Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Επειδή πολλά θα ακουστούν αυτές τις μέρες, είναι καλό να δούμε ορισμένους αριθμούς με σαφήνεια, ώστε να βγάλουμε και το συμπέρασμα:

1. Η Νέα Δημοκρατία, μαζί με το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές είχαν αθροιστικά ποσοστό της τάξεως του 48% και σχεδόν 180 βουλευτές. Τα ποσοστά αυτά είναι υπεραρκετά για τον σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης, ενώ αν συναθροιστούν και τα ποσοστά ΔΡΑΣΗΣ-ΔΗΞΑΝ (που έμεινε εκτός Βουλής) αγγίζουν το 50% της κοινωνίας.

Κατά συνέπεια, προσχηματικές «ταμπουρώσεις» κομμάτων (με χαρακτηριστικό χθες παράδειγμα το ΠΑΣΟΚ και λιγότερο τη ΔΗΜΑΡ) πίσω από τη θέση ότι πρέπει «ντε και καλά» να συμμετάσχει και ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια κυβέρνηση «συνευθύνης» σηματοδοτούν ένα διόλου αλτρουιστικό (πλην όμως… δικαιολογημένο) φόβο. Ότι η δεξαμενή ψηφοφόρων του κραταιού ΠΑΣΟΚ του παρελθόντος θα τροφοδοτεί πλέον προνομιακά τον ΣΥΡΙΖΑ αν παραμείνει μόνος στην αντιπολίτευση.

2. Είναι όμως πολύ σημαντικό ότι το υπόλοιπο σχεδόν 50% της κοινωνίας είναι ήδη υπέρ πιο δυναμικών λύσεων από την απλή «βελτίωση» του μνημονίου, είτε μιλάμε για τον ΣΥΡΙΖΑ είτε για τους Ανεξάρτητους Έλληνες και τον ΛΑΟΣ, είτε για ακραίους πολιτικούς σχηματισμούς όπως η Χρυσή Αυγή και το ΚΚΕ.

3. Είναι επίσης πολύ σημαντικό να κρατήσουμε το ποσοστό 75% που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις των exit-polls θέλει επαναδιαπραγμάτευση των μνημονίων, προφανώς γιατί δεν θέλει ακόμη πιο σκληρή λιτότητα, περισσότερη ανεργία και ύφεση.

4. Τέλος, θα πρέπει να δούμε πιο σοβαρά το «φαινόμενο» Χρυσή Αυγή, που διατήρησε τα ποσοστά της κι επιβεβαίωσε ότι είναι πλέον υπαρκτή πολιτική δύναμη. Μια δύναμη που κυριολεκτικά θρέφεται από την αποτυχία του πολιτικού και μιντιακού συστήματος, αλλά και από την ανεπαρκή λειτουργία του κράτους.

Πρακτικά, όλα αυτά σημαίνουν ότι για να σταθεί αυτή η κυβέρνηση στην κοινωνία και να μακροημερεύσει είναι υποχρεωμένη να βελτιώσει αισθητά την αίσθηση που έχει σήμερα ο πολίτης για την οικονομία, την ασφάλεια και το μέλλον του.

Με άλλα λόγια, είναι υποχρεωμένη να πετύχει σημαντικές βελτιώσεις στα μνημόνια (ειδικά σε θέματα λιτότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης), αλλά και στην προώθηση ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία του κράτους.

Το πρώτο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τη διάθεση των εταίρων μας και του ΔΝΤ, το δεύτερο όμως εξαρτάται κυρίως από την αποτελεσματικότητα της ίδιας της κυβέρνησης και την αποφασιστικότητα που θα επιδείξει.

Η συγκυρία, βεβαίως, είναι πλέον πολύ δύσκολη. Τα σφάλματα του παρελθόντος έχουν κάνει την κοινωνία καχύποπτη και δύστροπη, έτοιμη να αντιδράσει, ενώ η παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στην αξιωματική αντιπολίτευση ίσως φέρει ισχυρά προσκόμματα σε θέματα αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας και στον λεγόμενο «κρατικό» συνδικαλισμό.

Ωστόσο, όπως λένε και οι Αγγλοσάξονες, «it is what it is - and it becomes what you make of it».

