τις κοινωνικές ανισότητες προς όφελος των πολύ μεγάλων -διεθνοποιημένων πλέον- οικονομικών συμφερόντων.

Το χθεσινό μήνυμα θα ακουστεί στους ηγέτες όλης της Δύσης, γιατί είναι πράγματι σπουδαίο. Δείχνει ότι η Δημοκρατία είναι όντως το αποτελεσματικό αντίβαρο της κοινωνίας, απέναντι σε πολιτικές που ωφελούν μειοψηφίες, εις βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας, δηλαδή της αστικής και της μικροαστικής τάξης.

Εξίσου ηχηρό όμως ήταν και το ράπισμα της κάλπης στα δύο -πρώην- μεγάλα κόμματα. Ο ελληνικός λαός δεν ξέχασε τελικά ποιος τον έφερε στη σημερινή θέση, μέσα από μια μοιραία αλληλουχία συνεχούς εναλλαγής, ούτε την αποτυχία τους να διαχειριστούν την κρίση που προκάλεσαν.

Το χρεοκοπημένο «σύστημα» της μεταπολίτευσης κατέρρευσε ολοκληρωτικά. Κι έπρεπε να καταρρεύσει προκειμένου να ξεκινήσει η απαραίτητη διαδικασία αλλαγής, όσο επίφοβη κι αν είναι λόγω κατακερματισμού της εκλογικής ισχύος.

Δεν μπορώ να γνωρίζω αν θα καρποφορήσουν οι προσπάθειες για κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ή αν μια κυβέρνηση αυτού του τύπου μπορεί να μακροημερεύσει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι έχουμε εισέλθει σε μια μεταβατική περίοδο, στη διάρκεια της οποίας θα υπάρξουν περαιτέρω σημαντικές αλλαγές (ονομασιών, σχηματισμών και πρωταγωνιστών) σε όλο το πολιτικό φάσμα.

Το ρίσκο, δεδομένης της κρίσης που αντιμετωπίζουμε, είναι αναμφίβολα σημαντικό. Δεν υπάρχει όμως εναλλακτική. Διότι μόνο μέσα από αυτήν τη μετάβαση μπορεί να προκύψει ο συγκερασμός των προσταγών της κοινωνίας (κοινωνική δικαιοσύνη, ασφάλεια, αξιοπρέπεια, ανάπτυξη) με τις αντικειμενικές συνθήκες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας.

Κι αυτό, νομίζω, σταδιακά το αντιλαμβάνονται και οι δανειστές μας.
Με αφορμή τα κρούσματα AIDS σε μια ομάδα ιερόδουλων, η ελληνική κοινωνία φέρεται να ανακάλυψε… αίφνης ότι η πορνεία στην Ελλάδα είναι εντελώς ανεξέλεγκτη.

Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Για κάποιο περίεργο λόγο, το πολιτικό σύστημα, τα ΜΜΕ, ακόμη και η ίδια η «κοινή γνώμη» χρειάζονται πάντα ένα πολύ δυσάρεστο γεγονός για να ανακαλύψουν, δήθεν, τα κακώς κείμενα, είτε πρόκειται για δρόμους καρμανιόλες (από τους οποίους όλοι περνάμε), είτε για χάρτινες οικοδομές (που εμείς φτιάξαμε χωρίς κανόνες), είτε για τα φαινόμενα διαφθοράς στον δημόσιο βίο, που όλοι γνώριζαν ότι υφίστανται.

Υπό αυτήν την έννοια, δεν είναι παράξενο ότι σχεδόν άπαντες «ανακάλυψαν» τα χάλια της οικονομίας και των κρατικών δομών κατόπιν της ουσιαστικής… χρεοκοπίας μας.

Πρόκειται για μέγιστη υποκρισία, που ξεκινά βεβαίως από τους ίδιους τους μηχανισμούς εξουσίας, από τα πρόσωπα που τους στελεχώνουν κι από τους πολιτικούς που υποτίθεται ότι «ηγούνται».

Η υποκρισία όμως δεν τελειώνει εκεί. Διότι όλα αυτά τα κακώς κείμενα εξελίχθηκαν -και δυστυχώς συνεχίζουν να εξελίσσονται- με την ανοχή μεγάλου μέρους της κοινωνίας.