Η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί πρέπει να χαρακτηριστεί από πολιτικό ρεαλισμό. Να διαγνώσει γρήγορα τις απαιτήσεις του εκλογικού σώματος και να τις καλύψει σε ικανοποιητικό βαθμό, συγκρουόμενη με συμφέροντα κατόπιν σχεδίου και όχι στα τυφλά και με προχειρότητες.

Πρέπει επίσης να εξηγήσει την κατάσταση στους εταίρους (αξιοποιώντας τον ΣΥΡΙΖΑ και την υπόλοιπη αντιπολίτευση ως διαπραγματευτικό ατού) και να εκμεταλλευτεί πλήρως την αλλαγή που συμβαίνει σταδιακά στους πολιτικοοικονομικούς συσχετισμούς εντός των ισχυρών κρατών της Ευρώπης, στο πλαίσιο της όξυνσης της πανευρωπαϊκής κρίσης.

Σε άλλη περίπτωση, θα αποτύχει γρήγορα. Θα συντριβεί από τους αριθμούς που αναφέραμε προηγουμένως, αναδεικνύοντας τον ΣΥΡΙΖΑ σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη, αλλά και τροφοδοτώντας με ακόμη υψηλότερα νούμερα ακραίους πολιτικούς σχηματισμούς.

Η χθεσινή ομιλία Σαμαρά δεν έδωσε γεύση αποφασιστικότητας, ούτε και την αίσθηση ότι αντιλαμβάνεται πλήρως το κλίμα στην κοινή γνώμη.

Θέλω να πιστεύω ότι η έλλειψη οιασδήποτε αναφοράς στην επαναδιαπραγμάτευση ήταν στο πλαίσιο μιας «ήρεμης» (προς τους Ευρωπαίους) πρώτης εμφάνισης κι όχι κάτι περισσότερο.

Κι ότι γρήγορα θα αντιληφθεί την κορυφαία σημασία της κοινωνικής δικαιοσύνης στην τρέχουσα συγκυρία.

Διότι είτε είναι ο ίδιος πρωθυπουργός είτε όχι, θα είναι το βασικό στήριγμα και «στίγμα» της κυβέρνησης συνεργασίας, που ευελπιστώ ότι θα έχουμε πολύ σύντομα.


ΥΓ.: Στο 39% η αποχή. Κατά τη γνώμη μου, το ποσοστό αυτό στη συγκεκριμένη συγκυρία σημαίνει ότι το πολιτικό σκηνικό αδυνατεί ακόμη να εκφράσει μεγάλο μέρος της κοινωνίας.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής. Αυτό που με τρομάζει όμως εκ των προτέρων, δύο μέρες πριν από τις εκλογές, είναι οι θέσεις που λαμβάνουν εσχάτως τα κόμματα σε σχέση με τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας.

Οι πιθανοί συνδυασμοί δεν είναι ιδιαίτερα ευάριθμοι. Πρώτο κόμμα θα είναι είτε η Ν.Δ. είτε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ρυθμιστικό ρόλο θα έχουν το ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ και πιθανώς οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, με βάση τη δεδηλωμένη αντίθεση του ΚΚΕ σε οιαδήποτε κυβερνητική συμμετοχή.

Στα «χαρτιά» ο σχηματισμός κυβέρνησης φαίνεται μάλλον εύκολη υπόθεση.

Εντούτοις, και παρά τη διαπιστωμένη προγραμματική σύγκλιση σε αρκετά σημεία, όπως τα καταγράφει το Euro2day.gr, φαίνεται ότι οι πολιτικοί μας ετοιμάζονται να… σκοντάψουν σε άλλα σημεία.

Κυρίως στον περίφημο παράγοντα του πολιτικού κόστους και δευτερευόντως στα πρόσωπα.

Το παιχνίδι αυτό παίχτηκε ήδη στις προηγούμενες εκλογές. Η ΔΗΜΑΡ δεν θέλησε να συμμετάσχει σε μια συγκυβέρνηση μαζί με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ επειδή δεν συμμετείχε ο… ΣΥΡΙΖΑ.

Την ίδια περίπου θέση ευαγγελίστηκε τότε -και επανέφερε τις τελευταίες ημέρες- το ΠΑΣΟΚ, με την εκ πρώτης περίεργη αιτιολογία ότι δεν προτίθεται να αναλάβει «περισσότερη ευθύνη από αυτήν που θα (του) δώσει ο λαός». Λες και η πολιτική ευθύνη είναι ευθέως ανάλογη του ποσοστού, των…. κουκιών που μάζεψε ένα κόμμα, κι όχι της κρισιμότητας των περιστάσεων.

Ωστόσο, δηλώνοντας ότι επιθυμεί «κυβέρνηση συνευθύνης», το ΠΑΣΟΚ φανερώνει τι θέλει να αποφύγει. Δεν θέλει να μοιραστεί την ευθύνη νέας συγκυβέρνησης, παρά μόνο εάν σε αυτή μετέχει και ο… ΣΥΡΙΖΑ, για να μην πετροβολείται από τη μείζονα αντιπολίτευση!

Οι περίπου κοινές αυτές θέσεις της ΔΗΜΑΡ και του ΠΑΣΟΚ έχουν μια απολύτως κατανοητή κομματική αφετηρία. Σε μεγάλο βαθμό, ακριβώς όπως κι ο ΣΥΡΙΖΑ, αλιεύουν από τη δεξαμενή των ψηφοφόρων του παλαιού κραταιού ΠΑΣΟΚ.

Την οποία και δεν θέλουν μελλοντικά να εκχωρήσουν στην προνομιακή δυνατότητα άσκησης αντιπολίτευσης που θα αποκτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ εάν εκείνα συμμετέχουν σε συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία.

Κατανοητό, αλλά και απολύτως κατακριτέο.

Από τον σχηματισμό κυβέρνησης μέσα σε ελάχιστες ημέρες (4 για την ακρίβεια έως το Eurogroup της 21ης Ιουνίου και 11 έως τη Σύνοδο Κορυφής) κρίνονται πολύ περισσότερα από τα όποια «κουκιά» της μιας ή της άλλης πολιτικής παράταξης.

Εξίσου κατακριτέα, κατά τη γνώμη μου, είναι και η θέση του ΣΥΡΙΖΑ ότι αν είναι πρώτο κόμμα, για να συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ, θα πρέπει να υιοθετήσει το τελευταίο τη δική του προγραμματική πλατφόρμα, θέση που υποθέτω ότι θα ισχύει και για τη ΔΗΜΑΡ.

Πρόκειται για θέση παράλογη, δεδομένων των συνθηκών, αλλά και της έμφασης που δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην καθιέρωση της απλής αναλογικής, η οποία προφανώς θα επιβάλει ευρύτερες κυβερνητικές συγκλίσεις σε επίπεδο εφαρμογής προγραμμάτων.

Τέλος, εντελώς γελοία στα μάτια μου εμφανίζεται και η φιλολογία που έχει ξεκινήσει για το αν πρωθυπουργός σε μια κυβέρνηση με βάση τη Ν.Δ. θα είναι ο Αντώνης Σαμαράς ή κάποιος άλλος, δημιουργώντας εντάσεις ακόμη και μέσα στην ίδια τη Ν.Δ.

Μια φιλολογία που δεν αποκλείεται να… μετακομίσει στα αριστερά (τα πρόσωπα βεβαίως θα αλλάξουν) στην περίπτωση όπου πρώτο κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.

Εάν τα φληναφήματα αυτά, που αφορούν προσωπικές και στενά κομματικές επιδιώξεις, συνεχιστούν μετά την Κυριακή -όπως τώρα διαφαίνεται-, θα είναι τρανή απόδειξη ότι οι πολιτικοί μας παραμένουν ιδανικοί… αυτόχειρες.

Ανίκανοι να σταθούν στο ύψος που απαιτεί η κρισιμότητα της κατάστασης, ανήμποροι να αντιληφθούν τις προϋποθέσεις που αυτή θέτει για την πολιτική επιβίωσή τους. Κι απρόθυμοι να κυβερνήσουν.