Υπήρχε άραγε οικονομικά ενεργός πολίτης που δεν ήξερε τα προβλήματα διαφθοράς και γραφειοκρατίας, ή τις τερατώδεις ελλείψεις στην Υγεία, την Παιδεία, τη Δικαιοσύνη και στους περίφημους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης;

Όχι. Αλλά τα ανεχόμασταν.

Κι αυτό εξηγεί το γεγονός ότι, παρά τα διαπιστωμένα αυτά προβλήματα, που σχετίζονται άμεσα με τα δύο κόμματα που κυβέρνησαν εναλλάξ τις τελευταίες δεκαετίες, ο δικομματισμός πήρε πάνω από 75% στις εκλογές του 2009.

Η Ελλάδα δεν μετατράπηκε σε «οίκο ανοχής» της διαφθοράς, της διαπλοκής, της αναξιοκρατίας και της ασέβειας ερήμην των πολιτών της. Όλα συνέβησαν με την ανοχή των πολλών και τη συνενοχή όχι και τόσο λίγων.

Αυτός ο «οίκος ανοχής» που δημιουργήσαμε ως κοινωνία χρεοκόπησε μεν, αλλά δεν έκλεισε. Δεν έπαψε να υπάρχει. Ούτε και πρόκειται να κλείσει με αυτές τις εκλογές.

Για μία ακόμη φορά, ακούμε κούφιες υποσχέσεις από τη συντριπτική πλειονότητα του πολιτικού συστήματος. Με προγράμματα στο γόνατο και ρητορείες ενίοτε επικίνδυνες.

Οι μεν στοχεύουν στον φόβο, οι δε στην αγανάκτηση. Σχεδόν όλοι, όμως, ποντάρουν στη μετεκλογική ανοχή μας. Κι εκεί, αργά αλλά σταθερά, με πόνο για την κοινωνία, θα χάσουν τελικά το στοίχημα.

Δεν θα το ακούσετε πουθενά, ιδίως στην προεκλογική περίοδο, αλλά το δίλημμα της χώρας μας αφορά σήμερα την επιλογή μεταξύ καταστροφής και «δημιουργικής καταστροφής».

Απόλυτη καταστροφή, κατά την ταπεινή μου άποψη, θα είναι αν επικρατήσουν οι λαϊκιστικές δυνάμεις, που πάντα υπάρχουν και σε περίοδο κρίσεων βρίσκουν ευήκοον ουν σε σημαντικό μέρος της κοινωνίας, είτε από τα αριστερά, είτε από τα δεξιά.

Εκείνες οι δυνάμεις που υπόσχονται ανέξοδα επιστροφή στην παράδοξη ευμάρεια του πρόσφατου παρελθόντος, εκείνες που πρεσβεύουν απλές -τάχα- λύσεις σε σύνθετα προβλήματα. Εκείνες που προτείνουν, με περισσή ευκολία, ακόμη και την επιστροφή στη δραχμή.

Η αλήθεια είναι ότι απλές λύσεις δεν υπάρχουν. Στην καλύτερη περίπτωση θα περάσουν πολλά χρόνια έως ότου το βιοτικό επίπεδο του Έλληνα επανέλθει στα επίπεδα της προηγούμενης δεκαετίας.

Το σίγουρο είναι ότι η ανάκαμψη δεν θα προκύψει με την εφαρμογή παλαιών και αποτυχημένων συνταγών. Με άλλα λόγια, το κράτος πρέπει να αλλάξει και το οικονομικό μοντέλο πρέπει να στηθεί σε άλλες βάσεις.

Όλα αυτά έχουν ειπωθεί πολλάκις. Αυτό που δεν έχει ειπωθεί αρκούντως είναι ότι τέτοιου είδους ομελέτες δεν γίνονται χωρίς σπασμένα αβγά. Ας ξεκινήσουμε από το πιο βασικό:

Όταν περιορίζονται οι δαπάνες του κράτους κι αυξάνονται τα έσοδά του, σε μια έως πρότινος κρατικοδίαιτη οικονομία όπως η ελληνική, νομοτελειακά μειώνεται το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Μεγάλες οι περικοπές στην κρατική «ασωτία», μεγάλες και οι περικοπές στο εισόδημα του πολίτη, έως ότου αλλάξει το οικονομικό μοντέλο.