Ελπίζω -και εύχομαι- να διαψευστεί πανηγυρικά αυτή η δυσοίωνη παρατήρηση. Γιατί σε άλλη περίπτωση, ανοίγει διάπλατα ο δρόμος προς την καταστροφή.
Φόβος και οργή: Μαχαίρια με δύο κόψεις…
Τα ψυχολογικά «όπλα» που κατά κόρον χρησιμοποιούνται από τα περισσότερα κόμματα σε αυτές τις εκλογές είναι ο φόβος (από την πλευρά των μνημονιακών) και η οργή από την πλευρά των υπολοίπων.

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μαχαίρια με δύο κόψεις. Προεκλογικά πολώνουν το κλίμα και συσπειρώνουν ψηφοφόρους, μετεκλογικά όμως εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους.

Ο φόβος της δραχμής και της εξόδου από το ευρώ που υποθάλπει η μία πλευρά προκαλεί σε μερίδα των πολιτών -ιδίως στους εύπορους- σημαντική ανασφάλεια, που μετεκλογικά θα μπορούσε να προκαλέσει κινήσεις πανικού.

Κι αυτό είναι το τελευταίο που χρειάζεται σήμερα η χώρα.

Ομοίως, η καλλιέργεια κλίματος οργής μπορεί να αποδειχτεί μεγάλη τροχοπέδη για την άλλη πλευρά, καθώς είναι γνωστό ότι η διακυβέρνηση σπανίως οδηγεί σε θαύματα.

Τουναντίον, συνήθως συνεπάγεται ρεαλισμό, συμβιβασμούς και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, κάτι που μπορεί να εξοργίσει ακόμη περισσότερο τους ήδη «αγανακτισμένους».

Ίσως, όμως, το χειρότερο να είναι το γεγονός ότι η προεκλογική απώλεια μέτρου θα μεταφραστεί μετεκλογικά είτε σε απώλεια αξιοπιστίας (από την οποία το πολιτικό σύστημα διαθέτει ήδη μηδενικά αποθέματα) είτε σε στενά, έως και ανύπαρκτα, περιθώρια διακομματικής συνεργασίας.

Η προηγούμενη εμπειρία δείχνει ότι το προεκλογικό «μένος» εύκολα μετατρέπεται σε μετεκλογικές «κωλοτούμπες», εφόσον το απαιτεί ο πολιτικός ρεαλισμός, ανεξαρτήτως τοποθέτησης στο πολιτικό φάσμα, με μόνη εξαίρεση το ΚΚΕ.

Το φιλοθέαμον κοινό, όμως, έχει κουραστεί από τους αδιάκοπους πολιτικούς ακροβατισμούς. Αυτό τουλάχιστον έδειξαν ο εκλογικός καταποντισμός του ΛΑΟΣ και οι ποικίλες απώλειες που υπέστη η Νέα Δημοκρατία.

Εν ολίγοις, με τα δεδομένα που παγιώνονται στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, ο σχηματισμός οικουμενικής κυβέρνησης, την οποία μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης θα επιδοκίμαζε, φαντάζει πολύ δύσκολος.

Τα πράγματα δείχνουν πιο εύκολα σε ό,τι αφορά τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης συνεργασίας. Η οποία, όμως, σε κάθε περίπτωση θα έχει να αντιμετωπίσει εσωτερικές έριδες, εξωτερική αντιπολίτευση και κυρίως μια κοινωνία σε αναβρασμό.

Ακόμη κι αν τα «μαχαίρια» αυτής της προεκλογικής περιόδου μπουν στο θηκάρι, τα τραύματα που προξένησαν στην κοινή γνώμη δεν θα κλείσουν εύκολα.

Δεν είναι πολλές οι μέρες που απομένουν μέχρι την εκλογική αναμέτρηση της 17ης Ιουνίου, μια αναμέτρηση που υποτίθεται ότι είναι πολύ κρίσιμη για το μέλλον της Ελλάδας.

Αναμφίβολα κάθε εκλογική διαδικασία έχει τη σημασία της, ωστόσο θεωρώ τις απόψεις περί κρισιμότητας μάλλον υπερβολικές.

Σε παλαιότερο κείμενο είχα αποτολμήσει την πρόβλεψη ότι οι εκλογές της 6ης Μαΐου θα επαναλαμβάνονταν γρήγορα. Τούτη τη φορά εκτιμώ ότι θα προκύψει κυβέρνηση συνεργασίας, αλλά με αμφίβολη μακροβιότητα και αποτελεσματικότητα.

Αν πράγματι επιβεβαιωθεί αυτή η άποψη, θα οφείλεται κυρίως στο «κενό πραγματικότητας» στο οποίο εξακολουθεί να κινείται η πολιτική σκηνή αλλά και μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Και εξηγώ:

Τα προβλήματα της χώρας εκτυλίσσονται μέσα στο σκηνικό της διεθνούς κρίσης, της ανεπάρκειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και της διαμάχης των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων, με την κεϊνσιανή θεώρηση της πολιτικής οικονομίας.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αντιμετώπιση των προβλημάτων μας εξαρτάται κυρίως από τον ξένο παράγοντα και την οποιαδήποτε «βοήθειά» του. Στην περίπτωση της Ελλάδας, υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, οι οποίες σχετίζονται με τις «ασθένειες» που απέκτησαν ενδημικό χαρακτήρα στη χώρα μας:

Είναι γεγονός ότι τα υφιστάμενα μνημόνια αντικατοπτρίζουν την κρατούσα -ακόμη- «νεοφιλελεύθερη» άποψη. Όμως, είναι επίσης γεγονός ότι μια τόσο χρεωμένη και αποδιοργανωμένη χώρα όπως η δική μας δεν δύναται να ωθήσει την ανάπτυξη απλώς και μόνο μέσω ενίσχυσης των κρατικών δαπανών.

Είναι επίσης γεγονός ότι η αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού που συντελείται στην Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Δεν γίνεται όμως να αντιμετωπιστεί από ένα κράτος διεφθαρμένο, ανοργάνωτο και σπάταλο όπως αυτό που σήμερα διαθέτουμε.

Εν ολίγοις, όσο δεν θεραπεύονται από εμάς οι ενδημικές ασθένειες, όσο οι δομές και οι θεσμοί είναι σε τραγελαφική κατάσταση, δεν υπάρχει «σωστή» και «λάθος» λύση, κάτω από οποιοδήποτε οικονομικό και ιδεολογικό πρίσμα.

Όλες οι λύσεις θα είναι «λάθος» εξαιτίας του τρόπου και των συνθηκών εφαρμογής τους.

Παρ' όλα αυτά, τα κόμματα αποφεύγουν να κοιτάξουν κατά πρόσωπο τις ενδημικές «ασθένειες» που πρέπει επειγόντως να θεραπευτούν κι αναλώνονται σε δήθεν διλήμματα που έχουν σχέση με έναν και μόνο παράγοντα:

Τη διαπραγμάτευση του βελτιωμένου «αντιτίμου» που θα προσφέρει στους δανειστές η χώρα μας προκειμένου να συνεχιστεί η εξωτερική βοήθεια, ώστε να περάσει ακόμη ένα διάστημα, χωρίς πλήρη χρεοκοπία.

Στην ουσία, οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες ακολουθούν το κακό παράδειγμα που έδωσε και δίνει η Ευρώπη σε ό,τι αφορά την ευρύτερη ευρωπαϊκή κρίση. Ασχολούνται με τη χρονική μετάθεση του αναπόφευκτου κι όχι με τη συστηματική, οργανωμένη αντιμετώπισή του.

Στην περίπτωση της Ευρώπης, όμως, υπάρχουν δικαιολογίες. Πρόκειται για μια «ένωση» που πρακτικά δεν έγινε ποτέ, η οποία απέκτησε νόμισμα στηριγμένο αποκλειστικά στην πολιτική βούληση ορισμένων ηγεσιών κι όχι στους νόμους της οικονομίας. Μοιάζει δυστυχώς με ένα «πείραμα», που συνεχίζεται με μισή καρδιά!

Για την Ελλάδα, όμως, δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Στο βάθος όλοι ξέρουμε ποιες ήταν οι ασθένειες και ότι πρέπει να καταπολεμηθούν. Απλώς εθελοτυφλούμε, ενίοτε σκεπτόμενοι το προσωπικό όφελος.