Αλλά και στον ιδιωτικό τομέα υπάρχουν αντίστοιχες νομοτέλειες. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον κλάδο των Media. H δραματική συρρίκνωσή του, σε σχέση με τα παράλογα δεδομένα του πρόσφατου παρελθόντος, αναπόφευκτα επιφέρει λουκέτα, μειώσεις μισθών και απολύσεις.

Το κακό με τη χώρα μας είναι ότι και οι ανισορροπίες στον ιδιωτικό τομέα, όπως αυτή του κλάδου των Media, δεν είναι εξαίρεση, αλλά κανόνας. Αποτελούν προϊόν του σπάταλου κράτους-πελάτη, του υπέρμετρου δανεισμού και του στρεβλού καταναλωτικού μοντέλου που υιοθετήσαμε.

Με άλλα λόγια, πέρα από την επιβεβλημένη «επανίδρυση του κράτους» που επαγγέλθηκε, αλλά ουδέποτε ξεκίνησε ο Κώστας Καραμανλής, χρειάζεται και εκτεταμένη αναδιάρθρωση του ιδιωτικού τομέα, που θα έχει επίσης μεγάλες παρενέργειες.

Όσο κι αν το εξωραΐσουμε αυτό, θεωρητικά, η ουσία είναι ότι οι ζωές πάρα πολλών ανθρώπων άλλαξαν και αλλάζουν προς το χειρότερο, είτε γιατί μειώνεται το εισόδημά τους, είτε γιατί μένουν άνεργοι.

Κι επειδή οι άνθρωποι δεν μαθαίνουν νέες δεξιότητες από τη μία μέρα στην άλλη, ούτε βεβαίως στη δύση του βίου τους, η πλήρης απορρόφηση των εκτεταμένων κοινωνικών και οικονομικών κραδασμών, που μοιραία προκύπτουν από τα παραπάνω δεδομένα, είναι πρακτικά αδύνατη.

Υπάρχει όμως η δυνατότητα μετατροπής αυτής της επαπειλούμενης καταστροφής σε «δημιουργική καταστροφή», από την οποία θα προκύψει μια νέα, καλύτερη Ελλάδα.

Αρκεί να τηρηθούν τρεις αναγκαίες προϋποθέσεις:

Η πρώτη αφορά τον παράγοντα χρόνο. Τα ασφυκτικά περιθώρια προσαρμογής που θέτουν ακόμη και σήμερα οι δανειστές μας αλλάζουν τις συνθήκες ταχύτερα απ' ό,τι επιτρέπουν οι δυνατότητες προσαρμογής της κοινωνίας, αλλά και της οικονομίας.

Η δεύτερη αφορά τη δικαιότερη κατανομή των βαρών και την οργανωμένη προσπάθεια στήριξης όσων πλήττονται περισσότερο. Κάτι τέτοιο, όμως, είτε αρέσει είτε όχι, σχετίζεται άμεσα με τη φορολογία των (πραγματικά) υψηλών εισοδημάτων, της (μεγάλης) περιουσίας και πρωτίστως με την πάταξη της φοροδιαφυγής.

Η τρίτη αφορά την υιοθέτηση ενός νέου, πειστικού οικονομικού μοντέλου, που θα άρει αντικίνητρα και θα διευκολύνει άμεσα και έμμεσα την ανακατεύθυνση παραγωγικών δυνάμεων, σε ξεκάθαρα ορισμένους «στρατηγικούς» τομείς.

Τον χρόνο πιστεύω ότι θα μας τον δώσουν, έστω και υπό την πίεση ευρύτερων συνθηκών, οι εταίροι-δανειστές μας.

Η κοινωνική αλληλεγγύη, όμως, και ο «χάρτης» της ανάκαμψης εμπίπτουν απολύτως στην ευθύνη μας.
v
Απόρρητο