Όχι μόνο οι ηγεσίες, αλλά και οι περισσότεροι εξ ημών των πολιτών.

Γι' αυτό και είναι δύσκολο να δούμε εκλογικό αποτέλεσμα που θα αντέξει στον χρόνο και στις περιστάσεις...

Την ώρα που τα κομματικά μας στρατόπεδα μοιράζουν υποσχέσεις και θέτουν πλαστά διλήμματα, η κατάσταση όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στην Ευρώπη πλησιάζει ολοταχώς το… απροχώρητο.

Αμφότερες οι πλευρές κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωπες με σκληρά κι επικίνδυνα ερωτήματα. Το ενδεχόμενο να δοθούν λανθασμένες απαντήσεις, ικανές να τινάξουν και την Ελλάδα και την Ευρώπη στον αέρα, συμπαρασύροντας και τον υπόλοιπο κόσμο, είναι δυστυχώς ορατό.

Γι' αυτό και ορισμένα πράγματα πρέπει να ειπωθούν επιτέλους με το όνομά τους, έστω και επιγραμματικά:

1. Το ελληνικό χρέος ήταν αδύνατον να αποπληρωθεί ήδη από τον Μάιο του 2010. Κι όμως, αντί να οργανωθεί μια συμφωνία μερικής διαγραφής, αποφασίστηκε από τους εταίρους μας ότι απλώς θα μας δανείζουν για να… πληρώνουμε. Ποιοι κέρδισαν από αυτήν τη συμφωνία; Οι ιδιώτες δανειστές που πληρώνονταν κανονικά μέχρι και την υπογραφή του περίφημου PSI, δύο χρόνια αργότερα!

2. To πρώτο μνημόνιο περιελάμβανε όρους που φάνταζαν αστείοι σε όποιον ήξερε την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και του κρατικού μηχανισμού, των εγχώριων θεσμών γενικώς. Η αποτυχία του ήταν προδιαγεγραμμένη, γιατί ήταν σα να ζητάς από μια καλομαθημένη παχουλή κυριούλα να γίνει ξαφνικά… δεκαθλητής. Ωστόσο, η πολιτική του βάση ήταν σαφής: να φανεί στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι οι «άσωτοι» Έλληνες τιμωρούνται παραδειγματικά.

3. Υπό την πίεση των εταίρων (και του πανικού του) ο πυρήνας του ελληνικού πολιτικού συστήματος αποδέχθηκε στη συνέχεια το δεύτερο μνημόνιο, με «τυρί» το κούρεμα του χρέους. Δεν πίεσε το ίδιο για το κούρεμα, απλώς το προσυπέγραψε όταν το πρότειναν οι ξένοι. Και στην εφαρμογή της επιβαλλόμενης «συνταγής» συνέχισε την τακτική του «καπάτσου» υποτακτικού, που είχε ήδη καθιερώσει με το πρώτο μνημόνιο: «Λέγε ναι, κι όπου βολεύει κάνε… όχι».

4. Δυστυχώς για όλους, ο συνδυασμός των ανωτέρω οδήγησε σε μοιραίο αποτέλεσμα: Απανωτές αποτυχίες σε ό,τι αφορά τους «στόχους», οικονομική καθίζηση και κοινωνική αδικία, που προκάλεσε αγανάκτηση. Κατάσταση που δεν γίνεται πλέον να συνεχιστεί γιατί πολύ απλά είναι αδιέξοδη.

5. Τι μπορεί να γίνει τώρα; Η χώρα μας χρειάζεται απαραίτητα ένα ελληνικό «New Deal» με ευρωπαϊκή στήριξη, που θα της δώσει τον χρόνο να αλλάξει. Κατά τη γνώμη μου, προκειμένου να αποκτήσουμε τα απαραίτητα «προσόντα» για να είμαστε βιώσιμοι στο ευρώ, απαιτούνται δομικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές. Στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, στους θεσμούς, στους νόμους, στις «νοοτροπίες» Αλλαγές που θα απαιτήσουν περισσότερο από μία πενταετία, ίσως και δεκαετία, για να ευοδωθούν και να αποδώσουν πλήρως. Αλλαγές που πρέπει όμως να στηρίζονται στην κοινωνική δικαιοσύνη.

6. Αυτό το «New Deal», όμως, σημαίνει ότι οι εταίροι μας θα πρέπει να βάλουν ακόμη πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη, όχι μόνο δίνοντας περισσότερα χρήματα, αλλά ενδεχομένως… χάνοντας κι ένα μέρος από αυτά που έδωσαν.

7. Εδώ ανακύπτει το πρώτο πρόβλημα: Οι ξένοι πολιτικοί δεν μπορούν να πουν εύκολα στους πολίτες τους «ξέρετε κάναμε ένα λάθος, αφήσαμε επί δύο χρόνια να πληρώνονται οι ιδιώτες επενδυτές και τραπεζίτες, κι έτσι τώρα επειδή έχουμε εμείς το 70-75% του ελληνικού χρέους θα πρέπει να πληρώσετε το μάρμαρο».

8. Το δεύτερο πρόβλημα αφορά την πειστικότητα που θα έχουν οι ελληνικές πολιτικές δεσμεύσεις, ώστε να υπάρξει αυτό το «New Deal». Προφανώς θα πρέπει να προέρχονται από μια κυβέρνηση με ισχυρή πλειοψηφία στη Βουλή και στην κοινωνία. Προφανώς θα πρέπει να συνοδεύονται από ρεαλιστικές προτάσεις, από ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης με συγκεκριμένους άξονες και στόχους, όχι μόνο στα δημοσιονομικά μεγέθη αλλά συνολικά στους θεσμούς και στο νομικό πλαίσιο. Είμαστε ικανοί για κάτι τέτοιο; Το εύχομαι, αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος.

9. Το τρίτο πρόβλημα αφορά όχι απλώς τη διάθεση αλλά και τη δυνατότητα της σημερινής ευρωζώνης, που έχει ατύπως διαιρεθεί σε «Βορρά» και «Νότο», σε ισχυρούς και αδύναμους, να χειριστεί μια τέτοια διαδικασία. Πέραν των ελληνικών προβλημάτων, υπάρχει η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, όπως συνεχίζουν να υπάρχουν οι δομικές ελλείψεις της ευρωζώνης που προκάλεσαν την κρίση. Το πιθανότερο είναι ότι τα κράτη μέλη θα βρεθούν -μάλλον σύντομα- αντιμέτωπα με σοβαρά διλήμματα. Που συνοψίζονται στη φράση «περαιτέρω ένωση ή διάλυση».

10. Εν ολίγοις, το τι θα γίνει τελικά με την Ελλάδα, πέρα από «ηθικοπλαστικές» προσεγγίσεις και επιθυμίες, είναι συνάρτηση του τι θα γίνει με την ίδια την ευρωζώνη. Περί αυτού υπάρχουν μόνο συγκεχυμένα σημάδια στον ορίζοντα. Πρόσφατο ρεπορτάζ του Reuters είναι εξαιρετικά διαφωτιστικό για τις κυοφορούμενες εξελίξεις και τα εμπόδια, ενώ οι πληροφορίες του Euro2day.gr φωτίζουν προθέσεις σε σχέση με το ειδικότερο θέμα της Ελλάδας.

Δεν μπορώ να ξέρω πώς θα απαντηθούν τελικώς τα καυτά διλήμματα. Ίσως και να μη δοθεί λύση. Πιστεύω όμως ότι αν εμείς οι Έλληνες δεν αντιληφθούμε γρήγορα πόσο χρειαζόμαστε ένα «εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης», όχι για να ικανοποιήσουμε τους δανειστές μας, αλλά για να ανατάξουμε τη χώρα μας, θα βγούμε χαμένοι σε κάθε περίπτωση.

Δυστυχώς, αυτή η εσωτερική πλευρά της ελληνικής κρίσης, οι γενεσιουργές αιτίες της, δεν φαίνεται να έχει προβληματίσει ούτε τις ηγεσίες, ούτε την κοινωνία. Και δεν θα κουραστώ να γράφω ότι όσο συνεχίζεται αυτό τόσο στενεύουν τα όρια αντίδρασης εν όψει μιας πραγματικής καταστροφής, εντός ή εκτός του ευρώ.
v
Απόρρητο